Kathimerini.gr
Το «φιλί της ζωής» δίνουν στην οικονομία της νότιας Ευρώπης οι Αμερικανοί τουρίστες που συρρέουν μαζικά για να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλάζοντας τους συσχετισμούς οικονομικής ισχύος στη Γηραιά Ηπειρο. Ο υπερτουρισμός αποτελεί ευκαιρία, αλλά και απειλή που απαιτεί μια ολοκληρωμένη και πολύπλευρη προσέγγιση, λένε οι αναλυτές. Στα μπαρ, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια που πλαισιώνουν τα λιθόστρωτα δρομάκια της Λισσαβώνας, οι δουλειές πάνε τόσο καλά, που ο δήμαρχος Κάρλος Μοέδας μείωσε πρόσφατα τον τοπικό φόρο εισοδήματος για τους κατοίκους. Με οικονομική ανάπτυξη 8,2% πέρυσι και αύξηση 20% των φορολογικών εσόδων σε σχέση με την προπανδημική περίοδο, οι δημοτικές αρχές έκαναν επίσης δωρεάν τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τους νέους και τους ηλικιωμένους. Κτίρια αιώνων αναπαλαιώνονται, ένα νέο αεροδρόμιο, διπλάσιο σε μέγεθος από το υπάρχον, βρίσκεται στα σκαριά, όπως επίσης και μια τρίωρη σιδηροδρομική σύνδεση υψηλής ταχύτητας με τη Μαδρίτη.
Το παράδειγμα της Λισσαβώνας επαναλαμβάνεται σε όλη τη νότια Ευρώπη που –χάρη στους Αμερικανούς επισκέπτες κατά κύριο λόγο– βιώνει μία άνευ προηγουμένου τουριστική έκρηξη σε μέρη που αποτελούσαν σύμβολα οικονομικής στασιμότητας, δημιουργώντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και γεμίζοντας τα ταμεία κυβερνήσεων.
Το «success story» της Μεσογείου ξαναγράφει την πρόσφατη οικονομική ιστορία της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 2010, η Γερμανία και άλλες οικονομίες με βαριές μεταποιητικές βιομηχανίες βοήθησαν στην έξοδο της Γηραιάς Ηπείρου από την κρίση χρέους χάρη στις ισχυρές εξαγωγές αυτοκινήτων και αγαθών, ειδικά στην Κίνα. Σήμερα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία συμβάλλουν από το 1/4 έως το μισό της ετήσιας ανάπτυξης του μπλοκ. Ενώ η οικονομία της Γερμανίας κατρακυλάει, η Ισπανία είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία της Ευρώπης. Σχεδόν τα ¾ της πρόσφατης ανάπτυξης της χώρας και μία στις τέσσερις νέες θέσεις εργασίας συνδέονται με τον τουρισμό, ενώ στην Ελλάδα που κερδίζει έδαφος μετά την πανδημία, το 44% όλων των θέσεων εργασίας συνδέεται με τον τουρισμό. Το βραχυπρόθεσμο μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό, ορισμένοι οικονομολόγοι, κάτοικοι και πολιτικοί ωστόσο ανησυχούν για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της «έκρηξης». Τα ενοίκια και άλλα έξοδα διαβίωσης αυξάνονται σε δημοφιλείς προορισμούς, καθιστώντας δυσκολότερο για πολλούς ντόπιους να τα βγάλουν πέρα. Παράλληλα, η αυξημένη εστίαση στον τουρισμό, ο οποίος αποφέρει γρήγορο κέρδος αλλά παραμένει μια δραστηριότητα χαμηλής παραγωγικότητας, συνδέει αυτές τις οικονομίες σε μια άκρως κυκλική βιομηχανία. Κινδυνεύει επίσης να κρατήσει τους εργαζομένους και το κεφάλαιο μακριά από πιο κερδοφόρους τομείς, όπως η τεχνολογία και η μεταποίηση.
Η μεγάλη αύξηση των Αμερικανών τουριστών αποτελεί τονωτική ένεση για τις τουριστικές βιομηχανίες σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία.
«Μπορεί λοιπόν αυτή η αναδυόμενη “οικονομία των μουσείων” να στηρίξει τη δημιουργία πλούτου και τα συστήματα πρόνοιας που έχουν συνηθίσει οι Ευρωπαίοι από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Και τι γίνεται αν πέσει το δολάριο και φύγουν οι τουρίστες;» διερωτάται η Wall Street Journal. Ο δήμαρχος της Λισσαβώνας είναι πεπεισμένος ότι υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω ανάπτυξη. Ο τουρισμός παράγει τώρα το ένα πέμπτο της οικονομικής παραγωγής στη Λισσαβώνα και υποστηρίζει μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Πορτογαλίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 8% μεταξύ 2019 και 2024, σε σύγκριση με λιγότερο από 1% για τη Γερμανία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ.
Η τάση είναι μέρος μιας παγκόσμιας αναπροσαρμογής μετά τα lockdowns της COVID-19. Οι δαπάνες για ταξίδια παγκοσμίως αυξήθηκαν επτά φορές ταχύτερα από την παγκόσμια οικονομία τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την Oxford Economics, μοτίβο που αναμένεται να συνεχιστεί την επόμενη δεκαετία. Η Ευρώπη, ιδίως ο Νότος, έχει ωφεληθεί περισσότερο από άλλες περιοχές. Αν και φιλοξενεί μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, η Ε.Ε. έλαβε πέρυσι περίπου το ένα τρίτο όλων των διεθνών τουριστικών δολαρίων, πάνω από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια, σε σχέση με τα περίπου 150 δισ. δολάρια των ΗΠΑ, όπου ο τουρισμός έχει καθυστερήσει να ανακάμψει.
Κι ενώ ο τουρισμός ενισχύει τα ταμεία, σημάδια δυσαρέσκειας φουντώνουν σε όλη την περιοχή. Χιλιάδες ντόπιοι από τις Βαλεαρίδες Νήσους μέχρι τη Βενετία διαμαρτύρονται για τον μαζικό τουρισμό και τον συνωστισμό. Ενα συχνό τους παράπονο είναι ότι οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι είναι αμερικανικές εταιρείες, από την Airbnb έως την Uber, οι οποίες συχνά πληρώνουν ελάχιστο φόρο στα μέρη όπου κάνουν «χρυσές δουλειές».
Ορισμένοι οικονομολόγοι ανησυχούν επίσης για το ότι η διόγκωση του τουρισμού μπορεί να επιδεινώσει τις υπάρχουσες οικονομικές προκλήσεις. Οπως και η ανακάλυψη του πετρελαίου, η νέα εστίαση της νότιας Ευρώπης στον τουρισμό μπορεί να παραγκωνίσει τις δραστηριότητες υψηλότερης αξίας συγκεντρώνοντας κεφάλαια και εργάτες, ένα φαινόμενο που ορισμένοι αναλυτές βάφτισαν «ασθένεια της παραλίας». Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της Ευρώπης, το να ανοίγουν οι άνθρωποι ξενοδοχεία ή εστιατόρια είναι ευκολότερο από το να αποκτούν κίνητρο να αναπτύξουν προηγμένη παραγωγή, η οποία χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει, εξηγεί ο Μάρκος Καρίας, οικονομολόγος της γαλλικής ασφαλιστικής εταιρείας Coface. «Ο τουρισμός είναι η εύκολη διέξοδος. Ποιο είναι το κίνητρο για ευρηματικότητα και δημιουργία νέας οικονομικής αξίας εάν ο τουρισμός λειτουργεί ως βραχυπρόθεσμη λύση;» διερωτάται.