Γράφει ο Παναγιώτης Κούστας
«Παναγιώτη, ποια δεκαετία έχεις γεννηθεί;», με ρωτάει ενώ κρατάω τον ναυτικό επενδύτη μου στο χέρι, έτοιμος να φύγω, αφού έχουμε τελειώσει μια συνέντευξη που κράτησε κοντά δύο ώρες. Είμαι του 1982. «Άρα, ήσουν μωράκι όταν πρωτακούστηκα στα ερτζιανά», μου λέει. Η αλήθεια είναι ότι, όντως, με το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ μεγάλωσα. Σήμερα, την έχω απέναντί μου. Την παρατηρώ να ποζάρει με τα πορτοκαλί γυαλιά και τα όμορφα δαχτυλίδια της, τη μία να λέει λέξεις όπως «γαϊδουρέξ» κι αμέσως μετά: «Πάμε πάλι, γιατί πέρασε μια σκέψη από το μυαλό μου που νομίζω ότι μου αλλοίωσε το βλέμμα».
Πού μεγαλώσατε;
Δεν θα έλεγα ότι μεγάλωσα, αλλά πως άρχισα να μεγαλώνω σε μια ωραία χερσόνησο, των Μεθάνων. Όμορφος τόπος. Είχα την καλοτυχία το σπίτι που μέναμε να είναι κοντά στη θάλασσα και να πηγαίνω με τα πόδια στο σχολείο, μέχρι τη Γ΄ Δημοτικού. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα εκεί.
Ήταν και δασκάλα σας;
Ήταν δασκάλα της αδερφής μου, αλλά όχι δική μου. Όλα ήταν τρυφερά, απλά. Θυμάμαι τα παιχνίδια μας, την ησυχία – δεν άκουγες πολλά αυτοκίνητα. Βεβαίως, υπήρχε και η υπόθεση «καράβι», που με μάγευε. Πέρναγε το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ· αυτά τα τρία δρομολόγια μου έδιναν τη σιγουριά ότι κι εγώ θα ταξιδέψω.
Από ποια ηλικία;
Πριν πάω σχολείο. Το καλοκαίρι, βέβαια, είχαν τρομερή πολυκοσμία τα Μέθανα· παιζόταν άλλο έργο.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Στη Δ΄ Δημοτικού. Μείναμε στον Νέο Κόσμο και πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, στο Παγκράτι. «Βυζάντιο» λεγόταν. Ερχόταν, πια, το σχολικό και με έπαιρνε, ενώ ξεκίνησα κλασική κιθάρα στο ωδείο που ήταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης.
Τι μουσική ακούγατε;
Ό,τι μπορούσε να εκμαιευθεί από το ραδιόφωνο, από τα τζουκ μποξ στα καφενεία, από τους δίσκους που υπήρχαν στα σπίτια συγγενών και φίλων. Αργότερα, νομίζω στο Δημοτικό, άρχισα να ακούω και αγγλόφωνο τραγούδι· παίρναμε τα χιτάκια σε σαρανταπεντάρια.
Σας έχει μείνει στο μυαλό κάποιο τραγούδι από αυτή την εποχή;
Τα ιταλικά μπελκάντο, το A casa d’Irene. Θυμάμαι να παρακολουθώ στην τηλεόραση το Canzonissima, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τη Ρομίνα Πάουερ με τον Αλ Μπάνο, αλλά και να ακούω ένα τραγούδι που είχε τον τίτλο No milk today. Ούτε ξέρω ποιος το ’λεγε. Αν μπεις και ψάξεις, θα το βρεις. Χορευόταν.
[Μπήκα και έψαξα. Είναι το ίδιο τραγούδι που είχε πει ο Βασιλικός πριν από μία δεκαπενταετία και έγινε επιτυχία στα ’60s από τους Herman’s Hermits.]
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τον στίχο;
Μας είχαν βάλει στο Δημοτικό μια έκθεση, να περιγράψουμε μια εκδρομή. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε εμένα και την έγραψα έμμετρα. Η δασκάλα μου μού έδωσε συγχαρητήρια κι έτσι άρχισα να αφήνω να βγαίνει από μέσα μου αυτή η ικανότητα που είχα να φτιάχνω μια ιστορία με μέτρο, με ρυθμό, με ομοιοκαταληξία. Μετά, στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, μια φιλόλογος μου είπε: «Καλό είναι να διαβάσεις ποιητές, έχεις μια δυνατότητα».
Πώς ξεκίνησε αυτή η πράξη, της ποίησης;
Το πιο έντονο χαρακτηριστικό μου ήταν η δύναμη της φαντασίας μου. Είναι και η ανοιχτωσιά της θάλασσας που σου δίνει αυτή τη δυνατότητα· ρεμβάζεις, αυτό είναι το ρήμα. Βλέπεις. Αλλάζει το φως, κάποια στιγμή πιάνει ένας αέρας, μετά θα δεις να πετάνε τα γλαροπούλια, έναν ψαρά να βγαίνει στη στεριά. Έχει κάτι ποιητικό η θάλασσα. Κι αν αντικρίζεις τον ψυχισμό σου σε αυτή, γίνεται μια οθόνη όπου μπορείς να ενεργοποιήσεις τη δική σου εσωτερική πραγματικότητα. Δεν ήταν θέμα διαβασμάτων. Αλλά και με αυτά έγινε κάτι παράδοξο.
Τι παράδοξο;
Όταν ήμουν στο Δημοτικό, το μάτι μου κόλλησε σε μια ανθολογία ποίησης στο πρακτορείο που έρχονταν οι εφημερίδες και είπα στη μητέρα μου: «Θέλω να μου το αγοράσεις αυτό το βιβλίο». Ήταν ποιήματα σε μικρή φόρμα, Ελλήνων ποιητών, αρκετές σελίδες. Μου είπε η μητέρα μου: «Δεν έχει φωτογραφίες μέσα, θα σ’ αρέσει ή θα το πάρουμε και θα μείνει κλειστό;». Της λέω: «Όχι, το θέλω».
Ε, δεν το άφησα από τα χέρια μου.
«Ήμουν βοηθός σκηνοθέτη, του Λάκη Παπαστάθη, στην ταινία Τον καιρό των Ελλήνων. Είναι ΜΟΧΘΟΣ η κινηματογράφηση, το τραγούδι δεν είναι τίποτα· κάθεσαι».
Πότε άρχισε όλο αυτό να γίνεται «δουλειά»;
Αφού μπήκα στην Πάντειο. Εκεί, όπου άκουγα μουσική, χωνόμουν. Μπήκα, λοιπόν, στην ομάδα του Σταμάτη Κραουνάκη και του έδωσα τα πρώτα μου κείμενα. Δύο χρόνια μετά, κάναμε τα Σκουριασμένα χείλια με τη Βίκυ Μοσχολιού, όπου εγώ είχα ένα τραγούδι, το Να σου λερώνω το φιλί. Με διαφορά μηνών, νωρίτερα, είχα συνεργαστεί με τον Γιάννη Σπανό και τη Δήμητρα Γαλάνη στο Δεν είναι η αγάπη ζωγραφιά. Αυτό ήταν το πρώτο μου τραγούδι που ακούστηκε. Είχα κι άλλα σε αυτόν τον δίσκο, που λεγόταν Καλά είναι κι έτσι [και οι δύο δίσκοι κυκλοφόρησαν το 1981].
Τότε όλοι μίλησαν για μια «άλλη γλώσσα».
Μέσα σε μία τριετία έγιναν όλα. Μετά τα πρώτα τραγούδια με τον Σπανό, ήρθε το Σαριμπιντάμ με τη Χριστιάνα [το 1982], η Έξοδος κινδύνου με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη [το 1984]. Πράγματι, έφερναν μια άλλη μυθολογία αυτοί οι δίσκοι. Θυμάμαι τον στίχο «το καλοκαίρι θα ’ρθει, στην ταράτσα του Βοξ» – ήθελε θάρρος αυτό που έκανε τότε η Χριστιάνα. Ήταν μια πολύ πετυχημένη τραγουδίστρια και πρέπει κανείς να της δώσει, έστω εκ των υστέρων, τα εύσημα που όταν άκουσε αυτά τα τραγούδια, είπε: «Θέλω να τα πω». Μάλιστα, μου ζήτησε να την πάω στο Βοξ, στο Εκράν.
Δεν είχε πάει;
Τότε, αν δεν έμενες στο κέντρο, αν δεν είχες φίλους σινεφίλ και τα λοιπά, μπορεί και να μην είχες πάει ποτέ στα μέρη που ανέφερα εγώ στα τραγούδια. Ήταν υπέροχο που μου είπε: «Εγώ δεν μπορώ να τραγουδάω κάτι και να μην ξέρω τι λέω». Όπως υπέροχα ήταν και όλα αυτά που ήρθαν στη συνέχεια: το Κανονικά με τη Δήμητρα Γαλάνη [το 1984], το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ με την Άλκηστη [το 1985], το Μαμά γερνάω με την Τάνια Τσανακλίδου [το 1988]. Ήταν μια δεκαετία πολύ πυκνή το ’80-’90.
Πώς ήταν τότε η καθημερινότητά σας;
Δούλευα καθημερινά στην εταιρεία Cinetic που έβγαζε την εκπομπή Παρασκήνιο. Από τις εννιά το πρωί μέχρι τις τρεις το μεσημέρι. Εκτός από χρέη γραμματέα, κολλούσα και τα μονταρισμένα πλάνα σε αρνητικό φιλμ, για να βγει η τελική κόπια που θα προβαλλόταν στην τηλεόραση.
Πόσο καιρό το κάνατε αυτό;
Πολλά χρόνια. Έξι; Επτά; Ήμουν και βοηθός σκηνοθέτη, του Λάκη Παπαστάθη, στην ταινία Τον καιρό των Ελλήνων. Είναι μόχθος η κινηματογράφηση, το τραγούδι δεν είναι τίποτα· κάθεσαι.
Η πρώτη σας περίοδος είναι απόλυτα συνυφασμένη με τον Κραουνάκη…
Ναι. Βέβαια, σε σχέση με την εντύπωση της μακρόβιας συμπόρευσης, οι δίσκοι που κάναμε μαζί είναι λίγοι.
Με τεράστια επιρροή, όμως.
Μοναδική! Είχαμε ένα ταίριασμα που δεν γίνεται συχνά, αληθινά πολύτιμο. Πήγαιναν τα παιδιά στο εξωτερικό για να σπουδάσουν και έπαιρναν μαζί τους το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ σε κασέτα.
Αληθεύει ότι με τον Σταμάτη σάς χώρισαν οι δισκογραφικές;
Όχι. Καμία εταιρεία δεν έρχεται σπίτι σου να σε χωρίσει. Απλώς είχαν κάνει πρόταση στον Σταμάτη να πάει στη Sony. Χωρίς να το συζητήσουμε καθόλου, πήγε και μετά μου είπε: «Έκανα συμβόλαιο με τη Sony». Εγώ δεν είπα τίποτα τότε και μετά από δέκα ημέρες πήγα εκεί που εγώ δισκογραφούσα, στην PolyGram, και τους είπα: «Θέλω να δεσμευτώ για τρεις δίσκους». Έτσι, χωρίς να πω τίποτα κι εγώ στον Σταμάτη, πήγα και δεσμεύτηκα. Όταν αυτός ήρθε, εκ των υστέρων, να μου πει πως του είπαν από τη Sony να κάνουμε κάτι μαζί, απάντησα: «Λυπάμαι, είμαι αλλού». Έτσι έγινε.
«Για μένα, είναι απαραίτητο οι δημιουργοί να κοιτάνε ποιοι από τους νέους ερμηνευτές “φέρουν κόσμο μέσα τους”. Αλλιώς, θα τελειώσει το έντεχνο».
Έπειτα, κάνατε τεράστιες επιτυχίες με τον Νίκο Αντύπα.
Είχα συνεργαστεί μαζί του στο Μένω εκτός της Ελευθερίας Αρβανιτάκη [το 1991]. Ήταν ο ενορχηστρωτής του δίσκου και του έδωσε άλλο ήχο, που τον ακούμε τώρα και στέκεται φρέσκος. Είχε την ησυχία μετά ο Νίκος να μου πει: «Γράφω μουσικές, να σ’ τις δώσω να τις ακούσεις;». Τα άκουσα εγώ αυτά που μου έφερε, καταλήξαμε ότι ήταν η Χάρις Αλεξίου εκείνη που έπρεπε να τα πει και κάναμε το Δι’ ευχών [το 1992]. Μετά ήξερα εγώ ότι είχε νόημα να τον τραγουδήσει και η Άλκηστη. Έτσι κάναμε το Σαν ηφαίστειο που ξυπνά [το 1997]. Ο Νίκος ήταν πιο ψαγμένος με τη ροκ σκηνή, με το διεθνές τραγούδι, και είχα τη χαρά ότι με αυτόν θα προχωρήσω αρκετά. Ε, προχώρησα τόσο όσο ήθελε η ζωή μας. Έπειτα, άρχισε να δυσκολεύει η κατάσταση.
Τη δεκαετία του 2000, που κατέρρεε η δισκογραφία;
Πιστεύω ότι πάρα πολλές γέφυρες κόπηκαν από το 2002 και μετά. Έτσι έχω σημειώσει. Άλλαξαν πολλά πράγματα και στο τραγούδι, και στη δισκογραφία, και στα ραδιόφωνα.
Πώς βιώσατε τότε αυτή την κατάσταση;
Επειδή δούλευα πάντα με παρέες, δεν αισθανόμουν πνιγμό ούτε απομόνωση. Όσο όμως προχωρούσε η δεκαετία του 2000, είχα πρόβλημα κι εγώ. Μεγάλο. Γιατί τα όνειρα που είχα τότε δεν συνέπιπταν με των άλλων. Έπρεπε να πάρω μεγάλες αποφάσεις, να δω αν θα συνεχίσω συμβατικά την υπόθεση «ελληνικό τραγούδι» ή θα υπάρχω ως «ελεύθερη σκέψη». Μεσολάβησαν ίσως και δεκαπέντε χρόνια στη διάρκεια των οποίων δεν έβγαλα πολλά τραγούδια, γιατί όλα είχαν αλλάξει.
Τότε ήταν που στραφήκατε σε πιο νέους ανθρώπους;
Πολύ αργότερα. Έκανα τις Χειρολαβές [το 2013] με την Αργυρώ Καπαρού, κατόπιν με τον Θοδωρή Βουτσικάκη την Όμορφη ζωή [το 2020], συνεργάστηκα με τον Γιώργο Περρή, την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τον Μάριο Φραγκούλη. Πήρα άλλη διαδρομή, είτε ανταποκρινόμενη στο αίτημα ανθρώπων με τους οποίους δεν είχα συνεργαστεί μέχρι τότε, είτε βάζοντας εγώ μπροστά να φτιάξω αυτά που ήξερα ότι μπορούν να υλοποιηθούν. Για μένα, είναι απαραίτητο οι δημιουργοί να κοιτάνε ποιοι από τους νέους ερμηνευτές «φέρουν κόσμο μέσα τους». Αλλιώς, θα τελειώσει το έντεχνο. Όχι ότι θα κλάψουμε αν τελειώσει, αλλά, αν έχει ακόμη ζωή, ας μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τους νέους που θέλουν να εκφραστούν μουσικά έτσι. Τα άλλα είδη –η ποπ, η τραπ– έχουν μαχητικότητα.
Ακούτε εσείς τραπ;
Ακούω για να ξέρω τι μου γίνεται, όχι για να τέρπομαι. Ακούω τα πάντα. Χαίρομαι γιατί έξω βλέπω παιδιά να κάνουν όμορφα τραγούδια με μια κιθάρα, με ωραίο στίχο, βλέπω την Μπίλι Άιλις. Στην Ελλάδα ταλαιπωρούνται οι νεότεροι. Πρέπει να μάθουν κι αυτοί να διεκδικούν το όνειρό τους, να γίνουν ανθεκτικοί, να βρίσκουν λύσεις.
Τη Μαρίνα Σάττι πώς τη βλέπετε;
Είχαμε πριν από μερικές μέρες μια υπέροχη συνεργασία στη συναυλία που κάναμε στο Παλλάς. Είχε διαλέξει να πει το Βλέφαρό μου, ένα τραγούδι μου σε μουσική του Νίκου Κυπουργού. Η Μαρίνα είναι ένας νους που ψάχνει και επιμένει. Την απασχολεί να συγκεράσει πολλά ακούσματα – δημοτικά, πιο λαϊκά, με ρίζα ελληνική αλλά και τον ήχο που θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή εκπέμπει ο πλανήτης. Έχει την παιδεία να τα υπερασπίζεται τόσο ως φωνή όσο και ως φιγούρα. Είναι ευτυχές ότι υπάρχει η Μαρίνα.
Ας πάμε στην παράσταση με τον Θοδωρή Βουτσικάκη.
Τα τελευταία χρόνια θέλω να φέρνω στο φως παλαιότερα τραγούδια που πλέον δεν παίζονται, δεν τα ακούμε, και με τον Θοδωρή την έχω αυτή τη δυνατότητα, γιατί ξέρω τη φωνή του. Του έχω φτιάξει ένα πρόγραμμα που έχει πολλά είδη τραγουδιού μέσα. Λυρικά, απαλά λαϊκά, τα καινούργια που του έχω γράψει, με ξένους συνθέτες. Τον πρώτο του δίσκο τον είχαμε κάνει με τον Νικόλα Πιοβάνι [τον Ιταλό συνθέτη που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για την ταινία Η ζωή είναι ωραία]. Ποιος το περίμενε αυτό που έγινε τότε με την Όμορφη ζωή; Ένα νέο παιδί τραγούδησε αυτή την παλιάς μόδας μελωδία, που έρχεται από το ’50, και ο κόσμος το ζητούσε τα πρωινά στο ραδιόφωνο για να του φτιάξει το κέφι.
Το τραγούδι είναι και ένας καθρέφτης της εποχής του. Αυτήν που ζούμε τώρα πώς τη βλέπετε;
Ταραγμένη. Ο καθένας μας έχει κι από μια άλλη αντίληψη του κόσμου και μοιάζει δύσκολο το να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Είναι όλα γρήγορα και απαιτούν νιάτα, υπάρχει ηλεκτρισμός μεγάλος και βία παντού.
Υπάρχει αντίβαρο;
Εγώ, ως άνθρωπος που έχω περάσει τα εξήντα, τον καιρό που ήμουν είκοσι, μπόρεσα και να δημιουργήσω, και να ζήσω, και να πετύχω. Γι’ αυτό και τώρα έχω την πολυτέλεια να πω «απέχω»· να πάω να καθίσω και να βλέπω τη θάλασσα. Αυτό ένα νέο παιδί δεν μπορεί να το κάνει. Θα δούμε, λοιπόν, τι μηχανισμούς θα βρουν οι νέοι για να αποστασιοποιούνται από την πίεση. Οι πιο πολλοί δεν μιλάνε, βάζουν τα ακουστικά τους. Ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του.
Υπάρχει ένας στίχος που να κλείνει μέσα του το σήμερα;
Να τον γράψω, δεν ξέρω αν υπάρχει. Μέχρι το τέλος της συζήτησής μας μπορεί και να σ’ τον πω.
Θέλω να μου πείτε κάτι για το τραγούδι σας Άρτεμις, που είναι το αγαπημένο μου και ξεκινάει με τους στίχους «δεν θα σε βάλω εγώ ποτέ να μαγειρέψεις, θα ’μαι κοντά σου μοναχά σαν με γυρέψεις, μετά θα φεύγω, πάλι να μ’ επιθυμείς». Για μένα, κλείνουν μέσα τους τον ορισμό του μη-κτητικού έρωτα.
Αυτοί οι στίχοι, όπου ο άλλος σού αφήνει την ελευθερία σου, σε αγαπάει γιατί είσαι εσύ –όπως λέει και το τραγούδι–, προέκυψαν σαν μια απάντηση στην ερώτηση «τι είναι αυτό που, αν το άκουγε ένα κορίτσι, θα του έβγαζε ένα βάρος από την πλάτη του;». Κι ενώ το τραγούδι είχε γραφτεί για τον δίσκο Ανάσα η τέχνη της καρδιάς της Δήμητρας Γαλάνη, σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο να το πει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Και ξεκινάει με ένα σφύριγμα.
Το σφύριγμα είναι του Κώστα Θωμαΐδη. Όταν σκέφτομαι ένα καλό σφύριγμα, σκέφτομαι τον Κώστα. Καθένας μας έχει ένα χάρισμα που δεν το έχει ο άλλος. Λες «σφύριγμα». Για πες, ποιος μπορεί να σφυρίξει τραγουδώντας; Λοιπόν, θες να σου πω κάτι ωραίο;
Αμέ!
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, στον μεγάλο καύσωνα που για δέκα μέρες λέγαμε ότι θα πεθάνουμε, όταν το μόνο που ήθελε κανείς είναι να ξαπλώνει μέσα στο σπίτι του όπου είχε ένα αιρκοντίσιον ή τον ανεμιστήρα του, εγώ έκανα πολύ μικρές διαδρομές: έβγαινα για να πάρω κάτι και φρόντιζα να γυρίσω αμέσως, για να μην εκθέτω τον εαυτό μου στον καύσωνα. Σε μια τέτοια μικρή βόλτα από το σπίτι μου, λοιπόν, όταν δεν ήταν κανείς στην Αθήνα, μιλάμε για Αύγουστο και ερημιά, όπως περνάω από ένα στενό, ακούω κάποιον να σφυρίζει τη Σωτηρία της ψυχής. Λέω κάτι έχω πάθει. Ηλίαση; Παραισθήσεις; Γυρίζω ασυναίσθητα να δω από πού έρχεται αυτό το πράγμα που ακούω. Βλέπω, που λες, έναν κύριο που γυρίζει και μου λέει: «Το ευχαριστώ μου γι’ αυτά που έχετε γράψει». Ε, δεν είναι ένα ποίημα αυτό; Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Την πολιτική πώς τη βλέπετε; Έχετε ζήσει διάφορες εποχές, θα θυμάστε την αρχή της Μεταπολίτευσης, θαρρώ.
Ναι, ήμουν στο Γυμνάσιο. Ξέρετε, όταν είναι άσχημες οι εποχές, περιμένει κανείς την ώρα που θα γίνουν όλα, πώς να το πω, «απελευθερωτικά». Έχουμε ζήσει πολλές τέτοιες στιγμές, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο άνθρωπος έχει φτάσει κοντά στο όνειρο. Πρέπει να δει κανείς, όμως, και τη δυσκολία της εφαρμογής του ονείρου. Αλλιώς τα περιμένεις, αλλιώς γίνονται και άντε πάλι από την αρχή. Πλέον, πίσω από τους πολιτικούς βρίσκονται τα μεγάλα κεφάλαια και οι πολιτικοί πρέπει να συνεργαστούν μαζί τους.
Είναι όλα, αλήθεια, έτσι;
Δεν έχω ψευδαισθήσεις ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης. Ξέρω ότι υπαγόμαστε σε ισχυρά λόμπι, ότι το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στους ισχυρούς. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει στη μικροκλίμακα του εδωπέρα ποιος μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων. Θα δώσω ένα παράδειγμα. Ο Σταύρος Μπένος με τα ΚΕΠ έσωσε την Ελλάδα. Πριν, τρέχαμε στις εφορίες ανέβα-κατέβα. Αυτός ο άνθρωπος σκέφτηκε σωστά, σκέφτηκε κάτι.
Και οι ιδεολογίες;
Καμία ιδεολογία δεν σου λύνει τα προβλήματα. Καμία. Αν θέλει να γίνει κάποιος πολιτικός, αυτό που θα πρέπει να έχει, για μένα, είναι ένα όραμα «νοικοκυριού». Τα στελέχη που βάζει στα υπουργεία του να κάνουν κάτι. Γιατί βλέπουμε τι γίνεται με τις πλημμύρες. Δεν έχουμε κάνει τίποτα σωστά και αυτό είναι που εμένα με έχει κουράσει ψυχικά. Θυμάμαι τον Ανδρέα Παπανδρέου που έκανε πού και πού καμιά ταρζανιά. Έλεγε «Βυθίσατε το “Χόρα”» και σου έπαιρνε έναν καημό ότι δεν είσαι σκλάβος.
Τον βρήκατε τον στίχο για την εποχή μας;
Θες να σ’ τον βρω; [Στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα συνοφρυωμένη, με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι και ελαφρώς κατεβασμένο.] Άγνωστο μεγάλο Χ /η καινούργια εποχή. Σ’ αρέσει;
Ναι!
Ε, αυτό είναι. Εξίσωση. Άλυτη προς το παρόν.