Του Παύλου Νεοφύτου
Θετικές με την πρόταση νόμου για περιορισμό της χρήσης μετρητών μέχρι το ποσό των 10.000 ευρώ για μία αγορά, την οποία συζητά από σήμερα η Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, είναι οι αρμόδιες αρχές του κράτους, συγκεκριμένα το Τμήμα Τελωνείων, η Κεντρική Τράπεζα, η ΜΟΚΑΣ, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Τμήμα Φορολογίας. Υπέρ τάσσεται και ο Σύνδεσμος Τραπεζών, ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης θεωρεί ότι η πρόταση νόμου ως έχει δε συνάδει με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό κανονισμό που εγκρίθηκε την περασμένη Άνοιξη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Από την πλευρά του ο έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, ζήτησε αυστηροποίηση της ποινής. Συγκεκριμένα να προστεθεί η ποινή φυλάκισης. Σύμφωνα με την πρόταση νόμου, πρόσωπο που εμπορεύεται αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση των διατάξεων, θα είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που εισπράχθηκε από ρευστά διαθέσιμα.
Επίσης ο κ. Μαρκίδης εισηγήθηκε σταδιακά το όριο να κατεβεί στα 1.000-2.000 ευρώ, δίνοντας προηγουμένως χρόνο στους πολίτες να προσαρμοστούν. Πρότεινε, μετά από δύο - τρία χρόνια η οροφή να φτάσει στα 5.000 ευρώ και στο τέλος, στα πέντε χρόνια, στα 1.000 – 2.000 ευρώ. «Η θέση μας πάντοτε ήταν ότι τα μετρητά είναι ένας τρόπος για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα», τόνισε.
Αίσθηση προκάλεσε η αναφορά από την προϊστάμενη της ΜΟΚΑΣ, Μαρία Κυρμίζη-Αντωνίου, ότι η υφιστάμενη νομοθεσία δεν έχει δώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια η ΜΟΚΑΣ δεν έχει λάβει καμία αναφορά υόποτης συναλλαγής από εμπόρους αγαθών για μετρητά πάνω από 10.000 ευρώ, οι οποίοι αποτελούν συγκεκριμένο ελεγχόμενο φορέα. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η ΜΟΚΑΣ δεν έλαβε καμία αναφορά από πωλητή αυτοκινήτων, χρυσοχόο, πωλητή έργων τέχνης ή πωλητή γούνων. Λόγω αυτής της εικόνας η κα Αντωνίου τάχθηκε υπέρ της πρότασης νόμου.
Υπενθυμίζεται ότι αφορμή για την κατάθεση της πρότασης από τον πρόεδρο της Επιτροπής, Δημήτρη Δημητρίου. ήταν ο σάλος που δημιούργησε τον περασμένο Μάρτιο η διαπίστωση ότι οι πύλες εισόδου στη Δημοκρατία είναι ευάλωτες όσον αφορά στην εισροή υπέρογκων ποσών σε μετρητά, μετά τη σύλληψη 31χρονης Ουκρανής, η οποία σε συνεχόμενα ταξίδια στην Κύπρο φερόταν να είχε μεταφέρει ανεμπόδιστη €8 εκατ. στην Κύπρο από το αεροδρόμιο.
Ποινή μέχρι 10% του ποσού
Αναλυτικά, η πρόταση νόμου, την οποία κατέθεσε ο πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, για καθορισμό ορίου συναλλαγών μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα έναντι αγαθών ή υπηρεσιών, τροποποιεί τους περί της παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες νόμους του 2007 εώς 2023, ως εξής: «Πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, δύνανται να εισπράττουν ή να καταβάλλουν πληρωμή σε ρευστά διαθέσιμα μόνο έως του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ (€10.000) ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, ανεξαρτήτων του εάν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες της μίας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους». Πρόσωπο που εμπορεύεται αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων, θα είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που εισπράχθηκε από ρευστά διαθέσιμα».