Kathimerini.gr
Οι κορυφαίοι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρώπης δήλωσαν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά, παρά τα στοιχήματα των αγορών πως η εξασθενημένη ανάπτυξη θα αναγκάσει την ΕΚΤ να μειώσει το κόστος δανεισμού. Ο Αντριου Μπέιλι, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, σημείωσε ότι είναι πρόωρη κάθε συζήτηση για μείωση των επιτοκίων, παρότι ο επικεφαλής οικονομολόγος της κεντρικής τράπεζας, Χιου Πιλ, ανέφερε αυτή την εβδομάδα ότι οι αγορές είναι λογικό να περιμένουν μείωση στα μέσα του 2024.
«Είναι πραγματικά πολύ νωρίς για να μιλάμε για μείωση των επιτοκίων. Η αγορά θα φθάσει σε αυτό το σημείο. Αυτό το καταλαβαίνω. Ομως, αυτή τη στιγμή δεν μιλάμε γι’ αυτό». Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν, ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ Χοακίμ Νάγκελ και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιρλανδίας, Γκάμπριελ Μακλούφ, απηύθυναν αντίστοιχες προειδοποιήσεις ότι τα επιτόκια θα χρειαστεί να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Αρκετοί αξιωματούχοι επισήμαναν ότι εξακολουθούν να θέλουν να δουν τις επιχειρήσεις να μειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους –και τις κυβερνήσεις τα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους– για να πεισθούν ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει επαρκώς.
«Το τελευταίο μίλι προτού φθάσουμε στον στόχο του 2% θα είναι το πιο δύσκολο. Στο σημερινό περιβάλλον του υψηλού πληθωρισμού, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι περιοριστική», είπε ο Νάγκελ. Η σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η ασθενέστερη ανάπτυξη στην Ευρώπη έχουν κάνει τις αγορές να προεξοφλήσουν αρκετές επιτοκιακές μειώσεις στις μεγάλες οικονομίες το επόμενο έτος.
Οι επενδυτές έχουν ήδη προεξοφλήσει τρεις μειώσεις των επιτοκίων μέσα στο 2024 από την Τράπεζα της Αγγλίας, παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας ότι η πολιτική θα παραμείνει σφιχτή για παρατεταμένη περίοδο. Στην Ευρωζώνη, οι αγορές προεξοφλούν επιτοκιακές μειώσεις των 75 μονάδων βάσης από την ΕΚΤ έως τον Απρίλιο.
Στις ΗΠΑ, οι traders αναμένουν ότι η Fed θα διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά έως τα μέσα του 2024, παρότι τα «γεράκια» της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, όπως ο διοικητής Μίτσελ Μπόουμαν, υποστηρίζουν ότι το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί περαιτέρω εάν πάψει η πρόοδος στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ή εάν αποδειχθεί ότι το σημερινό επίπεδο των επιτοκίων είναι ανεπαρκές για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% σε εύθετο χρόνο.