Του Απόστολου Κουρουπάκη
Σε ανταπόκρισή της από τις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 1972 η πιανίστα Λίτσα Κουταλάρη γράφει για τον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου «Βασιλίσσης Ελισάβετ» στην εφημερίδα «Ελευθερία»: «Ο Κατσαρής απέδωσεν με θαυμασίαν δεξιοτεχνίαν παρουσιάζοντας ένα νεύρο απαράμιλλον», και σε άλλη της ανταπόκρισή της: «Η ορμή και το ταμπεραμέντο του Κατσαρή προεκάλεσαν καταπληκτικήν εντύπωσιν ιδίως εις την λαμπράν εκτέλεσιν του κοντσέρτου του Ραχμάνινωφ […]». Τελικά ο Συπριέν Κατσαρής από εκείνο τον διαγωνισμό ώς τις μέρες μας διένυσε με σεμνό τρόπο έναν εξαιρετικά επιτυχημένο μουσικό δρόμο, φτιάχνοντας μία καριέρα, με πολλή μελέτη και αγάπη για το πιάνο και τη μουσική. Μιλήσαμε με τον Συπριέν Κατσαρή τηλεφωνικώς, θέλοντας να μας υπενθυμίσει στιγμές από τις συναυλίες που έδωσε το 1974, λίγους μήνες μετά την εισβολή, στις Βρυξέλλες, αλλά και εκείνες του 1978 στο Παρίσι, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Από εκείνες τις φορτισμένες συναυλίες, ώς σήμερα ο Γαλλοκύπριος πιανίστας και συνθέτης Συπριέν Κατσαρής έχει συμμετάσχει σε κορυφαία παγκόσμια μουσικά γεγονότα, έχει συνεργαστεί με τις πιο σημαντικές ορχήστρες και με τους πιο διάσημους διευθυντές ορχήστρας. Γονείς του Κυπριανού Κατσαρή, όπως βαπτίστηκε, οι εκ Λαπήθου Ερωτόκριτος Κατσαρής και η Νίκη Παπαδοπούλου από τη Λευκωσία. Άριστα εγκατεστημένη στο Καμερούν, η οικογένεια Κατσαρή δεν ξέχασε ποτέ την Κύπρο, παράδειγμα το «Παπαδοπούλειον Βραβείον» που η οικογένεια θέλησε να δημιουργηθεί στην Ελένειο Σχολή, και οι συχνές εισφορές στη γενέτειρα του Ερωτόκριτου Κατσαρή, τη Λάπηθο. Όπως λέει ο κ. Κατσαρής πάντοτε λειτουργεί ως πρεσβευτής του Ελληνισμού, «Θεωρώ καθήκον εμείς οι Έλληνες πιανίστες να κάνουμε γνωστά τα έργα των Ελλήνων μουσουργών, τους οποίους δυστυχώς στην Ελλάδα πολλοί τους έχουν παραμιλήσει. Είναι καθήκον μας».
–Αυτή η αγάπη, κύριε Κατσαρή, των γονιών σας για την Κύπρο σάς επηρέασε φαντάζομαι.
–Βέβαια, λατρεύω την Κύπρο και όπου πάω στο εξωτερικό προσπαθώ να κάνω πάντοτε «προπαγάνδα» για την Κύπρο, για το Κυπριακό, για τα εθνικά μας θέματα. Δυστυχώς, οι δημοσιογράφοι δεν ασχολούνται με το Κυπριακό. Διότι θεωρούν ότι είναι πολύ πιο σοβαρό το Μεσανατολικό, η Ουκρανία κ.λπ. Και όταν μιλάνε για τις τουρκικές επενδύσεις στη Μεσόγειο, στο Αιγαίο κ.ά. δεν αναφέρουν το Κυπριακό…
–Ίσως επειδή δεν υπάρχει φανερός πόλεμος τόσα χρόνια…
–Γι’ αυτό χρειάζεται να τα υπενθυμίζουμε. Διότι είναι πολύ σημαντικά πράγματα. Είναι καθήκον μας εμάς που ζούμε στο εξωτερικό. Οι γονείς μου είχαν φύγει στο Καμερούν, η οποία ήταν η Γαλλική Αποικία, όπου η δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα μετά τη Γαλλική, ήταν οι Έλληνες –και οι Κύπριοι μέσα σε αυτή την κοινότητα. Όταν λέω Κύπριοι, εννοώ βέβαια πως είμαστε όλοι Έλληνες, δεν μού αρέσει να λέω Έλληνας από τη Μακεδονία, την Κρήτη κτλ. Ο πατέρας μου είχε δημιουργήσει την πρώτη βιομηχανία στο Καμερούν τότε. Ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε σαπούνι και επιτραπέζιο λάδι. Εγώ γεννήθηκα στη Μασσαλία, 5 Μαΐου 1951. Αργότερα φύγαμε από το Καμερούν και ήλθαμε στο Παρίσι, το 1959 όπου και σπούδασα. Έχω διπλή υπηκοότητα, διότι με ανέδειξε η Γαλλία, γαλλοκυπριακή ας πούμε είναι η υπηκοότητά μου.
Στο Παρίσι το 1978, ο Μίκης Θεοδωράκη έδωσε δύο συναυλίες, υπέρ των προσφύγων. «Σε μία από τις δύο συναυλίες μου έδωσαν 20 λεπτά για να παίξω. Είχα γράψει γι’ αυτή τη συναυλία την Κυπριακή Ραψωδία», λέει ο Συπριέν Κατσαρής.
–Κύριε Κατσαρή, ξεκινήσατε ως πολλά υποσχόμενος πιανίστας και καταφέρατε να φτάσετε πολύ ψηλά…
–Το 1972 ήμουν ένας από τους βραβευμένους στον περίφημο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Βασίλισσας Ελισάβετ του Βελγίου. Ήμουν ο μόνος από τους 200-300 υποψήφιους που παίξανε στα δύο πρώτα ελιμινατουάρ και ο μόνος που αντιπροσώπευε την Δυτική Ευρώπη. Πράγμα πολύ συγκινητικό. Και αυτό ήταν το 1972. Τότε, γνώρισα τη Λίτσα Κουταλάρη, η οποία σπούδαζε πιάνο τότε στις Βρυξέλλες και η οποία είχε γράψει το 1972 πρώτη ένα άρθρο για μένα.
–Πίσω στις εκείνες τις μέρες του Οκτωβρίου του 1974, ήσασταν 23 ετών, όταν κάνατε εκείνη τη συναυλία. Οι κριτικές των εφημερίδων στο Βέλγιο ήταν διθυραμβικές. Πώς ήλθε αυτή η ιδέα να κάνετε μία συναυλία στα 23 σας στις Βρυξέλλες για το δράμα των Κυπρίων μετά την εισβολή στην Κύπρο.
–Έδινα μερικές συναυλίες τότε στο Βέλγιο και ήλθε τότε η Ελληνική Επιτροπή Συμπαραστάσεως για την Κύπρο που είχε ιδρυθεί στις Βρυξέλλες μετά τον πόλεμο και διοργανώθηκε η συναυλία. Λίγα χρόνια μετά κάναμε ακόμη ένα στο Παρίσι, με τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1978 όταν ο Μίκης έδωσε δύο συναυλίες υπέρ των προσφύγων. Ο Ελληνογάλλος ατζέντης του Γιάννης Κατσιάπης, μαζί με τον Γάλλο ατζέντη του Μίκη με έφεραν σε επαφή μαζί του, γιατί τότε ο Θεοδωράκης είχε γράψει ένα κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα και ήθελε πολύ να κοιτάξω την παρτιτούρα. Σε μία από τις δύο συναυλίες μου έδωσαν 20 λεπτά για να παίξω. Είχα γράψει γι’ αυτή τη συναυλία την Κυπριακή Ραψωδία και ο κύριος Κατσιάπης είχε κανονίσει να έλθει ένας κάμεραμαν από τη Γαλλική Τηλεόραση και χωρίς πρόβα έγινε αυτό το βίντεο το οποίο είναι στο YouTube.
–Τις ημέρες του 1974, ήσασταν στην Κύπρο, ο νου σας μπορείτε να θυμηθείτε πού γύριζε, πού ήταν εκείνες τις μέρες;
–Ιούλιο και Αύγουστο πηγαίναμε οικογενειακώς κάθε χρόνο διακοπές στην Κύπρο και στις ημέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής βρισκόμασταν στην Αμμόχωστο, διότι είχαμε διαμέρισμα, κοντά στο ξενοδοχείο «Grecian», που ήταν τότε στο Βαρώσι, το τελευταίο κτίριο λεγόταν Poseidon. Θυμάμαι ότι είχα φέρει ένα τηλεσκόπιο από τη Γαλλία, και τη νύχτα έβλεπα τους πλανήτες και τα άστρα έβρισκα τον Κρόνο και τον έδειχνα στους συγγενείς… και την ημέρα κοίταζα τις ωραίες κοπέλες πάνω στην αμμουδιά…
–Όταν δίνατε εκείνο το ρεσιτάλ, τα συναισθήματά σας μπορείτε να θυμηθείτε ποια ήταν;
–Και για εκείνο το ρεσιτάλ και γι’ αυτά που έγιναν στο Παρίσι μετά ήταν κάτι το οποίο ένιωθα τρομερή λύπη και άγχος, αλλά δεν πρέπει να επιτρέπεις τον εαυτό σου, όταν είσαι πάνω στη σκηνή, να σε ελέγχει κάποιο επαναστατικό συναίσθημα. Αυτό που έντονα θυμάμαι είναι πως υπήρχε στο κοινό μία «επαναστικότητα» για όσα είχαν γίνει στην Κύπρο, για το οποίο βέβαια δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα απολύτως. Εγώ έπρεπε να διατηρώ τη μουσική μου ακεραιότητα, να μην επηρεάζομαι. Νιώθεις όμως υπερηφάνεια, διότι λες θα τους δείξω, τι μπορεί να κάνει ένας Κύπριος νεαρός πιανίστας, και αυτή η υπερηφάνεια ξεπερνάει τη λύπη, τον θυμό, τον φόβο και εκείνη τη στιγμή νιώθεις την ευθύνη, ευθύνη για ποιον λόγο βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή.
Η μουσική είναι φάρμακο
Θεωρώ καθήκον εμείς οι Έλληνες πιανίστες να κάνουμε γνωστά τα έργα των Ελλήνων μουσουργών, τους οποίους δυστυχώς στην Ελλάδα πολλοί τους έχουν παραμιλήσει. Είναι καθήκον μας.
–Πιστεύετε ότι η μουσική ως πολιτιστική έννοια, μπορεί να σώσει τα πράγματα, μπορεί να κάνει τη διαφορά.
–Κοιτάξτε, το αποτύπωμα που έχει η τέχνη γενικά και η μουσική ιδιαίτερα, είναι κάτι που πολύ θετικό. Εγώ πάντοτε λέω ότι χρειάζεται αυτό. Ειδικά στην εποχή μας που υπάρχουν όλοι αυτοί οι κίνδυνοι. Πιστεύω ότι οι στιγμές που περνάει ένα κοινό ακούγοντας μια συναυλία, μπορεί να βοηθήσει να ξεχάσει ο κόσμος τις καθημερινές σκοτούρες και τα προβλήματά του, όπως ο γιατρός ο οποίος θα δώσει ένα φάρμακο στον ασθενή για να τον ανακουφίσει. Χρειάζεται αυτό. Όπως οι συναυλίες που κάναμε στη Θεσσαλονίκη, με εμένα, τον Ελλαδίτη Γιώργο Λαζαρίδη, την Τ/κ Ruya Taner, τον Τούρκο Huseyin Sermet, και την Αρμένισσα Seta Tanyel. Λοιπόν, αυτά όλα βεβαίως δημιουργούν, πώς να σας το πω, μια φιλία. Μια φιλία και όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά οι πολιτικοί βέβαια... άλλα λογαριάζουν. Προσωπικά, κάθε φορά που εμφανίζομαι σε κονσέρτο στην Τουρκία, απευθύνομαι στο κοινό και λέω πως έρχομαι από την Κύπρο, και πως φέρνω ένα μήνυμα ειρήνης. Καταλήγω, λέγοντας στο κοινό: «Ας ελπίσουμε ότι αυτό το πολιτικό πρόβλημα θα λυθεί το γρηγορότερο». Το τουρκικό κοινό ανταποκρίνεται μετά από κάθε φράση μου πολύ φιλικά με συνεχόμενα χειροκροτήματα και στο τέλος χειροκροτούν όλοι όρθιοι προς τιμήν μου.
–Έχετε κατακτήσει την τέχνη του πιάνου ή ακόμα μαθαίνετε;
–Ναι, το έχω κατακτήσει αλλά... δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένος και πάντοτε προσπαθώ να βελτιώσω την ποιότητα του παιξίματός μου. Θα γίνω 73 χρονών τον ερχόμενο Μάιο και περνάνε τα χρόνια και κάνω ό,τι μπορώ για να είναι η ποιότητα η καλύτερη. Συνεχίζω να μελετώ. Ξέρετε, το παν είναι η ποιότητα της μουσικής επικοινωνίας που δημιουργούμε, για να ανακουφίζουμε και να βοηθάμε, να εκτονώνονται πνευματικά αυτοί που μας ακούνε.
–Πόσο σημαντικό είναι το ταλέντο και πόσο σημαντική είναι η μελέτη;
–Η μελέτη είναι η δουλειά το ταλέντο είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να το δουλέψεις, όπως ένα περβόλι για να βγάλει φρούτα ας πούμε. Και η μελέτη αυτό κάνει, δίνει καρπούς καλλιτεχνικούς. Και τέτοιοι καρποί για παράδειγμα παρουσιάστηκαν στο Ρεσιτάλ που έδωσα το 2023 στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα, με το «Αφιέρωμα στην Ελλάδα», με έργα Νικόλαου Χαλικιόπουλου-Μάντζαρου, με τα Έξι σκίτσα του Γιώργου Λεωτσάκου, παγκόσμια πρώτη, αλλά και με δείγμα Φαίδρου Καβαλλάρη, για παράδειγμα. Θεωρώ καθήκον εμείς οι Έλληνες πιανίστες να κάνουμε γνωστά τα έργα των Ελλήνων μουσουργών, τους οποίους δυστυχώς στην Ελλάδα πολλοί τους έχουν παραμιλήσει. Είναι καθήκον μας.