ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ανοίγει ο δρόμος για αγωγές 2 - 3 δισ. στην ΚΔ

Θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου η απόφαση για τον κουρεμένο Ρώσο που τον δικαιώνει το επαρχιακό δικαστήριο Λεμεσού

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Σε περίπτωση που το Εφετείο επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δικαιώνει κουρεμένο Ρώσο της Λαϊκής Τράπεζας θα δημιουργήσει προηγούμενο, με προεκτάσεις που θα φτάσουν τα 2 – 3 δισ. στα οικονομικά του κράτους.

Μακρινό σενάριο μεν, αλλά «εφιαλτικό» εάν αρχίσει το κράτος να φλερτάρει με αποζημιώσεις μερικών δισ. ευρώ, καθώς όπως είναι φυσικό θα ανοίξει ο δρόμος για αγωγές δισεκατομμυρίων στην ΚΔ από τους κουρεμένους καταθέτες. Μία τέτοια απόφαση δε, να δοθούν αποζημιώσεις ύψους 780 χιλιάδων ευρώ στον καταθέτη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας εκτός από τους κουρεμένους της Λαϊκής Τράπεζας, ανοίγει και το παράθυρο και την «όρεξη» για κουρεμένους και της Τράπεζας Κύπρου, κάτι το οποίο μεγεθύνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα που πάει να γεννηθεί.

Το βάρος που θα καλεστεί να πληρώσει το κράτος σε περίπτωση που το Εφετείο επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι τεράστιο για τα δημόσια οικονομικά. Εάν καταβάλει στο Ρώσο καταθέτη της πρώην Λαϊκής το ποσό που το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αποφάσισε πως δικαιούται, τότε θα ακολουθήσουν «βροχές» οι κινήσεις και από άλλους κουρεμένους καταθέτες. Αξίζει να σημειωθεί πως, μετά τις χθεσινές εξελίξεις που το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δικαίωσε καταθέτη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας για το κούρεμα καταθέσεων του 2013, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θα καταχωρήσει έφεση εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Σημειώνεται πως, ο κουρεμένος καταθέτης δικαιώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και επεδίκασε αποζημίωση 780 χιλιάδων ευρώ στον καταθέτη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας. Λίγο κάτω από τα 4 δισ. ευρώ ήταν το κούρεμα καταθέσεων που υπέστη η πρώην Λαϊκή Τράπεζα που τελικά οδηγήθηκε σε κλείσιμο.

Γ. Παντελή: Πολλές πιθανότητες για δικαίωση της ΚΔ

Μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την απόφαση του Δικαστηρίου Λεμεσού και συγκεκριμένα για την έφεση που αναμένεται να προχωρήσει ο Γενικός Εισαγγελέας, αρκέστηκε να αναφέρει ότι, «υπάρχουν αρκετές πιθανότητες λαμβανομένου υπόψη των προηγούμενων αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων για δικαίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Πρόσθετα, ο κ. Παντελή απάντησε καταφατικά πως αν δοθούν τα χρήματα στον Ρώσο καταθέτη τότε πράγματι θα δημιουργηθεί «προηγούμενο».

ΣΥΚΑΛΑ: Πρώτη απόφαση που δεν είναι με το αφήγημα της ΚΤΚ

Από πλευράς του ο Πρόεδρος του ΣΥΚΑΛΑ, κ. Άδωνις Παπακωνσταντίνου σχολιάζοντας την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λεμεσού προς τον Ρώσο καταθέτη της πρώην Λαικής είπε, πως, «ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δικαστήριο δεν δέχθηκε το συνηθισμένο και λανθασμένο αφήγημα της Κεντρικής που λέει ότι αν δεν γίνονταν οι κινήσεις της ΚΤΚ δεν θα γινόταν κατορθωτό να προστατευθούν οι πρώτες 100 χιλιάδες και όλα τα συναφή».

Ο κ. Παπακωνσταντίνου θέλησε σε αυτό το σημείο να δώσει «συγχαρητήρια» στον Επαρχιακό Δικαστή που όπως είπε, «μπήκε στον κόπο να ερευνήσει, να δει, να ακούσει πως όντως το κράτος και η Κεντρική πλημμελώς χειρίστηκαν τα θέματα για να φτάσουμε όπως φτάσαμε το 2013». Ο κ. Παπακωνσταντίνου υπέδειξε ότι, το κράτος έχει πολλά χρήματα και μπορεί να αντέξει όλα τα νομικά έξοδα από εδώ και πέρα για να πάνε σε όλα τα επίπεδα δικαστικής εξουσίας. «Εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν αυτές τις νομικές διαδικασίες είναι οι κουρεμένοι καταθέτες των οποίων αφαίρεσαν τις αποταμιεύσεις 10 χρόνια πριν και η πραγματικότητα είναι αυτή», συμπλήρωσε.

Η απόφαση για διαπίστωση ευθύνης ή μη της ΚΔ

Σύμφωνα με τα γραφόμενα της απόφασης ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στη σελίδα 106, είναι διατυπωμένα τα κάτωθι.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα και τη νομική πτυχή που διέπει την παρούσα υπόθεση, κρίνεται ότι η ΚΔ επέδειξε την απαιτούμενη αμέλεια έναντι του ενάγοντα, ως καταθέτη της Λαϊκής για τους ακόλουθους λόγους:

Η ΚΔ δεν αποτάθηκε έγκαιρα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για δανεισμό με δεδομένο ότι ο δανεισμός ήταν απαραίτητος γι’ αυτήν, γεγονός που μεταξύ άλλων δεν της επέτρεπε να ζητήσει επιμήκυνση στην απομείωση των ΟΕΔ, όπως έπραξε η ελληνική κυβέρνηση. (Μόνο αν ήταν σε μνημόνιο). Αργότερα και στη συνέχεια βασίστηκε, χωρίς σοβαρότητα και προγραμματισμό, στην επιλογή του δανεισμού χωρίς να γνώριζε τις ανάγκες των τραπεζών, οι οποίες ήταν πολύ ψηλότερες από τις ανάγκες του κράτους, χωρίς σχέδιο Β, ενώ (Με τη Συμφωνία των Αρχηγών Κρατών ημερομηνίας 26.10.2011) είχε την υποχρέωση και γνώριζε πως αν οι τράπεζες δεν κατόρθωναν από μόνες τους να ανακεφαλαιοποιηθούν, τα κράτη θα τις στήριζαν, οπότε, όταν δεν εγκρίθηκε το δάνειο που ζήτησε βρέθηκε μπροστά σε ανεπιθύμητα διλήμματα και μονόδρομους, χάριν στην απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για αποκοπές μισθών αλλά και να πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να εξασφάλιζε δάνειο, γεγονός που την οδήγησε στη ψήφιση του Ν.17(Ι)/2013. Η ΚΔ ανέλαβε ευθύνη δια των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του ΠτΔ ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο ενάγοντας να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά δια της απώλειας τους. Την ευθύνη για την προστασία των καταθετών ανέλαβε η ΚΔ και νωρίτερα δια της καταβολής €1,8 δις για την αγορά των Δικαιωμάτων Προτίμησης που εξέδωσε η Λαϊκή Τράπεζα τον Ιούνιο του 2012. Δεν παραγνωρίστηκε η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης 2 (ΚΔ) ότι ο ΠτΔ πίστευε ειλικρινά όταν έκανε τη σχετική δήλωση, πως θα πετύχαινε την αποφυγή του «κουρέματος» των καταθέσεων, ωστόσο και με αυτή την εκδοχή κρίνεται πως ενισχύεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ΚΔ ανέλαβε την ευθύνη της προστασίας των καταθετών και των δικαιωμάτων τους, πλην όμως δια της προγενέστερης χρονικά αμέλειας της, ως έχει πιο πάνω επεξηγηθεί, προκάλεσε εντέλει ζημιά στα συμφέροντα του ενάγοντα ως καταθέτη.

Η εγγύτητα της ΚΔ εδράζεται στις συνταγματικές υποχρεώσεις της για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Δημοκρατία, ειδικότερα του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και στη θετική υποχρέωση που είχε για την εν λόγω προστασία.

Η προβλεψιμότητα συνίσταται στο γεγονός ότι εύλογα μπορούσε να προβλέψει, και/η ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, δεδομένων των δικών της οικονομικών αναγκών, πως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις δύο συστημικές τράπεζες, θα ήταν η κατάρρευση των δύο συστημικών τραπεζών και κατ’ επέκταση η απώλεια των καταθέσεων, ή μέρος αυτών, των καταθετών.

Κατάληξη του Δικαστηρίου αποτελεί πως η απομείωση των καταθέσεων του ενάγοντα οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της ΚΔ και στη σοβαρή αμέλεια της ΚΤΚ και όχι σε λόγους που αφορούν τους κανόνες της αγοράς. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009 δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την ΚΤΚ ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, και της προστασίας των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα. Επακόλουθο όλων η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του ενάγοντα. Είναι χρήσιμο ακόμη να επισημανθεί πως αν και υπήρχαν ανεξασφάλιστοι καταθέτες, οι οποίοι είχαν καταθέσεις σε υποκατάστηματα της Λαϊκής στην Ελλάδα, αυτών δεν απομειώθηκαν οι καταθέσεις παρά μόνο οι καταθέτες στην Κύπρο, οι οποίοι όμως θα έπρεπε να τύχουν της ισότητας νόμου (βλέπε Άρθρο 28 του Συντάγματος). Συνακόλουθα κρίνεται πως ακόμη και στο πλαίσιο εφαρμογής της νομοθεσίας Ν.17(Ι)/2013 δεν επιτεύχθηκε ένα λογικό ισοζύγιο μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων (βλ. σκέψη 43 υπόθεση Pressos Compania Naviera SA κα v Βελγίου (App. No. 17849/91 ΕΔΑΔ,) ημερομηνίας 20.11.1995).

Επιπλέον και ανεξάρτητα των προαναφερόμενων ως προς την ευθύνη της ΚΔ, κρίνεται πως αυτή ευθύνεται και εκ προστήσεως, ούτως ή άλλως, υπό τα γεγονότα της υπόθεσης, στη βάση του Άρθρου 172 του Συντάγματος λόγω της ευθύνης της ΚΤΚ στην πρόκληση ζημιογόνας και άδικης πράξης έναντι του ενάγοντα, δια της σοβαρής αμέλειας στηριζόμενης στις πράξεις και παραλείψεις της ΚΤΚ, κατά την άσκηση αμελώς του εποπτικού της καθήκοντος, αποκλίνοντας από την εξουσία που είχε για πιο αποτελεσματική παρέμβαση προκειμένου να προστατεύονταν τα συμφέροντα των καταθετών και του ενάγοντα.

Αναφορικά με τη θέση του ενάγοντα σ’ ότι αφορά τη συνταγματικότητα και την εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013 κρίνεται πως η λήψη μέτρων εξυγίανσης, υπό τις περιστάσεις που διαμορφώθηκαν το 2013, ήταν δικαιολογημένη, εφόσον το κράτος πλέον αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να προστατευθεί όσο ήταν δυνατό το δημόσιο γενικότερο συμφέρον. Δεν επρόκειτο απλά για την ενίσχυση κάποιου ταμείου. Τα μέτρα εξυγίανσης ως προκύπτει από τα ευρήματα ήταν μονόδρομος προκειμένου να διασωθεί η οικονομία του κράτους και να αποφευχθεί η χρεωκοπία και όλες οι επακόλουθες συνέπειες ως αυτές περιγράφονται στα ευρήματα. Υπό τις περιστάσεις ο Ν.17(Ι)/2013 δεν είναι επιτρεπτό να κριθεί αντισυνταγματικός. Άλλωστε, κατά το χρόνο που ψηφίστηκε, οι καταθέσεις του ενάγοντα κινδύνευαν ούτως ή άλλως να απωλεσθούν ή να ακολουθήσει εκκαθάριση το αποτέλεσμα της οποίας προφανώς δεν θα έσωζε το σύνολο των καταθέσεων του. Συνεπώς η όποια ζημιά του δεν ήταν προϊόν της ψήφισης του Ν.17(Ι)/2013 αλλά των αμελών πράξεων της ΚΔ και της ΚΤΚ που οδήγησαν στη ψήφιση του, ως αυτές έχουν καταγραφεί προγενέστερα (βλέπε και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18, Counsil v. K. Chrysostomides & Co. and Others, ECLI:EU:C:2020:1028, αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας).

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X