ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ξεκινά ο 2ος γύρος αξιολογήσεων της Κύπρου

Αρχίζει τον Σεπτέμβριο ο DBRS, ακολουθούν, Scope, Moody’s, Fitch και ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο με S&P

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Στα μέσα Σεπτεμβρίου ξεκινά ο δεύτερος γύρος αξιολογήσεων της κυπριακής οικονομίας από τους Οίκους Αξιολόγησης, ενώ ολοκληρώνεται στα μέσα Δεκεμβρίου. Στόχος, να συνεχίσουν οι πολύ καλές αξιολογήσεις που είχε το κράτος στον πρώτο γύρο αξιολογήσεων που ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου και ολοκληρώθηκαν στα μέσα Ιουνίου. Η πρώτη αξιολόγηση της κυπριακής οικονομίας ξεκινά με τον καναδικό όίκο DBRS Morningstar στις 20 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 25 Οκτωβρίου σειρά έχει ο Scope Ratings που μόλις πέρυσι μπήκε στη λίστα των «σημαντικών» οίκων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στις 22 Νοεμβρίου θα γίνει η αξιολόγηση του οίκου Moody’s, ενώ τον Δεκέμβριο θα ακολουθήσουν δύο αξιολογήσεις, από τον Fitch στις 6 Δεκεμβρίου και από τον Standard and Poor’s στις 13 Δεκεμβρίου. Των δύο τελευταίων οι αξιολογήσεις στο πρώτο γύρο δε, λειτούργησαν ως καταλύτης για την επίσπευση της εξόδου της Κύπρου στις αγορές τον περασμένο Ιούνιο. Υπενθυμίζεται πως, αναβάθμισαν οι Fitch και Standard And Poor’s το αξιόχρεο της χώρας στο BBB+. Από τον Μάρτιο όμως υπήρξαν καλές αξιολογήσεις και από τους υπόλοιπους οίκους, τους Scope, Moody’s και DBRS. Ο Scope τον περασμένο Μάιο δεν προχώρησε μεν σε αξιολόγηση, αλλά περιορίστηκε σε ένα «ριπόρτ» της χώρας, ενώ οι Καναδοί με τον DBRS απλά επιβεβαίωσαν την αξιολόγηση της Κύπρου στο ΒΒΒ (high) με σταθερό το outlook. Τα φώτα είναι περισσότερο στραμμένα πιθανόν στην αξιολόγηση των Moody’s, καθώς ναι μεν δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας τον Μάιο, αλλά αναβάθμισε το «outlook» της χώρας από σταθερό σε θετικό. Αυτό σημαίνει αυτομάτως πως αυξάνονται οι πιθανότητες να αναβαθμίσει το αξιόχρεο της χώρας στην αξιολόγησή του στους επόμενους μήνες. Ο Moody’s έχει αξιολογήσει τη χώρα στο Baa2 (θετικό). Συνοψίζοντας τα άνωθεν, οι οιωνοί για περαιτέρω αναβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας είναι καλοί, με την οικονομία να ωφελείται σε μεγάλο βαθμό εάν εντέλει προκύψουν θετικά νέα.

Αυξάνονται οι δαπάνες

Οι οίκοι δεν δρουν προληπτικά και δεν προειδοποιούν. Όταν όμως δουν πως κάτι δεν βαίνει καλώς σε ένα κράτος, όπως π.χ. να αυξάνονται οι δαπάνες του, τότε είτε κρατούν στάση αναμονής, είτε λειτουργούν ακόμη και αντιστρόφως, με αρνητικές αξιολογήσεις. Το μομέντουμ για το κράτος είναι θετικό και δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος, αλλά οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί, ιδίως σε σχέση με τις δαπάνες του κρατικού μισθολογίου που αυξάνονται συνεχώς.

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στο πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου προχώρησε στην ενδιάμεση έκθεσή του, που βλέπει βραδεία αύξηση δαπανών σε σχέση με τα έσοδα. Όπως αναφέρει σχετικά, οι δαπάνες τις γενικής κυβέρνησης το πρώτο 5μηνο κατέγραψαν αύξηση κατά 7,7%, ενώ για την κεντρική κυβέρνηση, κατά 7%. Σημειώνεται ωστόσο στην ενδιάμεση έκθεση πως, η εξοικονόμηση προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση δαπανών για χορηγίες (-19,9%), για την ενδιάμεση κατανάλωση (-9,3%) και για τη διαμόρφωση πάγιου κεφαλαίου (-16,3%), ενώ και οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες της κεντρικής κυβέρνησης επίσης κινήθηκαν με μικρή μείωση κατά -1.4%. Σε σημαντικό βαθμό, η συγκράτηση των συνολικών δαπανών για το α΄ πεντάμηνο, βασίστηκε επιπλέον στις Κεφαλαιακές Δαπάνες (-34%) και στη Διαμόρφωση Ακαθάριστου Πάγιου Κεφαλαίου (-33,8%), με τη συνολική μείωση να ανέρχεται σε 117,1 εκατ. ευρώ.

Υπογραμμίζει το Συμβούλιο δε, ότι η συνέχιση των αυξητικών τάσεων όσον αφορά στις λειτουργικές δαπάνες και τις τρέχουσες δαπάνες, συνεχίζουν να καταγράφουν εκ νέου αύξηση. Στην κεντρική κυβέρνηση, οι τρέχουσες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 241,1 εκατ. ευρώ (6,9%). Έτσι, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν μεν, αλλά με ρυθμούς σαφώς χαμηλότερους από εκείνους της αύξησης εσόδων, γεγονός που μεταφράστηκε φυσιολογικά σε αυξημένο δημοσιονομικό πλεόνασμα για τους πρώτους πέντε μήνες του έτους. Εκτιμάται πως η πλεονασματική εικόνα θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους, ενώ η πτωτική τάση στο δημόσιο χρέος, βάσει του σχεδιασμού που ακολουθεί το υπουργείο Οικονομικών, κρίνεται ως επιτεύξιμη, νοουμένου ότι οι ανελαστικές δαπάνες θα συγκρατηθούν την περίοδο 2025-2027 σε ρυθμούς αύξησης χαμηλότερους από εκείνους του 2023 και 2024.

Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι, η συνέχιση της ιδιαίτερα θετικής δημοσιονομικής πορείας -η οποία κρίνεται ως απόρροια της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί το υπουργείο Οικονομικών- θα εξαρτηθεί από την πολιτική βούληση για σύγκλιση των ρυθμών αύξησης των κρατικών δαπανών (και δη των ανελαστικών) σε επίπεδα που να συνάδουν με τον μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης των κρατικών εσόδων. Κύριος λόγος προβληματισμού είναι η αύξηση των ανελαστικών δαπανών με ρυθμούς που βασίζονται σε προσωρινές συνθήκες αυξημένων εσόδων, οι οποίες μάλιστα δεν είναι πλήρως κατανοητές ούτε από την πολιτική ηγεσία, ούτε από αναλυτές και τεχνοκράτες.

Ωστόσο, κινήσεις όπως την πρόσφατη απόφαση για νέες αυξήσεις στο κόστος του κρατικού μισθολογίου, και μάλιστα χωρίς να εντοπίζεται καμία παράλληλη κίνηση για τη βελτίωση της παραγωγικότητας της κρατικής μηχανής, επιδεινώνουν την ασυνάφεια μεταξύ, αφενός του κόστους που επωμίζεται η κοινωνία και η οικονομία, και αφετέρου του οφέλους που αυτές αποκομίζουν.

«Η συνέχιση της αύξησης του κόστους του κρατικού μισθολογίου, και δη χωρίς την παράλληλη αύξηση της ποιότητας της κρατικής μηχανής, αποτελεί μία από τις σοβαρότερες ανησυχίες για την πορεία των δημοσίων οικονομικών τα επόμενα χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ανελαστικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται σε απόλυτο ποσό αλλά κυρίως ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του κράτους, η ανισορροπία που δημιουργείται θα απαιτήσει σοβαρές και κατά πάσα πιθανότητα δύσκολες, πολιτικά, αποφάσεις, όπως προκύπτει και από την μετά από πρόσκληση της Δημοκρατίας ανάλυση του ΔΝΤ», καταλήγει.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X