ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Χρήστος Νικολόπουλος στην «Κ»: «Αυτοί που έπαιξαν ρόλο στη ζωή και την καριέρα μου»

Ο Χρήστος Νικολόπουλος, γιορτάζοντας τα 60 χρόνια της πορείας του, συστήνει δέκα ανθρώπους που τον διαμόρφωσαν

Kathimerini.gr

Τασούλα Επτακοίλη

Το πλίνθινο πατρικό σπίτι στο Καψοχώρι της Ημαθίας, που είχε μόνο δύο δωμάτια και τοίχους σοβατισμένους με λάσπη και άχυρο. Το τζουκμπόξ στο καφενείο του αδελφού του: «σπουδαίο διδασκαλείο, άπειρα τραγούδια έμαθα εκεί». Ο έρωτας με το μπουζούκι. Η πρώτη φορά που έπαιξε σε ένα ταβερνάκι: «Καμιά τριανταριά οι πελάτες, οι παραγγελίες έπεφταν βροχή, στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια, λίμπα έγινε το μαγαζί». Η κάθοδος στην Αθήνα. Τα πρώτα δειλά βήματα. Η γνωριμία με τόσους μύθους του ελληνικού τραγουδιού. Οι δίσκοι. Το χτίσιμο του δικού του μύθου. Πώς να χωρέσουν όλα αυτά σε μια συνέντευξη; Με αφορμή τις δύο μεγάλες συναυλίες για τα 60 χρόνια της πορείας του –στις 7 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο της Αθήνας και στις 13 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη– πρότεινα, λοιπόν, στον Χρήστο Νικολόπουλο κάτι διαφορετικό: να επιλέξει δέκα ανθρώπους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καριέρα και τη ζωή του και να τους συστήσει στην «Κ». Δέχτηκε με χαρά.

Γιάννης Κυριαζής

Το 1963 κατέβηκα στην Αθήνα με 500 δραχμές που μου είχε δώσει ο πατέρας μου. Εμενα στον Κολωνό, όπου ήταν η ταβέρνα του Μανωλιά. Εκεί γνώρισα τον Γιάννη Κυριαζή, βετεράνο ήδη τότε ερμηνευτή, μουσικό και δημιουργό. Υπήρξε μεγάλος δάσκαλος για μένα. Κοντά του έμαθα το λεγόμενο αθηναϊκό ρεπερτόριο, δηλαδή σμυρνέικα, ρεμπέτικα, αρχοντορεμπέτικα – καμία σχέση με όσα παίζαμε στα πανηγύρια. Μου άνοιξε νέους ορίζοντες: από Χατζηχρήστο και Τούντα μέχρι Βαμβακάρη και Τσιτσάνη. Πρόσεχε πολύ την εμφάνισή του. Πάντα θα τον έβλεπες με κομψά κοστούμια, έκανε παραγγελία τα παπούτσια του. Κι επειδή φορούσαμε το ίδιο νούμερο, μου είχε χαρίσει κάνα δυο ζευγάρια. Τα φορούσα και καμάρωνα. Μέχρι τον θάνατό του η σχέση μας ήταν στενή. Του στάθηκα όσο μπορούσα, σαν πατέρα μου τον ένιωθα.

Στο σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη, γράφοντας και «περνώντας» τραγούδια

Στέλιος Ζαφειρίου

Η εξέλιξή μου χάρη σ’ εκείνον ξεκίνησε. Ηταν ήδη όνομα ως μπουζουξής όταν γνωριστήκαμε, έγραφε τραγούδια, είχε συνεργαστεί με τον Ζαμπέτα. Εγώ δούλευα για τις μικρές εταιρείες της Ομόνοιας, έπαιζα στα στούντιο αλλά δωρεάν, για να γίνω γνωστός στην πιάτσα. Εκείνος με συμπάθησε κι άρχισε να με καλεί να του κάνω δεύτερες στις ηχογραφήσεις, σε μεσαίας κατηγορίας δισκογραφικές, όπως η RCA Victor και η Olympic. Επαιρνα χρήματα πλέον! Παίξαμε και σε ταινίες. Ως μουσικός ήταν… επιστήμονας, είχε καθαρή πενιά. Επιπλέον, ήταν αρχηγός στο στούντιο, έβαζε σε τάξη όλη τη διαδικασία. Μου έμαθε πολλά και για την ενορχήστρωση. Ηταν αριστοκράτης, κιμπάρης. Πίναμε καφέ κι άφηνε δίφραγκο πουρμπουάρ. Ημουν μικρός, διαμόρφωνα ακόμη χαρακτήρα, οπότε ήταν από εκείνους που άσκησαν θετική επιρροή, όχι μόνο στην καριέρα αλλά και στην προσωπικότητά μου.

Σπύρος Περιστέρης

Σμυρνιός μουσικός, πολυτάλαντος και κύριος σωστός, ήρθε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και έγινε μαέστρος στην Odeon. Επαιζε κιθάρα και οργάνωνε τις ηχογραφήσεις. Με συμπάθησε πολύ κι έγινα σχεδόν μόνιμος στο στούντιο. Θυμάμαι με συγκίνηση τη γενναιοδωρία του: πάντα είχε μια καλή κουβέντα για μένα. «Σε έβγαλε ασπροπρόσωπο», έλεγε στον Καζαντζίδη. Σε μια ηχογράφηση με τον Πέτρο Αναγνωστάκη έπαθε εγκεφαλικό μπροστά μας. Δεν συνήλθε ποτέ, ούτε επέστρεψε στη δουλειά. Αν δεν ήταν εκείνος μπορεί να μην είχα κάνει το καθοριστικό πέρασμα στις μεγάλες δισκογραφικές.

Με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Μάνο Λοΐζο στην παρουσίαση του δίσκου «Τα τραγούδια μας», το 1976

Στέλιος Καζαντζίδης

Στα τέλη του 1964, μια Τρίτη και 13, πέρασα από οντισιόν από τον Καζαντζίδη. Το ραντεβού ήταν στην «Τριάνα», το πιο ωραίο ίσως κέντρο της εποχής. Τον βρήκα στο καμαρίνι του. Εκεί ήταν η Μαρινέλλα και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Μπαρμπα-Γιάννη, φέρε το μπουζούκι να παίξει ο μικρός», του είπε. Και μετά σε μένα: «Παίξε ένα ουσάκ… ένα χιτζάζ…» Ηταν απλός, ευγενικός, ούτε ίχνος από σταριλίκι δεν διέκρινα. Την επόμενη μέρα δώσαμε ραντεβού έξω από το «Περοκέ», ήρθε και με πήρε με μια μπλε μερσεντές και πήγαμε στο ρετιρέ στους Αμπελοκήπους όπου έμεναν με τη Μαρινέλλα. Νιόπαντροι ήταν. Αρχίσαμε τις πρόβες. Το μεροκάματό μου θα ήταν 72 δραχμές. Στου Μανωλιά έπαιρνα 20 κι επιπλέον θα δούλευα έξι μέρες την εβδομάδα, όχι δύο. Αισθανόμουν βασιλιάς. Ηταν σπουδαίος τραγουδιστής ο Στέλιος, αλλά δύσκολος χαρακτήρας, καχύποπτος, έβλεπε παντού εχθρούς και εμπιστευόταν τους λάθος ανθρώπους· κολλητοί του ήταν αυτοί που του έκαναν κακό. Δεν κατάλαβε πόση αγάπη του είχε ο κόσμος ούτε το απολάμβανε. Είχε πολλά σκαμπανεβάσματα η σχέση μας. Απομακρυνθήκαμε. Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του έμαθα ότι είχε μετανιώσει και ήθελε να με δει, αλλά δεν πήγα. Είχα πολύ θυμό. Τώρα πια έχει μείνει η γλύκα, όμως. Εχω ξεχάσει τις πικρές στιγμές.

Πυθαγόρας

Μέσω του Καζαντζίδη τον γνώρισα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχα παίξει μερικές μελωδίες μου στη Μαρινέλλα, γιατί ντρεπόμουν να τις παρουσιάσω στον Στέλιο: ήταν οι μουσικές για τα «Νυχτερίδες κι αράχνες», «Ο επισκέπτης», «Μια θεατρίνα της αγάπης», «Δεν μου ‘δειξαν λίγη στοργή» και «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου». Της άρεσαν πολύ και μεσολάβησε στον Στέλιο. Ηταν στα μέλια ακόμα… «Κράτησέ τες, μικρέ», μου είπε εκείνος. Τα δύο τελευταία τα έδωσε στον Πυθαγόρα. Ηταν λίγο πριν πάω φαντάρος. Αγνωστος εγώ, καθιερωμένος στιχουργός ήδη εκείνος, καλλιεργημένος και από καλή οικογένεια (η μητέρα του δασκάλα, ο πατέρας του έμπορος), δεν αρνήθηκε να συνεργαστεί με ένα χωριατόπαιδο. Στην πορεία γίναμε και φίλοι, βάφτισε και την κόρη μου.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη. «Επί χούντας, στα “Παλιά Δειλινά“ παίζαμε με τον Νταλάρα τα απαγορευμένα “18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”»

Κώστας Βίρβος

Αλλος ένας γενναιόδωρος άνθρωπος στην πορεία μου. Εδωσε σε ένα παιδάκι, όπως ήμουν τότε εγώ, ένα τεράστιο και διαχρονικό, όπως αποδείχθηκε, σουξέ. Πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου, τεχνοκράτης, διευθυντής στα κρατικά λαχεία, τετράγωνο μυαλό, ο Βίρβος πάντα έβρισκε λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Το 1967 ηχογραφήσαμε το «Νυχτερίδες κι αράχνες», με τη Λίτσα Διαμάντη στα σεγόντα, για δισκάκι 45 στροφών. Στην άλλη πλευρά ήταν ο «Επισκέπτης»: «Επισκέπτη μου τι θέλεις τέτοια ώρα και την πόρτα μου χτυπάς στα σκοτεινά; Αν σ’ έχει στείλει εκείνη που ‘χει φύγει, δεν μπορώ να τη δω ποτέ ξανά». Χάθηκε στην πορεία αυτό το τραγούδι, αλλά η λάμψη του άλλου δεν έχει ακόμη ξεθωριάσει.

Γιώργος Νταλάρας

Γνωριστήκαμε το 1970 σε μια οντισιόν που είχε κάνει ο Καζαντζίδης για τη Standard, τη δισκογραφική εταιρεία που είχε ανοίξει ένα φεγγάρι. Συμπαθήσαμε αμέσως ο ένας τον άλλον. Παίξαμε μαζί στην Πλάκα, σε μια μπουάτ με τον Σπύρο Ζαγοραίο και την Πίτσα Παπαδοπούλου. Η καριέρα του Γιώργου γρήγορα εκτοξεύτηκε: η Καίτη Γκρέυ τον πήγε στον Μάτσα, υπέγραψε συμβόλαιο, άρχισε να κάνει τη μια επιτυχία μετά την άλλη, έγινε περιζήτητος. Κι εγώ όμως πήγαινα πολύ καλά. Είχα υπάρξει «το μπουζούκι του Στέλιου, όλοι με ήθελαν. Πρώτα γίναμε φίλοι καρδιακοί και μετά συνεργάτες. Ημουν ένα άγουρο παιδί από την επαρχία, ούτε από πολιτική ήξερα ούτε από δισκογραφία. Ο Γιώργος ήταν ώριμος, ψαγμένος, πολιτικοποιημένος, με βοήθησε να δω διαφορετικά τα πράγματα – σωστό σχολείο. Εχουμε περάσει αμέτρητες ώρες μαζί, στο στούντιο και στη σκηνή, και η φιλία μας αντέχει στον χρόνο.

Το 1988, στο στούντιο Polysound, με τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στην ηχογράφηση του δίσκου «Η νύχτα θέλει έρωτα»

Βασίλης Καπερνάρος

Οταν οι δημιουργοί του τραγουδιού αρχίσαμε να συνδικαλιζόμαστε, ήταν δικηγόρος του σωματείου μας – και του Νταλάρα. Εγινε φίλος. «Φτιάξε ένα πρόγραμμα, κάνε το επόμενο βήμα», με προέτρεπε πάντα. Το 1985 το αποφάσισα. Πήγα στις «Νταλίκες», στο Γαλάτσι, με δικό μου σχήμα. Σκίσαμε! Δουλεύαμε έξι μέρες την εβδομάδα και κάθε βραδιά το μαγαζί ήταν κλεισμένο δεκαπέντε μέρες πριν. Από τότε μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, όλοι άρχισαν να με βλέπουν διαφορετικά, αναγνωρίστηκα, απέκτησα άλλο «βάρος». Αν ο Βασίλης δεν με είχε σπρώξει, θα έπαιζα μεν μπουζούκι και θα έπαιρνα καλό μεροκάματο, αλλά θα είχα μείνει ένας… συνοδός ειδώλων.

Με τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Στέλιο Καζαντζίδη και τους άλλους μουσικούς, σε περιοδεία στις ΗΠΑ, το 1965

Μάκης Μάτσας

Οι διαφωνίες μας, δεν θα το κρύψω, ήταν κυρίως για τα χρήματα. Τα πρώτα χρόνια οι δημιουργοί έπαιρναν το λεγόμενο «έξτρα ποσοστό». Εγώ, μέχρι το 1982, τίποτα· ακόμη και για δίσκους όπως το «Υπάρχω» με ψίχουλα πληρωνόμουν. Δεν θα σταθώ σ’ αυτές τις κόντρες, γιατί δεν τις θεωρώ σημαντικές. Ο Μάκης έβλεπε πάντα μπροστά, το ένστικτό του ήταν μοναδικό. «Γιατί δεν γράφεις κάτι που να έχει στοιχεία λάτιν», μου είπε όταν οι Gipsy Kings χαλούσαν κόσμο. Εγραψα τα τραγούδια για το «Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς», που αποδείχθηκε ο πιο εμπορικός μου δίσκος. Κατά παραγγελία, θα μου πεις. Γιατί όχι; Η έμπνευση παραμένει έμπνευση, δεν χάνει την αξία της.

Αυτοσχέδιο πάλκο σε ταβερνάκι της Ημαθίας, την εποχή που, έφηβος ακόμη, έπαιζε κυρίως σε πανηγύρια

Τασούλα Νικολοπούλου

Την άνοιξη του 1964, όταν τελείωσε η σεζόν στου Μανωλιά όπου δούλευα, ο ακορντεονίστας του μαγαζιού μου είπε να παίξουμε σε ένα κέντρο στην Κόρινθο. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Ανταλλάξαμε βλέμματα και ραβασάκια, μιλήσαμε, της έδωσα τη διεύθυνσή μου στον Κολωνό. Αλληλογραφούσαμε για ένα διάστημα, μετά χαθήκαμε, αλλά όταν απολύθηκα από φαντάρος ξαναβρεθήκαμε και δεν χωρίσαμε ποτέ. Είναι σπουδαία σύζυγος και μητέρα· εκείνη κράτησε το σπίτι, μεγάλωσε τα παιδιά, ζορίστηκε γιατί τα πιο πολλά έπρεπε μόνη της να τα κάνει λόγω της φύσης της δουλειάς μου. Ούτε σε μια παρέλαση δεν μπόρεσα να δω τον γιο και την κόρη μου. Υπήρξα τυχερός. Η Τασούλα μού άλλαξε τη ζωή. Εβαλε ένα πρόγραμμα στη ζωή μας, με νοικοκύρεψε. Εχουμε τέσσερα εγγόνια κι ακόμη μετράμε… χιλιόμετρα μαζί!

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση