Kathimerini.gr
Δημήτρης Αθηνάκης
Τα δεδομένα –ή οι ενδείξεις– είναι πολλά. Η βιομηχανία της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και της τεχνολογίας αιχμής, στην περίοδο Τραμπ 2.0, ενδέχεται να περάσει σε νέα φάση, που ουδείς μπορεί να προβλέψει επακριβώς. Ωστόσο, μια πρώτη ματιά στις επιλογές των προσώπων που θα πλαισιώσουν τους στενούς του συνεργάτες και το υπουργικό του συμβούλιο δίνει έναν τόνο, αν και πολλοί λένε ότι ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να περιμένεις από τον επανεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, οι εκλεκτοί του Ντόναλντ Τραμπ για την FCC (τη διακομματική Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών) και την EPA (την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας), Μπρένταν Καρ και Λι Ζέλντιν, είναι κατά τεκμήριο θιασώτες της απορρύθμισης –κοντολογίς, της πλήρους αποδόμησης– του εκτελεστικού διατάγματος για την ασφαλή και αξιόπιστη ανάπτυξη και χρήση της τεχνητής νοημοσύνης που είχε υπογράψει ο Τζο Μπάιντεν το 2023. Σε αυτό το διάταγμα, ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος έθεσε τα θεμέλια κυρίως για τη ρύθμιση του μονοπωλίου των τεράστιων τεχνολογικών επιχειρήσεων και τη συνεπακόλουθη προστασία και της ευρύτερης αγοράς αλλά και των πολιτών.
Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο Ελον Μασκ, που είναι η επιλογή του επανεκλεγέντος προέδρου για το υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας, ένα χαρτοφυλάκιο που κυρίως θα αναζητήσει τρόπους να περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες είτε πρόκειται περί προϋπολογισμών υπηρεσιών είτε περί απομάκρυνσης ομοσπονδιακών υπαλλήλων.
Ο γρίφος του Μασκ: υπεύθυνη ανάπτυξη ή απορρύθμιση της αγοράς;
©Shutterstock
Μαζί με τους Καρ –που υποστηρίζει λιγότερους κανόνες στον τεχνολογικό τομέα, με έμφαση στην απουσία περιορισμού περιεχομένου εν είδει απόλυτης ελευθερίας του λόγου– και Ζέλντιν, ο Ελον Μασκ εγείρει ανησυχίες για την εποπτεία σε τομείς όπως το περιεχόμενο των διαδικτυακών πλατφορμών (όπως η Meta ή η OpenAI – με Ζούκεμπεργκ και Αλτμαν δηλωμένους Δημοκρατικούς) και για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις λόγω των data centers που κρίνονται ενεργοβόρα και, άρα, ρυπαντικά για το περιβάλλον και το κλίμα.
«Ο Ελον Μασκ θεωρεί, αφενός, ότι η βιομηχανία της ΑΙ είναι ανεξέλεγκτη, ως υποστηρικτής της υπεύθυνης ανάπτυξής της, αφετέρου διαθέτει το δικό του εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης. Παράλληλα, υποστηρίζει πλήρως την απουσία οποιασδήποτε ρύθμισης και νόρμας στην αγορά. Αυτό που φαντάζει ως ένα πιθανό σενάριο είναι ο ίδιος να προωθήσει ρυθμίσεις επιλεκτικά, κυρίως κατά των επιχειρηματικών του αντιπάλων. Μπορεί να επιβάλει ρυθμίσεις σε αυτούς, όπως ο Σαμ Αλτμαν, αλλά ουδείς γνωρίζει πώς θα συνεχίσει ο ίδιος με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης», σχολιάζει στην «Κ» ο Βασίλης Βασσάλος, καθηγητής Επιστήμης των Δεδομένων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών που εδώ και χρόνια εργάζεται στην επεξεργασία δεδομένων και τις μηχανές αναζήτησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιώργος Τζογόπουλος, λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE), senior fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ (Ισραήλ), συμπληρώνει ότι «έτσι κι αλλιώς, η συμμετοχή ενός τόσο ισχυρού επιχειρηματία σε μία κυβέρνηση προκαλεί προβληματισμό, καθώς ο Ελον Μασκ, σε κάθε περίπτωση, θα έχει προβάδισμα σε σχέση με τους ανταγωνιστές του στη βιομηχανία της ΑΙ. Το προβάδισμα αυτό είναι ταυτόχρονα οικονομικό-επιχειρηματικό και πολιτικό. Θα επηρεάζει τις αποφάσεις του προέδρου και θα είναι κεντρικός παίκτης στην οικεία νομοθεσία».
Τα θετικά για την αμερικανική βιομηχανία
Εξ όσων συνάγεται από τις κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και από όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ως κοινωνικοοικονομικά του δόγματα, η επερχόμενη κυβέρνηση είναι εξαιρετικά πιθανό να ευθυγραμμίσει, στο πλαίσιο της απορρύθμισης της αγοράς, τις αποφάσεις για την τεχνητή νοημοσύνη και την προσήλωσή του στην ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας.
«Το θετικό σε μια τέτοια περίπτωση για την αμερικανική βιομηχανία είναι ότι θα της δοθούν ευκαιρίες για περαιτέρω καινοτομίες και κατασκευές τεχνολογίας αιχμής», σημειώνει ο Γιώργος Τζογόπουλος. Μάλιστα, επί του θέματος, και ο Βασίλης Βασσάλος θεωρεί ότι η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη δεν θα περιοριστεί στην ανάπτυξή της, κάτι που θεωρεί εν γένει θετική εξέλιξη.
«Ο Ντόναλντ Τραμπ κατά πάσα πιθανότητα δεν θα εστιάσει τόσο στον περιορισμό του μονοπωλίου στην τεχνολογική βιομηχανία όσο στον έλεγχο του περιεχομένου και της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Εχουμε δει ότι οι πλατφόρμες του Μαρκ Ζούκερμπεργκ υπέσκαπταν τις συντηρητικές ή υπερδεξιές απόψεις που προωθούνταν σε Facebook και Instagram. Παράλληλα, όμως, ενδέχεται η νέα κυβέρνηση να επιμείνει στην αναδόμηση των μεγάλων εταιρειών σε μικρότερες, στον βαθμό που κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά του συμφέροντα», μας λέει ο Γιώργος Τζογόπουλος.
Ισως μια δυστοπία περιμένει στη γωνία
©Shutterstock/AI generated
Τα ζητήματα που εγείρονται ενώπιον ενός τέτοιου σεναρίου είναι πολλά. Αν φτάσουμε σε μία πλήρη απορρύθμιση της αγοράς της τεχνητής νοημοσύνης, τι θα συμβεί με το επιχειρηματικό περιβάλλον, όπου οι επιχειρήσεις θα αναπτύσσουν τα εργαλεία τους δίχως περιορισμούς, ηθικούς φραγμούς, λογοδοσία; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές συνέπειες χωρίς επαρκείς ρυθμίσεις στην ΑΙ σχετικά με τους μεροληπτικούς αλγορίθμους, επί παραδείγματι, για την πρόσληψη υπαλλήλων και την επιβολή του νόμου και της Δικαιοσύνης ή για την επεξεργασία των δεδομένων και τον έλεγχο έναντι των πολιτών;
«Σε μία τέτοια περίπτωση, τις ΗΠΑ περιμένει στη γωνία μία κινεζικού τύπου δυστοπία», υπογραμμίζει ο Βασίλης Βασσάλος. «Παρακολούθηση των πολιτών, έλεγχος και επιρροή του κράτους και των επιχειρήσεων, μεροληψία στην κοινωνική ασφάλιση και υγεία, αυτόματος καθορισμός των τιμών, profiling συγκεκριμένων ατόμων. Ο Τραμπ και οι συν αυτώ δεν έχουν αναστολές στη δημιουργία ενός προφίλ με βάση φυλετικά κριτήρια», συμπληρώνει ο ίδιος.
Ετσι κι αλλιώς, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Τζογόπουλος, «οι ΗΠΑ είναι κατά των περιορισμών σε ζητήματα GDPR και αυτή είναι η μεγάλη διαφωνία με την Ευρώπη, ακόμα και επί Τζο Μπάιντεν».
Αυτόνομα όπλα
Και είμαστε πάντα ενώπιον της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης σε στρατιωτικό επίπεδο. Μάλιστα, αν λάβουμε υπ’ όψιν όσα υποστηρίζει ο εκλεκτός του Τραμπ για το υπουργείο Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, η AI κατά τη θητεία της επερχόμενης κυβέρνησης ενδεχομένως να περιλαμβάνει ανάπτυξη αυτόνομων όπλων, συστήματα επιτήρησης και εργαλεία λήψης αποφάσεων στο πεδίο της μάχης. Η έμφαση στη στρατιωτική τεχνητή νοημοσύνη ευθυγραμμίζεται με την άποψη της διοίκησης για την τεχνολογία ως κρίσιμο στοιχείο της εθνικής ασφάλειας. Κάτι τέτοιο έχει, εξάλλου, ζητήσει στο παρελθόν και ο αμερικανικός Στρατός.
Από τη δυστοπία στον πραγματικό τεχνολογικό πόλεμο
Πέραν της κινεζικής δυστοπίας που αναφέρθηκε προηγουμένως από τον Βασίλη Βασσάλο, υπάρχει πάντα και ο πραγματικός πόλεμος –τεχνολογικός αλλά και εμπορικός– με την Κίνα. Κατά την άποψη, δε, του Γιώργου Τζογόπουλου δεν θα αλλάξουν πολλά από εκείνα που είχε υποστηρίξει η κυβέρνηση Μπάιντεν όσον αφορά τον περιορισμό των εξαγωγών αμερικανικής τεχνολογίας αιχμής και τους εμπορικούς δασμούς, που έτσι κι αλλιώς θα ενταθούν επί Τραμπ, αλλά όχι μόνο προς την Κίνα αλλά και προς τους παραδοσιακούς εταίρους των ΗΠΑ. «Εξάλλου, δεν τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η γεωπολιτική διάσταση στην πολιτική του. Εστιάζει απολύτως στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας του», όπως λέει ο συνομιλητής μας.
©Shutterstock/AI generated
Κι επειδή η τεχνητή νοημοσύνη και η καινοτόμος βιομηχανία θεωρούνται οι ακρογωνιαίοι λίθοι της εθνικής ασφάλειας και της οικονομικής κυριαρχίας, η επερχόμενη κυβέρνηση θα λάβει πιο εντατικά μέτρα, με ένα από αυτά να είναι ο δραστικός περιορισμός των εμπορικών συνεργασιών αμερικανικών και κινεζικών εταιρειών κυρίως στις εξαγωγές των τσιπ. Αντίστοιχη Πράξη είχε υπογράψει και ο Τζο Μπάιντεν βέβαια.
Βέβαια, σύμφωνα με αναλύσεις όπως εκείνη του GZERO, ο Ντόναλντ Τραμπ θα χρειαστεί να παράσχει κίνητρα ως αντίβαρο σε αυτούς τους περιορισμούς. Για παράδειγμα, φορολογικά κίνητρα αντί άμεσης κρατικής χρηματοδότησης, όπως έκανε το CHIPS Act του Τζο Μπάιντεν. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, έχοντας σε αυτό το ζήτημα στο πλευρό του διακομματική συναίνεση, η επερχόμενη κυβέρνηση μπορεί πολιτικά να αναστείλει ρυθμίσεις για την προώθηση της εγχώριας παραγωγής.
Αυτό, ασφαλώς, θα προκαλούσε, όπως όλα δείχνουν, έναν «αγώνα εξοπλισμών τεχνητής νοημοσύνης» που δίνει προτεραιότητα στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ηθικών κριτηρίων.
«Κι ενώ, απ’ ό,τι φαίνεται, ο επανεκλεγείς πρόεδρος δεν θα διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του όσον αφορά τη στάση έναντι της Κίνας, αυτό που προβλέπω είναι ότι τους παραδοσιακούς του εταίρους, όπως η Ευρώπη ή ο Καναδάς, θα τους αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά στον οικονομικό τομέα, κάτι που ο Τζο Μπάιντεν δεν έκανε για λόγους πολιτικής και ηθικής αρχής», τονίζει ο Γιώργος Τζογόπουλος.
Από την άλλη, όπως σημειώνει ο ίδιος, υπάρχει η πιθανότητα να τα επιβάλει όλα αυτά στην Κίνα προκειμένου να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις μαζί της, ώστε, όπως και στο παρελθόν, να καταλήξουν σε συμφωνία. «Αυτό είχε συμβεί με τη Phase 1 Trade Agreement, που όμως δεν εφαρμόστηκε λόγω πανδημίας, αφού είχε υπογραφεί στις 15 Ιανουαρίου του 2020. Εκτιμώ ότι αυτή τη φορά θα προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις εκ νέου και, τελικά, ο Τραμπ θα τηρήσει την τελική συμφωνία».