Επιμέλεια: Σάκης Ιωαννίδης
Διά της συγγνώμης η σωτηρία
Του Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου Β΄
Οι έννοιες της συγγνώμης και της συγχώρησης, καίτοι ανήκουν στον κώδικα της αρετολογίας και της ηθικής, ωστόσο στην εποχή μας (μετανεωτερική) το βαθύτερο, ουσιώδες εμπειρικό και κοινωνικό νόημά τους έχει υποστεί έντονη απίσχνανση, σε σημείο ώστε σπανιότατα να αναδύεται στην επικοινωνία και την προσωπική ανάπτυξη.
Η απίσχνανση αυτή αιτιολογικά συνδέεται με δύο μείζονες μεταβολές, με τη βαθμιαία ύφεση της ηθικής και την ολοκληρωτική ενσωμάτωσή της στην ψυχολογία, και με την ανάδυση ενός νέου μοντέλου εκκοινωνισμού και εξατομίκευσης, του οποίου κεντρική αξία αποτελεί το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι απολύτως ο εαυτός του, να ζει ελεύθερα χωρίς καταναγκασμό να προωθεί την προσωπική του ανάπτυξη και να διεκδικεί τον «σεβασμό» της προσωπικής του ιδιαιτερότητας από νέες μορφές ελέγχου.
Ιστορικά oι έννοιες της συγγνώμης και της συγχώρησης απασχόλησαν, ήδη από την αρχαιότητα, την ανθρώπινη κοινότητα: Στην αρχαία Ελλάδα απετέλεσαν τη διήκουσα έννοια της αρχαίας τραγωδίας. Μια ολόκληρη Τριλογία, η Ορέστεια του Αισχύλου διαπραγματεύεται με εξαιρετική λεπτότητα και ρωμαλέα ευαισθησία αυτό το θέμα, ιδιαίτερα στις «Ευμενίδες». Η λύση που προτείνεται είναι η διάσπαση του φαύλου κύκλου: Υβρις – Ατη – Νέμεσις και η έξοδος από το έγκλημα (φόνος). Ο ποιητής τονίζει ότι η θεραπεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο επίπεδο του Νόμου, γιατί λειτουργεί μέσα από την ενοχή και την τιμωρία. Παρεμβαίνει η Αθηνά για να δικαιωθεί, χωρίς εν τούτοις να συγχωρήσει ή να ζητήσει συγγνώμη για το έγκλημά του.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο αμαρτωλός «εγκαταλείπεται», «αφήνεται» στη δικαιοσύνη του Θεού. Ομως αυτή η δικαιοσύνη δεν είναι ο Νόμος ο οποίος συντηρεί την ενοχή. Είναι το «Μέγα Ελεος», που συνιστά μια ουσιώδη διαφορά από την αρχαιοελληνική αντίληψη.
Στην Εκκλησία η συγγνώμη και η συγχώρηση αποκτούν άλλο περιεχόμενο και νόημα, η δε λειτουργία τους συμβάλλει στην ουσιώδη μεταμόρφωση του ανθρώπου.
Δεν πρόκειται εδώ για τον ρόλο της παντοδυναμίας του Θεού να εξαλείφει το αμάρτημα και να το καθιστά ανύπαρκτο. Είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος κατά τον Απόστολο Παύλο, εξάλειψε «τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον … καὶ αὐτὸ ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου προσηλώσας αὐτὸ τῷ Σταυρῷ».
Ο άνθρωπος, ευρισκόμενος μέσα στους μητρικούς κόλπους της Εκκλησίας, μπορεί αληθινά να ανοίξει την ψυχή του και να εξομολογηθεί και να δεχθεί τη θεραπεία, γιατί κάθε αμαρτία θέτει τον άνθρωπο έξω από το σώμα του Χριστού. Ενσωματωμένος ξανά μέσα στην Εκκλησία, ο άνθρωπος μπορεί να κλάψει με τα δάκρυα του πνεύματός του. Με τα δάκρυα της μετανοίας, λέγει ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άνθρωπος «καθαίρεται και βαπτίζεται το δεύτερο βάπτισμα». Κάθε μυστηριακός αυτοματισμός αποκλείεται. Η αναγέννηση διά του Αγίου Πνεύματος απαιτεί την πλήρη συνείδηση εκείνου που διασχίζει τις αβύσσους «τρέμων», προσδοκώντας να εξέλθει στο Φως!
Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει
Του Χρυσόστομου Α. Σταμούλη
Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει και ούτω βοήσωμεν Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Η συγχώρηση είναι δημιουργία, κίνηση και τέχνη, έξοδος από τον κλειστό εαυτό και είσοδος στον αστερισμό του άλλου, που επιτρέπει την ύπαρξη επί το αυτό εν αμερίστω καρδία. Ενας πυρετός είναι η συγχώρηση και μια αντρειοσύνη, που παλεύει τα σκοτάδια της ηρωοποίησης της μοναξιάς· τα σκοτάδια της αδράνειας και της διαστρέβλωσης, αποτέλεσμα στείρων συναισθηματικών προσποιήσεων που φτάνουν έως και την κόλαση της υποκρισίας. Από τη μια η λεβεντιά, το γύμνωμα του μέσα μας ψεύδους και από την άλλη το ντύσιμο, το χτίσιμο της μεγάλης μας γύμνιας. Από τη μια η δημιουργικότητα και η τέχνη της εξόδου στο φως και από την άλλη η κακοτεχνία της διαίρεσης και η εκβολή στο σκότος της κόλασης.
Υπήρχε κάποτε, στα χρόνια του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου, ένας όσιος, ο Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, ο οποίος τριγυρνούσε στις ερημιές του Αγίου Ορους, έφτανε κάπου, έφτιαχνε μια καλύβα και μετά από λίγο της έβαζε φωτιά και έφευγε. Πήγαινε παραπέρα και έκανε πάλι τα ίδια, δεύτερη καλύβα και δεύτερη φωτιά και μετά ξανά από την αρχή, εξ ου και Καυσοκαλύβης. Οι άλλοι τον έλεγαν τρελό, μα τούτος, φλεγόμενος από έρωτα για τον Θεό, έκαιγε οτιδήποτε τον κρατούσε μακριά από τη συν-χώρηση. Αλλωστε, «Ο χωρών “χωρείτω”. Τόπος μηδένα φυσιούτω», όπως λέγει ο άγιος Ιγνάτιος διότι «το γαρ όλον πίστις και αγάπη, ων ουδέν προκέκριται». Και έχει σημασία αυτό σε μια εποχή που το δικαίωμα –το άγιο κατά τα άλλα δικαίωμα– γεννά απανθρωπία, γεννά διαίρεση και μαρασμό. «Το δίκαιο», γράφει ο άλλος τρελός, ο τρελός της ευθύνης, ο κυρ Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «μειώνει το μέγεθος του κόσμου που ζητώ ν’ αγκαλιάσω». Το δίκαιο και το δικαίωμα. Μαζί και η αυτοδικαίωση, που ακολουθεί την αυτοερωτικότητα και την αυτοϊκανοποίηση, στον τόπο που νομίζω πως έχω, νομίζω πως είμαι, αλλά εν τέλει ούτε έχω, ούτε είμαι. Το δίκαιο και το δικαίωμα, μαζί και η ελευθερία, χωρισμένα από την αγάπη –και το λέγω τούτο, διότι δεν είπε «μείζων δε τούτων η ελευθερία, μήτε το δικαίωμα, μήτε το δίκαιο», ούτε καν η πίστη ή ελπίδα, αλλά «μείζων δε τούτων η αγάπη»–, οδηγούν τον άνθρωπο στο «υπόγειο» της ύπαρξης, όπου τελείται το έγκλημα της αφαίμαξης της αγάπης. Και είναι αυτή η αγάπη που χωράει τα πάντα· που συγχωρεί τα πάντα και τα συγκινεί, που τα κάνει να γεμίζουν από το φως του μαζί. Εκεί όπου ο τόπος μου μετατρέπεται σε χώρο ομοήθειας, που πλατύνεται και πλαταίνει και χωρά τα αχώρετα, ως άλλη Θεοτόκος.
Ναι, η συγχώρεση είναι ήττα. Μια άλλη ήττα που ελπίζει και προσδοκά. Μια ήττα που μπορεί να κραυγάζει πως «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». Αυτή του Aδη να μην την αρνηθούμε, να κρατηθούμε από τα χέρια –ο Χριστός κρατώντας από τα χέρια τον Αδάμ και την Εύα αναστήθηκε εκ του Αδου– και να αναστηθούμε. Το είπε, άλλωστε και η ποιήτρια.
«Θ’ απαρνηθείς την ήττα; Η ήττα είναι παράδοση μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται. Είδες ποτέ κανένα όνειρο μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί; Αν δεν τρωθείς πού θα σε βρει η αγάπη».
(Κική Δημουλά)
Ο κ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης είναι κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, καθηγητής Τμήματος Θεολογίας.
Συγχώρεση
Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Η συγχώρεση είναι μια πολιτιστική επεξεργασία. Ισως δε να είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ώσμωσης ανάμεσα στη χριστιανική και τη συνταγματική ηθική που εμπεριέχει την αρχή της επιείκειας ως τμήμα του κεκτημένου της νεωτερικότητας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος και από ποιον ζητά τη συγχώρεση. Αν αυτή προϋποθέτει μετάνοια και συγγνώμη ή ένα απλό αίτημα ή, πολύ περισσότερο, αν αυτή χορηγείται αυτεπαγγέλτως. Η συγχώρεση από τους γονείς ή τον ερωτικό σύντροφο είναι προφανώς ζήτημα διαφορετικό από τη συγχώρεση που χορηγεί ο Θεός ή το Κράτος.
Η συγχώρεση είναι για τον χριστιανό και όποιον κινείται σε πολιτιστικά συμφραζόμενα που έχουν και χριστιανικές καταβολές ένα μήνυμα της Καινής Διαθήκης, μια ανατροπή σε σχέση με το πολιτιστικό περιβάλλον της Παλαιάς Διαθήκης. Στην ορθόδοξη Θεολογία όλα μπορεί να συγχωρεθούν. Υπάρχει άλλωστε πάντα το ευχέλαιο που σου προσφέρει άφεση των αμαρτιών με την επάλειψη με έλαιο. Η Κυριακή προσευχή παρακαλεί να σχηματιστεί μια συγχωρητική αλυσίδα, «…και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Εχει όμως πρακτική σημασία να δούμε πώς οργανώνεται νομικά η συγχώρεση. Εκεί ίσως βρούμε τους υπαινιγμούς και τις αναφορές σε μια αρχαιολογία των συναισθημάτων, των συμπεριφορών και των θεσμών. Η έννομη τάξη προβλέπει τους θεσμούς της χάρης, της αμνηστίας και της παραγραφής. Τώρα αναγνωρίζεται διεθνώς το δικαίωμα στη λήθη παρότι είναι πολύ δύσκολο να αναζητήσεις λήθη για κάτι που σε βαραίνει όταν έχεις απέναντί σου τις μηχανές αναζήτησης και υπενθύμισης του Διαδικτύου. Στο οικογενειακό και στο κληρονομικό δίκαιο ρυθμίζεται η παροχή συγγνώμης που επηρεάζει δικαιώματα και νομικές καταστάσεις. Στο ποινικό δίκαιο η ειλικρινής μετάνοια προκαλεί επιεική μεταχείριση. Ολόκληρο το σύγχρονο οικοδόμημα της «αποκαταστατικής δικαιοσύνης» (restorative justice) βασίζεται κατά βάθος στην αλληλοκατανόηση και την αμοιβαία συγχώρεση ομάδων ή ακόμη και προσώπων.
Οι κοινωνίες φαίνεται να έχουν ανάγκη από μια διευθέτηση η οποία μπορεί άλλοτε να συνιστά ψυχική γενναιοδωρία, άλλοτε υπηρετεί μια σκοπιμότητα, άλλοτε είναι μια διανοητική απλώς σύλληψη ή μια πολιτική συμπεριφορά γιατί επικοινωνιακά και ίσως αξιακά έχει αναδειχθεί ως «πολιτικά ορθό» να είσαι συγχωρητικός και επιεικής. Η αλήθεια όμως είναι ότι χωρίς μετριοπάθεια, επιείκεια και υποχώρηση δεν διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή, συνύπαρξη και συμπερίληψη. Η μνησικακία και η εμμονή συνιστά φονταμενταλισμό, οδηγεί σε ακρότητες, σε βία, στην αναπαραγωγή μιας επιθετικής και όχι κατευναστικής μνήμης.
Βεβαίως τα πράγματα δεν έχουν στον δημόσιο βίο και στις διεθνείς σχέσεις το ψυχικό βάρος που έχει η προσωπική σύγκρουση, όταν έχεις θίξει κάποιον στον πυρήνα της υπόστασής του και ζητάς ή περιμένεις από αυτόν να σε συγχωρέσει. Είναι δε προφανώς άλλης τάξης η συγχώρεση ως αποχαιρετισμός, ως προετοιμασία για την αντιμετώπιση του πένθους και ως στάση απέναντι στον θάνατο και άλλης τάξης η συγχώρεση ως στιγμή της ζωής.
Το ερώτημα άλλωστε είναι αν εσύ πράγματι συγχωρείς τον εαυτό σου και παρέχεις τη δική σου ειλικρινή συγχώρεση στον άλλο / τους άλλους / το διαφορετικό / το ενοχλητικό. Αυτή είναι μια δύσκολη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη άσκηση ανθρωπολογική και κοινωνική, αρχαϊκή και μετανεωτερική, ψυχολογική και πολιτισμική, ιδιωτική και δημόσια, άτυπη και θεσμική, θρησκευτική και κοσμική ταυτόχρονα.
Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.
Συγχωρώ επειδή συγχωρήθηκα
Του π. Βασίλειου Θερμού
«Πατέρα μου, συγχώρησέ τους, δεν γνωρίζουν τι κάνουν»…
Η συγχώρηση του ανθρώπου από τον Θεό είναι η κατ’ εξοχήν συγχώρηση. Εδώ ο Θεός κυριολεκτικά γράφει ιστορία, δηλαδή ξαναγράφει την ανθρώπινη ιστορία με τα υλικά της συγχώρησης. Η άφεση προσφέρεται στον αμαρτήσαντα χωρίς να την αξίζει, ως Χάρις.
Ετσι ώστε κατόπιν να είναι σε θέση να συγχωρήσει άλλους. Ζευγάρια, οικογένειες, φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, ομάδες, έθνη, συχνά υποφέρουν από το αίσθημα ότι ο άλλος αποτελεί απειλή και όχι ευλογία, ότι είναι η κόλασή μας και όχι ο ουρανός μας.
Οπως γράφει ο ψυχαναλυτής Οττο Κέρνμπεργκ, «η ικανότητα να συγχωρούμε τους άλλους είναι συνήθως σημάδι ενός ώριμου υπερεγώ και προκύπτει από την απόκτηση της ικανότητας να αναγνωρίζουμε την επιθετικότητα και την αμφιθυμία μας… Η αυθεντική συγχώρηση αποτελεί την έκφραση μιας ανεπτυγμένης αίσθησης ηθικότητας, αποδοχή της οδύνης που έρχεται ως επακόλουθο της απώλειας των ψευδαισθήσεων για τον εαυτό και τον άλλο, και πίστη στη δυνατότητα να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, τη δυνατότητα να ξαναζωντανέψει και να διατηρηθεί η αγάπη παρά και πέρα από τις όποιες επιθετικές συνιστώσες της».
Ωριμο υπερεγώ σημαίνει μη διωκτικό, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο συγχωρών έχει κατακτήσει μια ενδοψυχική αναπαράσταση περί ενός Θεού ο οποίος δεν τον καταδιώκει. Επίσης, η αναγνώριση της επιθετικότητάς μας συνεπάγεται ανοιχτό τον δρόμο για μετάνοια, δηλαδή για αναγνώριση πως ο Αδης τελικά είναι εσωτερικός και δεν έρχεται απ’ έξω.
Ολα αυτά τα συναντούμε στη ζωή των Αγίων. Κάποιων δηλαδή που φτάνουν να προσεύχονται για τον άλλον ωσάν να επρόκειτο για τον εαυτό τους ή να μετανοούν για τις αμαρτίες των άλλων ωσάν να ήταν δικές τους. Ο Αγιος Στέφανος λιθοβολείται και, μέσα στα αίματα, παρακαλεί τον Θεό να μη λογαριάσει την αμαρτία των δολοφόνων του…
Το παθολογικά αυστηρό υπερεγώ δεν δέχεται την εκ Θεού συγχώρηση επειδή ο δικός του θεός είναι αναξιόπιστος: ανά πάσα στιγμή είναι ικανός να την άρει. Είναι ένας θεός που ξέρει να καραδοκεί ύπουλα και εκδικητικά. Η μόνη εφικτή άμυνα απέναντι σε έναν τέτοιο θεό είναι η συνειδητή και εμπρόθετη δυστυχία, αφού μόνο αυτή τού αφαιρεί τη μοχθηρή ευχαρίστηση να τυραννά το πλάσμα του. Και στο βάθος διαφαίνεται μια ελπίδα εξιλέωσης: αν δεν συγχωρήσω τον εαυτό μου υπάρχει ελπίδα κάποτε να κριθώ με επιείκεια. Με άλλα λόγια, να ασκήσω έλεγχο στον θεό.
Σκόπιμα σε αυτή την παράγραφο δεν έβαλα κεφαλαίο: δεν πρόκειται για τον Χριστιανικό αληθινό Θεό, Εκείνον που εκούσια σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε. Πρόκειται για κατασκεύασμα ανθρώπων.
Ολα αυτά δεν εμποδίζουν να επιβάλλεται δικαιοσύνη κατά τα ανθρώπινα, ούτε να τίθενται προστατευτικά όρια απέναντι στον όποιο δράστη. Ο εαυτός πρέπει να διατηρηθεί ακέραιος προκειμένου κατόπιν να συγχωρήσει. Αλλά ακέραιος εαυτός, που όμως δεν λογαριάζει πως και ο θύτης αξίζει να σωθεί, παραμένει αδικαίωτος. Και τούτο διότι πλαστήκαμε με προδιαγραφές υπέρβασης.
Στον λόγο του που διαβάζεται τη νύχτα της Ανάστασης ο Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος μάς ενθαρρύνει: «Ανέτειλε μέσα από τον τάφο η συγχώρεση». Αυτός είναι ο Χριστιανισμός, ο παρεξηγημένος τόσο από τους άθεους (επειδή τον αγνοούν) όσο και από κάποιους πιστούς (επειδή δεν τον αντέχουν)…
Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας.
Γυναίκες που φιλούν κυπαρίσσια. Έργο του Φώτη Βάρθη
Μετασυγχώρηση
Του Στέλιου Ράμφου
Ενας άνθρωπος ή ένας λαός για τα δεινά του οποίου φταίνε μονίμως οι άλλοι, δεν έχει δύναμη να συγχωρεί και γι’ αυτό μένει αμετανόητος. Συγχώρηση και μετάνοια είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το άτομο δεν αντέχει να ανακαλύψει εαυτόν πίσω από τις ψευδαισθήσεις του, ενώ η κοινωνία δεν τολμά να ζητήσει λογαριασμό από τις φαντασιώσεις της, να συνειδητοποιήσει τι τρέχει μέσα τους και ν’ αλλάξει γραμμή.
Η συγχώρηση αποκαθιστά κοινωνία του θύτη και του θύματος, την οποία διέρρηξε η ένταση των περιστάσεων και η σκληρότητα των επιλογών. Μεσολαβεί η αναστοχαστική εργασία του παθόντος, που λυτρωμένος από το βάρος των οδυνηρών συμβάντων ξαναπιάνει τα βήματα της ζωής για να επουλώσει το τραύμα πέρα της μνησικακίας και της εκδικητικότητος. Η μνήμη του κακού δεν δίνει καρπό, δίνει η αναμνηστική εμπειρία του πόνου στη βιωματική του ανάκληση.
Συγχωρούμε για να συνυπάρξουμε, αλλά δεν ξεχνούμε. Η συγχώρηση απαιτεί εσωτερική εγρήγορση, όχι λήθη. Η λήθη καταδικάζει είτε αθωώνει και γι’ αυτό κουκουλώνει, δεν θεραπεύει. Δέσμιο της μνήμης του, το παρελθόν δεν αφήνει να τρέξει ο χρόνος διαιωνίζοντας το ασυγχώρητο. Το δίλημμα είναι: εξάρτηση από το παρελθόν ή ελευθερία σ’ έναν καινούργιο χρόνο;
Συγχωρώντας υπακούομε στο βαθύ νόημα της ανθρωπινότητος, το συνυπάρχειν εν κοινωνία, ακούμε την κλήση του στην προσδοκία μιας αυθυπερβάσεως. Μιλούμε για στάση ζωής, όχι για θεωρία. Συγχωρούμε τον υπαίτιο για το εσωτερικό σκοτάδι που τον έσπρωξε στην καταλογιστέα ενέργεια, όμως εντάσσουμε την πράξη του στο διφορούμενο μιας ελευθερίας η οποία παράλληλα με το καλό γεννά και το κακό.
Δεν συγχωρούμε από αγάπη για τον υπαίτιο, ο οποίος μπορεί να έπραξε απάνθρωπα, να συμμετείχε, ας πούμε, ενεργά στο Ολοκαύτωμα ή σε κάποια Γενοκτονία. Συγχωρούμε από σεβασμό στην ανθρωπινότητα, ασυμβίβαστη με εκδικητικές ανταποδόσεις. Εκδικος είναι ο εκδικητής, εκείνος που εφαρμόζει με τον τρόπο του το δικό του δίκιο. Η εκδίκηση αναπαράγει μέσα μας επιθετικά το εις βάρος μας κακό και δηλητηριάζει την ψυχή μας. Χάνουμε την ευκαιρία το σφάλμα να γυρίσει σε πνευματική μεταστροφή, να αναλάβουμε ευθύνη για το μέλλον και να κλείσουμε το ρήγμα που προκάλεσε στον χρόνο της ζωής μας το κακό. Η συγχώρηση ενώνει σαν σταυρός τα το πριν διεστώτα, συμβολίζει ένα παρόν ανοικτό ποιητικά εξίσου στο παρόν και στο μέλλον.
Η παγίδα (και το σκάνδαλο) είναι με τη φορά των πραγμάτων να γίνει η συγχώρηση συνενοχή, ήτοι «μετασυγχώρηση». Αλλο «συγχωρώ» και άλλο «υιοθετώ» κάτι που αναιρεί την ανθρωπινότητά μου και με αποξενώνει από τη φύση της. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν αναγνωρίζω όρια στην ελευθερία μου. Ομως η ελευθερία χωρίς όρια τρέπεται εύκολα σε ιδιοτέλεια και δικαιωματισμό που τραυματίζουν καίρια το δίκαιο και αυτό το ανθρωπεύεσθαι. Ορίζει πλέον την ύπαρξη η αοριστία της ελευθερίας, με ό,τι αρνητικό κάτι τέτοιο συνεπάγεται: μια θεσμοποίηση του κακού που μας ξαναγυρνά στα ζώα.
Διδακτικό παράδειγμα επί του θέματος αποτελεί η καταδίκη των υπαιτίων για τις βαρβαρότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να αποδοθεί συλλογική ευθύνη και ενοχή στον γερμανικό λαό, πράγμα που εις βάθος χρόνου ίσως δημιουργούσε νέο τραύμα με ανείπωτα ξεσπάσματα. Στις εξελίξεις θετικά επέδρασε η οραματική προσπάθεια των τότε πολιτικών ηγεσιών να ενωθεί η Ευρώπη, με το εγχείρημα να συνεχίζεται και τα σκαμπανεβάσματα να ζητούν την υπομονή και την πίστη μας.
Τηρουμένων των αναλογιών, πολύ μικροτέρας εκτάσεως γεγονός, όμως ιστορικά παράλληλο της μεταβάσεως από την Ευρώπη των πολέμων σ’ εκείνη της ειρήνης, μπορεί να θεωρηθεί η δική μας μεταπολίτευση, που αρχίζει το 1974 και πορεύεται ακόμη. Σημειωτέον, το «Μετά» εν συνθέσει προς το «πολίτευση» δηλώνει κίνηση προς, μεταβολή καθεστώτος από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία. Αλλά ενώ στη μεταπολεμική Γερμανία η ανασύνταξη ήταν άμεση και η προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε σχετικώς γρήγορα, στη δική μας περίπτωση η Μεταπολίτευση συνιστά πάντα παρόν.
Γιατί διαρκεί τόσο η Μεταπολίτευση; Επέρασαν πενήντα ολόκληρα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και ακόμη το αίσθημα της ανατροπής της ανεμίζει τις σημαίες των αντιπολιτευομένων. Μάλιστα όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο ακαθόριστο δείχνει εκείνο το «Μετά». Ομως θεσμικές αλλαγές έγιναν γρήγορα και οι υπαίτιοι της εκτροπής τιμωρήθηκαν. Τι μένει αμετάβλητο ώστε να περιμένουμε τόσο; Κουραστήκαμε από το σημειωτόν! Μήπως πρέπει να ξεχάσουμε; Σαν να φοβόμαστε την ειρήνη που η συγγνώμη συνεπάγεται και αποτελεί εξίσου εθνική εκκρεμότητα ως προς τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49.
Τέτοιες εκκρεμότητες μολύνουν τον αέρα που αναπνέουμε και η ζωή δεν περιμένει. Αντί να εξοφλήσουμε το χρέος μας στο παρελθόν αρνησιδικούμε και επιμένουμε σε αναβολή της συγχωρητικής καθάρσεως. Μήπως πίσω από τη μακροημέρευση της Μεταπολιτεύσεως κρύβεται κάποια ασύνειδη συνενοχή με τον κακό εαυτό μας, ένα είδος διαχρονικού κοινού παρονομαστή των πνευματικών μας αγκυλώσεων;
Εάν το δικτατορικό καθεστώς στηριζόταν στη μονοδιάστατη τάξη, η δημοκρατία εισήγαγε την ελευθερία ως πολιτικοποίηση της ζωής των ανθρώπων, οπότε διατηρούμε εις το ακέραιο τα σκοτάδια μας με την κουλτούρα του πελατειασμού ως αντεστραμμένου εγωισμού. Αφήνω κατά μέρος το ερώτημα πόσο ανθεκτική είναι μία δημοκρατία παρέχουσα και όχι απαιτούσα. Επίσης μια ουσιαστική μεταπολίτευση όφειλε να ενθαρρύνει τη σιωπή που χρειάζεται η αναστοχαστική εξέταση του τραυματικού παρελθόντος. Αντ’ αυτού επεκράτησαν οι διαδηλώσεις με ντουντούκες με συνθηματολογικές κραυγές, δηλαδή ο ασφαλέστερος τρόπος να μην αναλογισθούμε τίποτε και να μείνουμε απαράλλαχτοι.
Από την άποψη αυτή δεν είναι άτοπο να βλέπουμε στη Μεταπολίτευση ένα ναρκισσιστικό εγώ που θυματοποιεί εαυτόν και δαιμονοποιεί το άλλο. Αυτό υποδαύλισε εκ νέου τον διχασμό και έδωσε προβάδισμα στη στατική μνήμη απέναντι στην αναστοχαστική ανάμνηση. Μετατρέποντας η πολιτικοποίηση τα δημόσια πράγματα σε πολεμικές αντιπαραθέσεις θεσμοποίησε την κοινωνική διαίρεση. Η Μεταπολίτευση δεν αξιοποίησε πνευματικά την οδυνηρή εμπειρία της επταετίας, για να αναζητήσουμε εντός μας ως άτομα και ως κοινωνία αόρατα νήματα τα οποία υφαίνουν μεγάλα λάθη και έτσι βαλτώνουμε σε επιλογές οι οποίες αποκλείουν τη συγχωρητική ανάμνηση – απλώς τιμωρούμε.
Η Μεταπολίτευση θα έφερνε αλλαγή αν καλλιεργούσε τη συγχωρητική σχέση του παρόντος με το παρελθόν, σε συνδυασμό με την αυτογνωσία. Να μη βρίσκει στις ψυχές μονίμως αντίκρισμα το συμβολικό σχήμα «φίλος-εχθρός» και ο πελατειασμός έδαφος στο ασυγχώρητο, εις βάρος κάθε αξιοκρατίας.
Ομως οι θεσμικές παρεμβάσεις της Μεταπολιτεύσεως δεν είχαν εσωτερικές προεκτάσεις. Πολύ γρήγορα καταλήξαμε στα «πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία ανά την επικράτεια, τεμένη μιας δημοκρατίας όπου όλοι συνυπάρχουν διαιρεμένοι μεταξύ τους και ασυγχώρητοι. Οσο και να «μετρούν» οι αναλυτές, δεν θα αντιληφθούν ότι ο διχασμός συγκροτεί εδραία πολιτισμική μας πραγματικότητα, εργαζομένη αποτελεσματικά στα πεδία των ψυχισμών και των νοοτροπιών. Είναι ο τρόπος μας να κατανοούμε και να βιώνουμε παραπολιτικά την πολιτική. Ετσι εξορκίζουμε τη συμπληρωματική συνύπαρξη των διαφορετικών, επιμένουμε στο απόλυτο εκεί που χρειάζονται πρακτικές λύσεις και ανάγουμε σε στρατηγική την ενοχοποίηση του άλλου. Προφανώς έχουμε ζωτική ανάγκη από το ασυγχώρητο.
Στο κενό πάνω από το οποίο ίπταται το ασυγχώρητο αναπτύσσονται ο αριστερός αντισυστημισμός, αλλά πρόσφατα και ένα κεντροδεξιό μεταμοντέρνο. Το τελευταίο φθάνει να νομιμοποιεί «κανονικότητες» στις οποίες όλες μπορούν να είναι όλα, εις βάρος κάθε έννοιας και σημασίας των πραγμάτων. Εχω κατά νουν τον νόμο για τους γάμους των ομοφύλων ζευγαριών. Ο μεταμοντερνισμός, ως γνωστόν, σχετικοποιεί κάθε είδους σταθερές αρχές και αναφορές, απορρίπτει τη διάρκεια προς τιμήν της παρούσης στιγμής, ανάγει τα πάντα σε κοινωνικές συνθήκες και πολιτισμικές κατασκευές, δίνει στο νόημα συγκυριακή σημασία.
Στο ιδεολογικό τούτο πλαίσιο ο φιλελευθερισμός περνά στο περιθώριο, αν δεν γίνεται άφαντος, και τα ποικίλα επιθυμητικά «δικαιώματα» διεκδικούν μορφή εννόμου τάξεως, εν ονόματι της «συμπεριλήψεως». Με τη σειρά της η «συμπερίληψη» αποδεικνύεται μια συνενοχική συγχώρηση –για την ακρίβεια «μετασυγχώρηση»– αφού η μεταμοντέρνα ανοχή φέρει επάνω και μέσα της έντονη αδιαφορία και αρνητική ενσυναίσθηση, ελλείψει αξίας του σκοπού να γίνεται καθένας μας περισσότερο άνθρωπος.
Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.
«Αρχαία Συγχωρητικά»
Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Oταν ακούω τη λέξη «συγχώρεση» σκέφτομαι πάντα την ομώνυμη νουβέλα της Σώτης Τριανταφύλλου. Εκτυλίσσεται στη βαθιά Αμερική και μιλάει για την Αντόνια, μια γυναίκα που συγχωρεί τον δολοφόνο της κόρης της. Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες εκείνης της τόσο καλογραμμένης ιστορίας, θυμάμαι όμως, σαν να διαβάζω τώρα, πόσο παράλογη και ελκυστική ταυτόχρονα ηχούσε η συγχώρεση ως μυθοπλαστική δυνατότητα. Η ιστορία της Σώτης μπερδεύεται γλυκά με άλλες ιστορίες γυναικών που έκαναν ασκήσεις συγχώρεσης επί χάρτου: της Μάργκαρετ Ατγουντ, ή της Αλις Μονρό, που γράφουν για άγριους πατεράδες και βασανισμένες μητέρες. Ιστορίες εξόχως αμερικανικές ή έστω καναδικές. Εχουν όπλα, κλωτσιές, επισκέψεις σε φυλακές και πολύ χιόνι.
Δεν είχε μπει ακόμη στη ζωή μου –στη ζωή μας– η σύγχρονη Ελληνίδα μητέρα που πενθεί, ως συστηματικά ταξινομημένο παράδειγμα. Ο στρατός οργισμένων και περήφανων μητέρων, από την Κούλα Αρμουτίδου (μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη) ώς τη Μαρία Καρυστιανού, μητέρα-σύμβολο των Τεμπών. Πριν από μια δεκαετία πίστευα ότι η συγχώρεση ήταν μια ξένη γλώσσα που μπορεί, αν χρειαστεί, να μιλήσουμε κάποτε. Ας την πούμε «Αρχαία Συγχωρητικά» αυτή τη νεκρή γλώσσα που διασώζεται σε προσευχές θρησκειών ή στην ανεπίσημη θρησκεία της εποχής μας, το new age. Αλλά γιατί να τη μάθουμε; Κοιμόμαστε καλύτερα όταν συγχωρούμε το έγκλημα; Ή απλώς έχουμε κατεβάσει δυο δυο τα ηρεμιστικά; Δεν είναι ηθική υποχρέωσή μας να θυμόμαστε; Κι επιτρέψετε μου τον έμφυλο προσδιορισμό: να θυμόμαστε τις νεκρές μας;
Η μόνη συγχώρεση που μπορώ να σκεφτώ είναι μια αυτοσχέδια προσευχή για τις γυναίκες που διαβάζουν αυτό το άρθρο και για τους άντρες που τις αγαπούν. Το θηλυκό πράγματι «είναι για άλλες δουλειές» όπως λέει ο υφυπουργός Υγείας κι ας μην έχει ιδέα για ποιες δουλειές μιλάει. Δουλειά μας είναι μια συγχωρητική γλώσσα μεταξύ γυναικών – μεταξύ μητέρας και κόρης, αν μπορούμε να βάλουμε στο μικροσκόπιο το πρωτοκύτταρο των οικογενειακών σχέσεων. Η θεολογία μας εκπροσωπείται υποδειγματικά από το κείμενο φεμινιστικής θεωρίας της Λους Ιριγκαρέ, «Και η μία δεν κινείται χωρίς την άλλη» που μιλάει για την ανάγκη συγχώρεσης της μητέρας από την κόρη, της κόρης από τη μητέρα.
Για να γίνει αυτό, λέει η Βελγίδα γλωσσολόγος, χρειάζεται πλήρης διαχωρισμός ανάμεσά τους, σεβασμός της υποκειμενικότητάς τους. Και μια νέα γλώσσα που θα εκφράζει συνολικά και χωρίς ντροπή ή ενοχή τη γυναικεία εμπειρία. Δεν μας παραδόθηκαν οι λέξεις της γλώσσας αυτής στη γέννηση, ούτε αργότερα. Απεναντίας διαστρεβλώθηκαν για να είναι κατανοητές από τους άντρες που έγραψαν αρχαίες τραγωδίες και τη Βίβλο. Συνεχίζοντας να μιλάμε στη ζωή και στη λογοτεχνία μια γλώσσα που δεν είναι δική μας διαιωνίζουμε τη μεγάλη παρεξήγηση της βιολογίας – την παρομοίωση κυνηγού και θηράματος.
Μήπως πηδάω από τη μια σκέψη στην άλλη; Αυτό ακριβώς κάνω, επειδή όπως λέει η Ιριγκαρέ, οι γυναίκες μιλούν αλλιώς, νιώθουν αλλιώς. Η σκέψη τους είναι χαώδης σαν σπηλιά, περιελίσσεται σαν κισσός. Κι είναι η γλώσσα τους το μισό της ανθρώπινης εμπειρίας. Αν την ακούσουμε μπορεί να λύσουμε, σταδιακά, πολλές παρεξηγήσεις – χωρίς να χρειαστεί να συγχωρέσουμε εγκλήματα.
Η κ. Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας.