ΠΗΓΗ: Reuters
Αν ο Εμανουέλ Μακρόν πίστευε ότι ο στρατηγός χρόνος θα ήταν σύμμαχός του και ότι θα του προσέφερε μια γρήγορη νίκη εναντίον των συνδικάτων στη μεγάλη μάχη για τη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, οι χθεσινές εικόνες από τις ογκώδεις διαδηλώσεις σε δεκάδες γαλλικές πόλεις θα πρέπει να τον απογοήτευσαν. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους στη δεύτερη ημέρα απεργιακής δράσης ύστερα από την 19η Ιανουαρίου, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές αξίωναν την ακύρωση του κυβερνητικού σχεδίου που ανεβάζει το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια, ενώ επιμηκύνει την περίοδο καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα διυλιστήρια, οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ήταν οι τομείς όπου τα αποτελέσματα της απεργίας ήταν περισσότερο αισθητά. Μόνο ένα στα τρία τρένα υψηλής ταχύτητας (TGV) και ακόμα λιγότεροι τοπικοί και περιφερειακοί συρμοί κινήθηκαν χθες, ενώ ανάλογη ήταν η εικόνα στο παρισινό μετρό. Η εταιρεία Total Energies ανακοίνωσε ότι το 55% του προσωπικού από τις πρωινές βάρδιες απήργησε, ενώ τα συνδικάτα ανέφεραν ότι απείχε από την εργασία του ένας στους δύο εκπαιδευτικούς.
Παρά τις προσδοκίες της κυβέρνησης, το απεργιακό κύμα συνεχίζει να στηρίζει το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, από τις πιο διαλλακτικές, μέχρι την πιο ριζοσπαστική, την CGT. Σύμφωνα με τον Λοράν Μπερζέρ, επικεφαλής της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας, της CFDT, η συμμετοχή στις χθεσινές απεργίες και διαδηλώσεις ήταν «εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη από τις 19 Ιανουαρίου, ένα καθαρό μήνυμα προς την κυβέρνηση». Σε κοινό μέτωπο εμφανίστηκαν στις χθεσινές διαδηλώσεις και οι διάφορες συνιστώσες της Αριστεράς, με τον ηγέτη της «Ανυπότακτης Γαλλίας» Ζαν-Λικ Μελανσόν να δηλώνει από τη Μασσαλία, όπου πήρε μέρος στην τοπική απεργιακή διαδήλωση, ότι «είναι μια ιστορική μέρα, μια μορφή εξέγερσης των πολιτών» και να προαναγγέλλει κατάθεση πρότασης στην Εθνοσυνέλευση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειονότητα των Γάλλων πολιτών υποστηρίζει τις απεργίες και απορρίπτει την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια.
Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους στη δεύτερη ημέρα απεργιακής δράσης ύστερα από τη 19η Ιανουαρίου. Οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα διυλιστήρια, οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ήταν οι τομείς όπου τα αποτελέσματα της απεργίας ήταν περισσότερο αισθητά. [REUTERS/Benoit Tessier]
Τη Δευτέρα, ο Γάλλος πρόεδρος εμφανίστηκε αποφασισμένος να επιμείνει στη μεταρρύθμιση, χαρακτηρίζοντάς την «ζωτικά αναγκαία» για τη διάσωση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο πιέζεται από την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και τη δημογραφική γήρανση. Η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν υπολόγιζε ότι το απεργιακό κύμα δεν θα αντέξει, καθώς τα περιθώρια των μισθωτών να χάνουν μεροκάματα λιγοστεύουν σε συνθήκες ανόδου του πληθωρισμού και ότι η κοινή γνώμη θα αρχίσει να δυσανασχετεί λόγω των επιπτώσεων από τις απεργίες στην καθημερινότητα των πολιτών. Ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Γάλλων συνεχίζει να απορρίπτει τη μεταρρύθμιση και να στηρίζει τις απεργίες.
Το μπρα ντε φερ με τα συνδικάτα γίνεται ακόμη πιο δύσκολο για τον Εμανουέλ Μακρόν καθώς, μετά τις περυσινές εκλογές, δεν διαθέτει πλέον πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, όπου οι μεγαλύτεροι σχηματισμοί της αντιπολίτευσης –η αριστερή «Λαϊκή Ενότητα» του Μελανσόν και ο ακροδεξιός Εθνικός Συνασπισμός της Μαρίν Λεπέν– απορρίπτουν τη μεταρρύθμιση. Η κυβερνώσα παράταξη ελπίζει ότι θα καταφέρει να περάσει το επίμαχο νομοσχέδιο με τις ψήφους του κεντροδεξιού κόμματος «Οι Ρεπουμπλικανοί», οι οποίοι ωστόσο δεν έχουν δεσμευθεί ακόμη. Από την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και την επέκταση της περιόδου καταβολής εισφορών, η κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα αντλήσει επιπλέον 17,7 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ποσό αναγκαίο για τη διάσωση του συστήματος συντάξεων. Ωστόσο τα συνδικάτα αντιπροτείνουν άλλους τρόπους κάλυψης του ελλείμματος, όπως η φορολογία της μεγάλης περιουσίας και η αύξηση των εισφορών των εργοδοτών και των μισθωτών με υψηλές απολαβές.