Πιθανώς «καρκινογόνα» για τον άνθρωπο, αλλά «ακίνδυνη» εφόσον καταναλώνεται σύμφωνα με τη συνιστώμενη ημερήσια δόση. Αυτές τις δύο λέξεις συμπεριέλαβε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στην πολυαναμενόμενη ανακοίνωση για την ασπαρτάμη, τη χημική γλυκαντική ουσία που έχει -για πολλούς- αντικαταστήσει τη ζάχαρη.
Πώς γίνεται όμως μία ουσία, η οποία σύμφωνα με όλες τις νεότερες μελέτες είναι πιθανώς καρκινογόνα, εν τέλει να μπορεί να καταναλώνεται ακίνδυνα από τους πολίτες;
Ένας καθηγητικής χημείας τροφίμων και μία καθηγήτρια διατροφολογίας αναλύουν στην «Κ» τη σύσταση της ουσίας και εξηγούν σε τι αντιστοιχεί η μέγιστη συνιστώμενη ποσότητα των 40 mg ανά κιλό σωματικού βάρους, ενώ εξηγούν αν και πότε υπάρχει κίνδυνος.
Η ασπαρτάμη στο «πιάτο» μας
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μουρτζινό, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Εργαστήριο Χημείας και Βιοχημείας Τροφίμων στο Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων στη Σχολή Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η ασπαρτάμη μπορεί να βρεθεί σε μεγάλο αριθμό τροφίμων, κυρίως σε συσκευασμένα προϊόντα τα οποία συνήθως αναγράφουν «χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη» ή «χωρίς ζάχαρη».
«Παραδείγματος χάριν, αν κάποιος καταναλώνει αναψυκτικά τύπου light, σε ένα κουτάκι των 330 mL περιέχονται περίπου 190 mg ασπαρτάμης. Ωστόσο, το νούμερο αυτό είναι πολύ ενδεικτικό, καθώς εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες: τις διατροφικές επιλογές και αν αυτές είναι «χαμηλές» σε περιεκτικότητα ζάχαρης – καθώς προτιμώνται προϊόντα τα οποία περιέχουν τέτοιου είδους γλυκαντικά-, την ποσότητα κατανάλωσης των εν λόγω προϊόντων, καθώς και τα εκάστοτε χαρακτηριστικά του ατόμου (σωματικό βάρος, χρόνιες ασθένειες κλπ)», αναφέρει ο καθηγητής.
«Ένας ενήλικας 75 κιλών για να ξεπεράσει τα 40 mg/kg σωματικού βάρους της αποδεκτής καθημερινής λήψης της ασπαρτάμης (ADI), δηλαδή σύνολο 3,7 γραμμαρίων, χρειάζεται να καταναλώνει περίπου 21 κουτάκια αναψυκτικού διαίτης καθημερινά, ή περίπου 80 δισκία γλυκαντικού ασπαρτάμης», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μουρτζίνος.
Εξηγώντας την απόφαση του ΠΟΥ να χαρακτηρίσει την ασπαρτάμη πιθανώς καρκινογόνα, αλλά να επισημάνει πως η συνιστώμενη ημερήσια δόση, δηλαδή τα 40 mg το μέγιστο ανά κιλό σωματικού βάρους, μπορεί να καταναλώνονται χωρίς κίνδυνο, ο καθηγητής επιβεβαιώνει πως όντως και στα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης, η πρόσληψη είναι μικρότερη από το 50% της αποδεκτής καθημερινής λήψης (ADI).
«Ένας ενήλικας 75 κιλών για να ξεπεράσει τα 40 mg/kg σωματικού βάρους της αποδεκτής καθημερινής λήψης της ασπαρτάμης (ADI), δηλαδή σύνολο 3,7 γραμμαρίων, χρειάζεται να καταναλώνει περίπου 21 κουτάκια αναψυκτικού διαίτης καθημερινά, ή περίπου 80 δισκία γλυκαντικού ασπαρτάμης», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μουρτζίνος.
Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει πως παρ΄όλο που οι περισσότεροι πολίτες δεν φτάνουν καν την συνιστώμενη ημερήσια δόση, είναι αξιόλογο σε πόσα προϊόντα περιέχεται αυτή η ουσία.
«Η ασπαρτάμη χρησιμοποιείται για να γλυκαίνει προϊόντα χαμηλών θερμίδων όπως γλυκαντικές ταμπλέτες που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο της ζάχαρης, σε αναψυκτικά τύπου light, ζελέ, παγωτά, πουτίγκες, επιδόρπια γιαούρτια, ζεστό κακάο, τσάι, προϊόντα για τη στοματική υγιεινή, τσίχλες και άλλα τρόφιμα, καθώς επίσης και κάποια διατροφικά συμπληρώματα. Όπως γίνεται κατανοητό μπορεί να βρεθεί σε μια πληθώρα εμπορικών προϊόντων. Ωστόσο, ο μόνος τρόπος για να είμαστε σίγουροι ποια προϊόντα περιέχουν ασπαρτάμη, είναι πάντα να συμβουλευόμαστε τις πληροφορίες που αναγράφονται στην διατροφική ετικέτα τους», τονίζει.
Ακίνδυνη ή όχι για το έντερο μας;
Τι γίνεται όμως όταν η ασπαρτάμη «εισέλθει» στον οργανισμό μας; Όντας τεχνητή ουσία, ενδέχεται να αλληλεπιδράσει με κάποια άλλη ουσία ή να «ταλαιπωρήσει» το έντερό μας;
Η απάντηση του κ. Μουρτζίνου, σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία είναι καθησυχαστική: Κατά την κατάποση, η ασπαρτάμη «απελευθερώνει» άλλα συστατικά, όπως το ασπαρτικό οξύ, η φαινυλαλανίνη και η μεθανόλη, τα οποία απορροφώνται εύκολα στον οργανισμό έτσι ώστε να μην φτάσουν στο παχύ έντερο. Για τον λόγο αυτό, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς η ασπαρτάμη ενδέχεται να επηρεάζει τη μικροχλωρίδα του εντέρου, λόγω της ταχείας υδρόλυσής της στο λεπτό έντερο. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τις πιθανές επιδράσεις της ασπαρτάμης στο μικροβίωμα του ανθρώπινου εντέρου, προκειμένου να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Παρόλο που αρκετές έρευνες επικεντρώνονται στο μεταβολισμό τέτοιων συνθετικών γλυκαντικών, τα αποτελέσματα είναι αμφιλεγόμενα. Στην πραγματικότητα, ακόμη και με την κατάποση πολύ υψηλών δόσεων(>200 mg/kg), η ασπαρτάμη δεν εντοπίζεται στο αίμα λόγω της ταχείας διάσπασής της», αναφέρει ο καθηγητής.
Aκόμη και με την κατάποση πολύ υψηλών δόσεων (>200 mg/kg), η ασπαρτάμη δεν εντοπίζεται στο αίμα, λόγω της ταχείας διάσπασής της. Φωτογραφία: Unsplash
Επαναπροσδιορισμός του όρου «υγιεινές διατροφικές συνήθειες»
Εκτός όμως από τα νέα ευρήματα για την ασπαρτάμη, πριν λίγο καιρό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχε ξεκαθαρίσει επίσης πως οι γλυκαντικές ύλες υποκατάστασης της ζάχαρης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του σωματικού βάρους ή τη μείωση του κινδύνου για χρόνιες μη μεταδοτικές νόσους.
Με βάση λοιπόν τη σημερινή αλλά και την προηγούμενη ανακοίνωση του ΠΟΥ, η Ανδριάννα Καλιώρα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ανθρώπινης Διατροφής & Τροφίμων του τμήματος Διατροφής και Διαιτολογίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο επισημαίνει στην «Κ» πως απαιτείται ουσιαστική συζήτηση για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων και τη σύσταση για την έκταση της κατανάλωσης σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες.
«Είναι σημαντικό να επαναπροσδιορίσουμε όρους όπως «υγιεινές διατροφικές συνήθειες» ή «βελτίωση της ποιότητας της διατροφής» και «μείωση του κινδύνου εμφάνισης χρόνιων νόσων». Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν διδαχθεί ότι η απώλεια βάρους είναι θέμα απλών μαθηματικών. Κόβω θερμίδες και χάνω κιλά. Όπως αποδεικνύεται, αυτή η στρατηγική δεκαετιών είναι στην πραγματικότητα απαρχαιωμένη και αρκετά λανθασμένη», επισημαίνει.
Οι υπολογισμοί θερμίδων δεν αποδίδουν πάντα αποτελέσματα
Εάν όμως μόνο η μέτρηση των θερμίδων δεν είναι ένας αξιόπιστος τρόπος για να διαχειριστούμε το βάρος μας, τι μπορούμε να κάνουμε για να το ρυθμίζουμε;
Σύμφωνα με την κ. Καλιώρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να εστιάσουμε στην ποιότητα της διατροφής. «Όταν σχεδιάζουμε τα γεύματά μας, να προσπαθούμε να περιορίσουμε ή να αποκλείσουμε τα επεξεργασμένα τρόφιμα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν το σώμα μας να καταναλώσει περισσότερα. Να εστιάσουμε στα λιγότερο ή μη επεξεργασμένα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των δημητριακών ολικής αλέσεως και των φρούτων και λαχανικών στη φυσική τους μορφή. Ακόμη και οι πλέον προσεκτικοί υπολογισμοί θερμίδων δεν αποδίδουν πάντα ομοιόμορφα αποτελέσματα, καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικό το είδος της τροφής» τονίζει η καθηγήτρια επικαλούμενη και μία μελέτη του 2019 που δημοσιεύτηκε στο Cell Metabolism, η οποία έδειξε ότι η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων φαίνεται να μας ωθεί να τρώμε περισσότερο και να προσλαμβάνουμε περισσότερες θερμίδες σε σύγκριση με την κατανάλωση μη επεξεργασμένων τροφίμων.
Μεσογειακή διατροφή
Φυσικά το «κλειδί» στην αντικατάσταση των χημικών γλυκαντικών είναι οι καθαρές πρώτες ύλες και ειδικά η Μεσογειακή διατροφή.
«Οι άνθρωποι θα πρέπει να μειώσουμε τη γλυκύτητα της δίαιτας, ξεκινώντας από νωρίς στη ζωή μας. Αυτό μόνο θα θωρακίσει ή θα βελτιώσει την υγεία μας. Ο καλύτερος τρόπος για να γλυκάνουμε τα τρόφιμα και τα ποτά μας είναι να χρησιμοποιήσουμε τα φρούτα, τα οποία είναι γεμάτα με θρεπτικά οφέλη όπως φυτικές ίνες, βιταμίνη C και κάλιο, αντιοξειδωτικά μικροσυστατικά μαζί με φυσικά σάκχαρα», αναφέρει η καθηγήτρια προτείνοντας σε όσους θέλουν να προσθέσουν βατόμουρα στο απλό ελληνικό γιαούρτι, πουρέ φρούτων σε ένα κέικ και φυσικά να προτιμήσουν στην καθημερινή διατροφή τους το ωμό μέλι, το οποίο είναι ένα από τα καλύτερα φυσικά γλυκαντικά που περιέχει κυρίως φρουκτόζη, αντιοξειδωτικά και μη αφομοιώσιμους υδατάνθρακες με τη μορφή ολιγοσακχαριτών που εμφανίζουν πρεβιοτική δράση.
Η ίδια συμβουλεύει να μην ξεχνάμε το πετιμέζι, το συμπύκνωμα μούστου σταφυλιού, το οποίο είναι ένα φυσικό γλυκαντικό πλούσιο σε σίδηρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ωμό, ως σιρόπι ή και αντί για μέλι ή σε συνταγές για την παρασκευή γλυκών. Τέλος αναφέρει πως το χαρούπι και το χαρουπόμελο είναι εξαιρετικά φυσικά γλυκαντικά συστατικά της Μεσογείου, πλούσια σε ασβέστιο, αντιοξειδωτικά και φυτικές ίνες που συνοδεύουν τέλεια τις συνταγές για γλυκά ή τα ζεστά και κρύα ροφήματα.