
Του Γιώργου Σκαφιδά
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς… πάτρονες, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις», θα μπορούσε να πει κανείς, παραφράζοντας τον Καβάφη, με τους Αμερικανούς της νέας διοίκησης Τραμπ να αντιστοιχούν στους «πάτρονες» που τώρα αποσύρονται και τους καθ΄ημάς Ευρωπαίους, από την άλλη πλευρά, να βρίσκονται στην άβολη θέση όσων μένουν πίσω, απορημένοι αλλά και (σε έναν βαθμό) άποροι.
Εάν συμφωνούν πια σε κάτι οι «27» της Ευρωπαϊκής Ενωσης -αλλά και οι Βρετανοί, παρά το Brexit που προηγήθηκε- αυτό είναι ότι θα πρέπει πλέον όλοι μαζί (οι 27+1) να αρχίσουν να στέκονται σταθερότερα στα δικά τους πόδια, αντλώντας στήριξη κυρίως από τις δικές τους δυνάμεις και περιορίζοντας τις όποιες εξωτερικές (αμερικανικές) εξαρτήσεις.
Οι Ευρωπαίοι ως «καλοί πελάτες» των ΗΠΑ
Ευρωπαίοι αναλυτές και αξιωματούχοι παρουσιάζονται να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου (βλ. χθεσινό δημοσίευμα FT), υποστηρίζοντας ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν ακόμη και να «αφοπλίσουν» ξαφνικά κάποια από τα οπλικά συστήματα που οι ίδιοι πούλησαν στην Ευρώπη τα περασμένα χρόνια υπό την απειλή τότε της ρωσικής αναθεωρητικής επιθετικότητας την οποία δείχνει όμως τώρα να αποδέχεται πλήρως η νέα αμερικανική ηγεσία των κ.κ. Τραμπ και Μασκ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκθεση «Trends in International Arms Transfers, 2024» που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το -εδρεύον στη Στοκχόλμη- Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI), οι εισαγωγές όπλων στη νατοϊκή Ευρώπη εκτοξεύθηκαν την περίοδο 2020-2024, σημειώνοντας μια αύξηση ύψους 155% σε σύγκριση με εκείνες της περιόδου 2015-2019. Τα περισσότερα, δε, από αυτά τα οπλικά συστήματα ήταν αμερικανικής προέλευσης. Το 64% των ευρωπαϊκών αγορών οπλισμού της περιόδου 2020-2024 προήλθε από τις ΗΠΑ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52% την περίοδο 2015-2019. Διόλου τυχαία, το 2014, το οποίο παρουσιάζεται ως σημείο καμπής, ήταν η χρονιά της μονομερούς προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία. «Η διατλαντική σχέση προμήθειας όπλων έχει βαθιές ρίζες. Οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί και τα νατοϊκά ευρωπαϊκά κράτη ακόμη περιμένουν να παραλάβουν σχεδόν 500 μαχητικά αεροσκάφη και πολλά άλλα όπλα που έχουν παραγγείλει από τις Ηνωμένες Πολιτείες», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Πίτερ Βέζεμεν, ανώτερος ερευνητής στο ινστιτούτο SIPRI.
Οι Ευρωπαίοι είχαν, λοιπόν, αυξήσει κατακόρυφα τις αγορές όπλων από τις ΗΠΑ πριν από την ορκωμοσία Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου. Στο πλαίσιο μάλιστα όλων αυτών των παραγγελιών που προηγήθηκαν, οι χώρες της Ε.Ε. ακόμη «έχουν λαμβάνειν» συνολικά εκατοντάδες μαχητικά αεροσκάφη και άλλα αμυντικά συστήματα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού…
Η αμερικανική στροφή γεννά αμφιβολίες
Εν τω μεταξύ ωστόσο, μέσα σε διάστημα ολίγων εβδομάδων, η νέα διοίκηση Τραμπ παρουσιάστηκε να αλλάζει προσανατολισμό:
- διέκοψε τη ροή της στήριξης προς την Ουκρανία,
- αμφισβήτησε το ίδιο το ΝΑΤΟ (που υποτίθεται ότι είχε αναζωογονηθεί με τις ευλογίες και υπό την πίεση των ΗΠΑ έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, υποδεχόμενο νέα μέλη η ένταξη των οποίων θεωρούνταν άλλοτε αδιανόητη: τη Σουηδία και τη Φινλανδία),
- καταψήφισε μαζί με τη Ρωσία στον ΟΗΕ τις προτάσεις Ευρωπαίων και Ουκρανών,
- υποβάθμισε τη ρωσική απειλή,
- ευθυγραμμίστηκε με τις ρωσικές θέσεις στο μέτωπο της Ρουμανίας (βλ. υποψηφιότητα Γκεοργκέσκου)
- προσέβαλε ανοιχτά Ευρωπαίους αξιωματούχους (ακόμη και τον ΥΠΕΞ της Πολωνίας, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, η χώρα του οποίου δαπανά πάνω από 4% του ΑΕΠ στην Αμυνα)
- και έσπευσε -σε γενικές γραμμές- να αγκαλιάσει ως «αξιόπιστη» τη ρωσική ηγεσία.
Τι θα γίνει εάν…
Υπό αυτά τα νέα δεδομένα, Ευρωπαίοι αναλυτές διερωτώνται πια φωναχτά εάν οι ΗΠΑ του Τραμπ θα μπορούσαν να «αδειάσουν» στο μέλλον και άλλες χώρες (της Βαλτικής για παράδειγμα) όπως «άδειασαν» την Ουκρανία, ή να «αφοπλίσουν» όπλα και τεχνολογίες που έχουν οι ίδιες πουλήσει στην Ευρώπη, είτε πρόκειται για δορυφορικά δίκτυα τηλεπικοινωνιών (το Starlink του Ελον Μασκ επί παραδείγματι) είτε για αμερικανικά αεροσκάφη και συστήματα τα οποία όμως χρήζουν συνεχούς αμερικανικής στήριξης και συντήρησης για να συνεχίσουν να λειτουργούν και να θεωρούνται αξιόμαχα.
Υπό αυτά τα νέα δεδομένα, εάν δεν θέλει να καταλήξει να είναι έρμαιο όσων αποφασίζονται αλλού από άλλους, η Ευρώπη καλείται πια να επανατοποθετηθεί αναθεωρώντας και αναδιαμορφώνοντας τις σχέσεις εξάρτησης που είχε αναπτύξει τις περασμένες δεκαετίες κυρίως με τις ΗΠΑ – όπως αναγκάστηκε να αναθεωρήσει για παράδειγμα τα τελευταία τρία χρόνια, λόγω Ουκρανικού, και τις σχέσεις της ενεργειακής εξάρτησης που είχε άλλοτε με τη Ρωσία.
Συμφωνούν μεν, αλλά
Ως προς αυτό – ως προς την ανάγκη μιας εκ των έσω ανασύνταξης δηλαδή, παρουσιάζονται πια να συμφωνούν επί της αρχής όλοι οι Ευρωπαίοι (με μόνη εξαίρεση μάλλον την Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν), οι οποίοι ετοιμάζονται μάλιστα να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις αμυντικές τους δαπάνες, που είχαν όμως ήδη αυξηθεί κατά πάνω από 30% την περίοδο 2021-2024, αγγίζοντας μάλιστα επίπεδα ρεκόρ τα έτη 2023 και 2024. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι Ευρωπαίοι ετοιμάζονται πια να αξιοποιήσουν και μια σειρά από νέα «εργαλεία χρηματοδότησης», συνολικού ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως θα είναι εκείνα που προωθούνται πια στο πλαίσιο του σχεδίου ReArm Europe. Από εκεί και πέρα ωστόσο… αρχίζουν οι διαφωνίες.
Πού θα πάνε όμως -κατά προτεραιότητα- τα χρήματα του ReArm Europe; Θα πρέπει, άραγε, οι αγορές αμυντικών συστημάτων που κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη να προκρίνονται έναντι αγορών από άλλες χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. όπως είναι η Τουρκία;
Γαλλία και Γερμανία παρουσιάστηκαν να διαφωνούν σε αυτό το θέμα, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να «επιμένει ευρωπαϊκά» (ευλόγως από την πλευρά του, αφού η γαλλική αμυντική βιομηχανία ξεχωρίζει ως μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο), και τον απερχόμενο Γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς να προκρίνει ευρύτερα ανοίγματα στον αντίποδα.
«Είναι πολύ σημαντικό για εμάς τα νέα πρότζεκτ που θα τύχουν ευρωπαϊκής στήριξης […] να είναι ανοικτά και σε άλλες χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά συνεργάζονται στενά με αυτήν, όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία, η Νορβηγία, η Ελβετία ή η Τουρκία», δήλωσε ο Σολτς κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έλαβε χώρα εκτάκτως στις 6 Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Κάτι ανάλογο υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι είχε πει και ο Ολλανδός Μαρκ Ρούτε τον περασμένο Ιανουάριο, ενώπιον επιτροπής του ευρωκοινοβουλίου. «Το να συμμετέχουν στις αμυντικές βιομηχανικές προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σύμμαχοι οι οποίοι δεν ανήκουν στην Ε.Ε. είναι, πιστεύω, ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Ευρώπης», είχε δηλώσει τότε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ και πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας, κλείνοντας το μάτι στην Τουρκία, η οποία βέβαια άλλο που δεν θέλει, τρίβει τα χέρια της.
Η Τουρκία ως αγκάθι
Χώρες όπως η Ιταλία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζονται πιο πρόθυμες από άλλες να συνάψουν αμυντικά ντιλ με την Τουρκία του Ερντογάν, γράφαμε τον περασμένο Ιανουάριο στην «Κ», επικαλούμενοι όσα αναφέρονταν σε σχετικές εκθέσεις του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών (IISS).
Χώρες όπως η Γαλλία, η Ελλάδα, η Κύπρος κ.ά. βλέπουν, ωστόσο, τα πράγματα διαφορετικά σε ό,τι έχει να κάνει με την Τουρκία και με τον ρόλο του «συνδιαμορφωτή» της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας που παρουσιάζεται να διεκδικεί πια η πλευρά Ερντογάν.
Οι ενδοευρωπαϊκές διαφωνίες εκτείνονται, ωστόσο, πέραν της Τουρκίας και του όποιου ρόλου της.
Δορυφόροι
Οι Airbus, Leonardo και Thales Alenia Space -τρεις εκ των κορυφαίων αεροδιαστημικών βιομηχανιών της Ευρώπης- παρουσιάζονται για παράδειγμα, στο πλαίσιο του καλούμενου «Project Bromo», να εξετάζουν την προοπτική σύμπηξης μιας κοινοπραξίας που θα δραστηριοποιείται στο πεδίο των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων και θα μπορεί να ανταγωνιστεί όσα προσφέρουν οι εταιρείες (SpaceX, Starlink) του Ελον Μασκ. Εάν όντως γινόταν κάτι τέτοιο, οι Ουκρανοί θα μπορούσαν για παράδειγμα, βρίσκοντας άλλες ευρωπαϊκές εναλλακτικές, να απεξαρτηθούν πολύ πιο εύλογα από το δίκτυο Starlink του Μασκ στο οποίο είχαν βασίσει μεγάλο μέρος των τηλεπικοινωνιών τους τα τελευταία εμπόλεμα χρόνια. Αλλά και οι Ευρωπαίοι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα απεδείκνυαν ότι μπορούν να σταθούν πιο άνετα στα δικά τους πόδια, απαλλαγμένοι από άβολες ή επίφοβες εξαρτήσεις.
Ο ίδιος ο Μασκ προφανώς κάνει λόμπινγκ ενάντια σε μια τέτοια προοπτική, προσεγγίζοντας την ιταλική κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι στην οποία θέλει παράλληλα να πουλήσει και ένα άλλο ντιλ ύψους 1.5 δισ. δολ. που θα καθιστά τη Starlink τον βασικό πάροχο δορυφορικού internet του ιταλικού δημοσίου ανά την υφήλιο για ένα διάστημα πέντε ετών. Σημαντική σημείωση: το ιταλικό κράτος διατηρεί σημαντικά μερίδια σε Leonardo και Thales Alenia Space.
Σε μια ενδεχόμενη συνεργασία τις Airbus με τις Leonardo και Thales Alenia Space αντιδρούν ωστόσο, για τους δικούς τους λόγους, και κάποιοι Ευρωπαίοι, όπως για παράδειγμα οι Γερμανοί που δεν θέλουν να δουν τις δικές τους εταιρείες (την OHB εν προκειμένω) να παραμερίζονται ή να μένουν πίσω σε σύγκριση με εκείνες της Ιταλίας και της Γαλλίας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Politico. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, οι Airbus, Thales και OHB έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους στο πλαίσιο άλλων μεγαλεπήβολων πρότζεκτ, όπως είναι για παράδειγμα εκείνο του πολυτροχιακού συστήματος δορυφόρων IRIS², το οποίο όμως συναντά εκ των έσω εμπόδια, ενώ μετ’ εμποδίων, διαφωνιών (κυρίως γαλλογερμανικών) και μεγάλων καθυστερήσεων προσπαθούν παράλληλα να προχωρήσουν και άλλα πρότζεκτ τα οποία «τρέχουν» εδώ και χρόνια χωρίς όμως να «απογειώνονται», όπως είναι για παράδειγμα εκείνο της ανάπτυξης ενός νέου γαλλο-γερμανο-ισπανικού μαχητικού 6ης γενιάς (Future Combat Air System – FCAS)…