Του Γιάννη Ιωάννου
Εξαιρετικά μεγάλη αύξηση παρατηρείται τους τελευταίους μήνες στις τιμές λιανικής πώλησης φρέσκων φρούτων και λαχανικών (φθαρτών) σε σχέση με την τιμή παραγωγής τους. Σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών, οι εν λόγω πληθωριστικές τάσεις που σημειώνονται επηρεάζουν οριζόντια όχι μόνο το μέσο νοικοκυριό και τους τελικούς αποδέκτες (καταναλωτές), ιδίως το καλοκαίρι λόγω εποχικότητας, αλλά και τους φθαρτοπαραγωγούς που δεν αμείβονται σύμφωνα με την τιμή με την οποία τελικά καλείται να επωμιστεί ο καταναλωτής, αλλά σε τιμές κόστους.
Πεσμένοι και οι παραγωγοί
Σύμφωνα με όσα δημοσίευσε ο Σύνδεσμος Καταναλωτών (ΚΣΚ) σε έρευνα που καλύπτει 30 είδη φρούτων και λαχανικών με βασική θέση στον οικογενειακό προϋπολογισμό του μέσου νοικοκυριού, υπάρχουν ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία που δεικνύουν προς την υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών των φθαρτών που ξεπερνά το λογικό συνολικό ποσοστό μικτού κέρδους και για τον ίδιο τον παραγωγό. Σε 27 από τα 30 είδη φρούτων και λαχανικών που εξετάζονται πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό μικτού κέρδους στη τιμή με την οποία αμείβεται ο φθαρτοπαραγωγός ξεπερνά το 107% -ιδιαίτερα αυξημένο νοουμένου πως το μικτό κέρδος για τους τελευταίους ανέρχεται σε 50-60% επί της τιμής με την οποία πληρώνονται.
Μπανάνες… απλησίαστες
Οι μπανάνες εντόπιας παραγωγής, τα τοματίνια (ντομάτες cherry), οι πολύ δημοφιλείς φράουλες, και τα κυπριακά βαζάνια (μελιτζάνες) κατέχουν το ποσοστό-ρεκόρ διαφοράς μεταξύ της τιμής του παραγωγού και της τελικής διαμορφωθείσας τιμής στη λιανική πώληση σε φρουταρίες και υπεραγορές. Συγκεκριμένα, στις ντόπιες μπανάνες το ποσοστό διαφοράς μεταξύ της τιμής παραγωγού και της λιανικής τιμής φθάνει το 171% (!) και στις ντομάτες τύπου cherry στο 120% -δεδομένου πως τα εν λόγω προϊόντα έχουν και επιπλέον κόστη ωρίμανσης και συσκευασίας. Οι φράουλες (κυπριακές, πεδινής παραγωγής), τα καρότα, οι μελιτζάνες και τα κρεμμύδια (κεφαλές) διατηρούν επίσης μεγάλες διαφορές, με τη διαφορά να διαμορφώνεται σε 107%, 97%, 97% και 92% αντίστοιχα. Υπενθυμίζεται πως ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών υπολόγισε τα ως άνω στοιχεία σε ένα χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 2024 (σ.σ. 18 Απριλίου με 4 Ιουλίου) όπως αυτά δημοσιεύτηκαν επίσημα στο app «e-κοφίνι» του υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος.
Θέμα ρύθμισης
Όπως διαφαίνεται, η εποχικότητα, οι κλιματολογικές συνθήκες και οι εμπορικές πρακτικές (μεσάζοντες) επηρεάζουν άμεσα το φθαρτεμπόριο, σε μια εποχή που υπάρχουν αυξημένες πληθωριστικές τάσεις στην Κύπρο και διεθνώς, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση των τιμών λιανικής. «Το πρόβλημα αυτό θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να αντιμετωπιστεί από τις αρμόδιες Αρχές» αναφέρει ο Σύνδεσμος Καταναλωτών, προσθέτοντας ότι «η λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων είναι επιβεβλημένη γιατί το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τους καταναλωτές σε μια παρατεταμένη περίοδο ακρίβειας, αλλά και τους παραγωγούς, οι οποίοι δεν αμείβονται σύμφωνα με την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής».
Το ιστορικό
Ενδεικτικά σύμφωνα με όσα παραθέτει ο Σύνδεσμος Καταναλωτών, από το 1969 μέχρι το 1998 τα ανώτατα ποσοστά κέρδους στη λιανική τιμή πώλησης των φρούτων και των λαχανικών καθορίζονταν από διατάγματα. Τα ποσοστά αυτά ήταν σε ισχύ για 29 συνεχή χρόνια χωρίς τροποποίησή τους. «Το γεγονός αυτό οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα καθορισμένα τότε ανώτατα ποσοστά κέρδους λιανικής πώλησης τύγχαναν αποδοχής και θεωρούνταν λογικά από όλους τους ενδιαφερόμενους», επισημαίνεται. Επιπλέον, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι από το 1991 μέχρι το 1998, οι χονδροπώλες φθαρτών ήταν υποχρεωμένοι να εκδίδουν στον παραγωγό, μέσα σε τρεις μέρες από τη διάθεση των φθαρτών, απόδειξη που να δείχνει την ποσότητα και την τιμή που διατέθηκαν τα φθαρτά, το ολικό ποσό χρημάτων που εισπράχθηκε, όπως επίσης και το ποσό προμήθειας που αποκόπηκε για τις υπηρεσίες τους, το οποίο κατά μέσο όρο ανερχόταν -σταθερά σχετικά- στο 15%.