Kathimerini.gr
Λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος, η Ευρώπη γιόρτασε την αποκατάσταση ενός από τα πιο εμβληματικά μνημεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: την αναστήλωση της Παναγίας των Παρισίων, που έλαμπε ξανά επιβλητική πέντε χρόνια μετά την πυρκαγιά που την είχε καταστρέψει. Η χαρά όμως σκιαζόταν από σύννεφα ανησυχίας. Η Γαλλία γιόρταζε ακυβέρνητη, αφού λίγες ώρες πριν η πολιτική αστάθεια που είχε πυροδοτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου –και των πρόωρων εκλογών που ακολούθησαν– οδηγούσε στην πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ. Στην πρώτη σειρά των επίσημων προσκεκλημένων, πόλος έλξης για τα βλέμματα και τα φλας των φωτογράφων ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η στιγμή συνόψιζε έτσι το κλίμα στο οποίο βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση, 75 χρόνια μετά τη διακήρυξη για την ίδρυσή της. Η πάλαι ποτέ Ενωση ισχυρών οικονομιών μοιάζει πια να ασθμαίνει πίσω από τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της. Η λαϊκή δυσαρέσκεια οδηγεί σε πόλωση και άνοδο αντισυστημικών –και αντιευρωπαϊκών– ηγετών και κομμάτων. Το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση από έναν διαρκώς γερασμένο πληθυσμό, που γίνεται ταυτόχρονα ολοένα και πιο εχθρικός στη «μετάγγιση» εργατικού δυναμικού μέσω της μετανάστευσης.
Με αυτά τα δομικά ελλείμματα να χάσκουν και τις δύο πιο σημαντικές χώρες της Ενωσης –τη Γαλλία και τη Γερμανία– σε πολιτική δίνη, η Ευρώπη περιμένει να ακούσει αν ο επανεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ θα υλοποιήσει τις απειλές του περί εμπορικού «πολέμου» και αν θα άρει τη συμμαχική στήριξη προς την Ουκρανία. Ο Τραμπ «μπορεί να μην έχει ακόμη αναλάβει εξουσία, αλλά αλλάζει θεμελιωδώς το ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον», εξηγεί στην «Κ» ο Φάμπιαν Ζούλεγκ, διευθύνων σύμβουλος του European Policy Center, στις Βρυξέλλες. Στο ερώτημα εάν η Ε.Ε «πιάστηκε στον ύπνο» με την επιστροφή του, ο Ζούλεγκ θεωρεί ότι «δεν μπορούσε και δεν μπορεί να είναι έτοιμη, γιατί η κατάσταση πλήρους εξάρτησης από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά μας δεν πρόκειται να αλλάξει βραχυπρόθεσμα. Επομένως, δυστυχώς, η Ευρώπη πρέπει να μάθει να ζει με την κατάσταση αυτή, όπως και με πιθανή αλλαγή στάσης του Τραμπ ως προς την Ουκρανία, που σημαίνει ότι πρέπει να κάνει η ίδια περισσότερα για την ασφάλειά της. Η επιστροφή του αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση».
Υπαρξιακοί κίνδυνοι
Για τη Νάταλι Τότσι, διευθύντρια στο Instituto Affari Internazionali στη Ρώμη, το ότι επρόκειτο για μια εκτός Ευρώπης εκλογική διαδικασία, που θεωρείται «το πιο σημαντικό πολιτικό γεγονός, πρέπει να μας προβληματίσει». «Οι απειλές για εμπορικό πόλεμο και η ενίσχυση του “προστατευτισμού” παγκοσμίως θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές για την Ευρώπη, δεδομένης της διαρθρωτικά υποτονικής ανάπτυξης και χαλαρής ανταγωνιστικότητάς της. Ακόμη περισσότερο, ο κίνδυνος εγκατάλειψης της ευρωπαϊκής ασφάλειας από τις ΗΠΑ, ξεκινώντας από την Ουκρανία, αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο, επειδή οι Ευρωπαίοι έχουν χάσει την ικανότητα και τη βούληση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Και μια δημοκρατική “ύφεση” στις ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην Ευρώπη, που υφίσταται ήδη άνοδο του εθνικισμού, του αυταρχισμού και επιστροφής στην εθνική κυριαρχία», εξηγεί.
Τα τρία στοιχεία καταγράφηκαν, άλλωστε, σε εθνικές εκλογές σε κράτη-μέλη (Πορτογαλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Σλοβακία και εσχάτως, Ρουμανία), καθώς και στις ευρωεκλογές: τα εθνικιστικά, ακροδεξιά κόμματα αύξησαν τις έδρες τους στο Ευρωκοινοβούλιο (187 από τις 720 συνολικά), οδηγώντας σε σχηματισμό νέων ευρωομάδων, όπως οι Πατριώτες για την Ευρώπη υπό τον Ορμπαν (84 έδρες) και η Ευρώπη των Κυρίαρχων Λαών (25), μαζί με τους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (ECR) της Τζόρτζια Μελόνι (78). Το πολιτικό Κέντρο (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθεροι), πάντως, κράτησε δυνάμεις, σχηματίζοντας εκ νέου φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία. «Στο Ευρωκοινοβούλιο σημειώθηκε μείωση κατά 50 έδρες για τους φιλελευθέρους και τους πράσινους (…) Οι έδρες πήγαν στη λαϊκιστική Δεξιά. Και υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα –εάν μιλάμε για μηνύματα– ότι το μεταναστευτικό γίνεται ολοένα και πιο πιεστικό», σημειώνει ο Κλάους Βέλε, πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Martens Center στις Βρυξέλλες και πρώην γενικός γραμματέας του Ευρωκοινοβουλίου.
Για τον ίδιο, «η επίδραση της λαϊκιστικής Δεξιάς οφείλεται στην “επανάσταση” της κατώτερης μεσαίας τάξης». «Παρατηρώντας την εκλογική δομή σε Γερμανία, Γαλλία και Αυστρία, πρόκειται για πολίτες κατώτερης εκπαίδευσης και εισοδήματος, που χτυπήθηκαν περισσότερο από όλες τις κρίσεις (…) ξαφνικά, τα τρόφιμα κοστίζουν περισσότερο, όπως και η ενέργεια ή υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός για κρατικά επιδόματα, λόγω του μεταναστευτικού. Επομένως, τις νιώθουν περισσότερο από εκείνους με υψηλότερα εισοδήματα», εξηγεί.
Αντέχει το Κέντρο;
Βασικό ερώτημα αποτελεί εάν η αύξηση της επιρροής των ακροδεξιών κομμάτων αλλάζει την πολιτική ατζέντα και κατεύθυνση της Ε.Ε., τα επόμενα πέντε χρόνια. Για τον Ζούλεγκ είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, καθώς «η μετανάστευση συνεχίζει να κυριαρχεί ως εστία έντασης, ενώ η πράσινη ατζέντα έχει αποδυναμωθεί. Η διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών στο Ευρωκοινοβούλιο αντανακλά τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη». Ωστόσο, «καίριο ερώτημα είναι πώς θα συμπεριφερθεί πολιτικά το κεντροδεξιό ΕΛΚ, ευρισκόμενο στη μέση του πολιτικού φάσματος, εάν επιδιώξει συνεργασίες και με τις δύο πλευρές του κοινοβουλίου, καθώς και εάν προοδευτικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να στηρίζουν τη φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία εάν νιώσουν ότι οι ανησυχίες τους δεν αναγνωρίζονται από το ΕΛΚ».
Ο πειρασμός της Δεξιάς
Το ΕΛΚ μιλάει ανοιχτά για «εποικοδομητική» Δεξιά με το βλέμμα στη Μελόνι, που αναδείχθηκε από κάποια διεθνή έντυπα, όπως το Politico, η πιο ισχυρή πολιτική προσωπικότητα της Ε.Ε. για το 2024. Παρά το ότι η Ιταλίδα πρωθυπουργός –όπως και η ευρωομάδα της– καταψήφισαν τη Φον ντερ Λάιεν, «επιβραβεύθηκε» με απόδοση ισχυρού «χαρτοφυλακίου» και θέσης εκτελεστικού αντιπροέδρου στην Κομισιόν για τον «εκλεκτό» της, Ραφαέλε Φίτο, ενώ θεωρείται ήδη ο νέος «προνομιακός συνομιλητής» στην Ευρώπη για τον Τραμπ.
Για τον Βέλε, μπορεί η Μελόνι να μην είναι «η πιο επιδραστική πολιτική προσωπικότητα στην Ευρώπη, ωστόσο έχει υπάρξει εποικοδομητική, καθώς «σε μια δημοκρατία οι πολιτικές απόψεις διαφέρουν. Το σημαντικό είναι να συμφωνούμε στα βασικά: κοινοβουλευτική δημοκρατία, κράτος δικαίου, πρόθεση εξεύρεσης ευρωπαϊκών λύσεων και διατλαντικές σχέσεις. Εκεί, η Μελόνι συμπληρώνει θετικά όλα τα κουτάκια». Για τον ίδιο, εξάλλου, υπάρχει μια βασική διαφοροποίηση μεταξύ της Μελόνι και του φιλορώσου Ορμπαν, που επιχειρεί «να υπονομεύσει το κράτος δικαίου και τους σχετικούς δημοκρατικούς ελέγχους». «Η διαφοροποίηση είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα αχρείαστο «μπλοκ» και επομένως, ήταν κρίσιμο που η Φον ντερ Λάιεν πρότεινε για εκτελεστικό αντιπρόεδρο τον Φίτο και τελικά έλαβε τη στήριξη της πλειοψηφίας του Ευρωκοινοβουλίου», εξηγεί.
Αντιθέτως, η Τότσι εκτιμά ότι «υπάρχει μια θεμελιώδης παρεξήγηση. Η εξουσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο προφανώς αφορά την επιρροή, αλλά και την ικανότητα δράσης και αποδοτικότητας στην Ε.Ε. Η Μελόνι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, ούτε δυνατότητα να ενεργεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο: είναι εθνικίστρια. Η ατζέντα της είναι παρωχημένη ακόμη και σε θέματα όπου οι απόψεις της συμβαδίζουν με τη συστημική Ευρώπη –μεταναστευτικό–, οι ενέργειές της όμως έχουν αποτύχει σε μεγάλο βαθμό, όπως συνέβη με το μοντέλο Ιταλίας – Αλβανίας. Φυσικά και θα χρησιμοποιήσει τις φιλικές σχέσεις με τον Τραμπ ζητώντας ανταλλάγματα, όμως το αντικείμενο των συναλλαγών της δεν θα αφορά την Ευρώπη, αλλά το εθνικό συμφέρον, όπως το εμπορικό πλεόνασμα της Ιταλίας με τις ΗΠΑ ή η μη επίτευξη του στόχου για αύξηση αμυντικών δαπανών εντός ΝΑΤΟ».
Η πολιτικά ανοδική εξέλιξη της Τζόρτζια Μελόνι εντός της Ε.Ε ενδεχομένως να είχε «φρενάρει», χωρίς το «κενό» πολιτικής ηγεσίας στη Γηραιά Ηπειρο, που οφείλεται στο ότι «από κοινού Γαλλία και Γερμανία και ξεχωριστά βιώνουν βαθιά πολιτική αλλαγή και κρίση. Η δυναμική μεταξύ τους, η λεγόμενη γαλλογερμανική μηχανή, έχει διαλυθεί. Τα άλλα κράτη-μέλη δεν έχουν δύναμη ή θέληση να καλύψουν το κενό (με εξαίρεση, ίσως, την Πολωνία)», εξηγεί η Τότσι.
Για τον Βέλε, αυτή είναι μια μάλλον περιορισμένη «ανάγνωση» της πραγματικότητας, καθώς «η φύση των προβλημάτων στη Γερμανία και στη Γαλλία είναι διαφορετική. Από πολιτικής σκοπιάς, στη Γερμανία είναι μάλλον μεταβατική και θα επιλυθεί με την παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης, που ήταν ενωμένη γύρω από πολιτισμικά ζητήματα, όπως η χρήση κάνναβης ή οι γάμοι ομοφύλων, αλλά ήταν διασπασμένη εντελώς σχετικά με την οικονομία, χωρίς ενιαία θέση. Επομένως, όταν ο Φρίντριχ Μερτς γίνει καγκελάριος και εάν κυρίως πάμε σε δικομματικό συνασπισμό, τότε θα είναι πιο εύκολο να καταλήξουμε σε συναίνεση. Αρα, το πολιτικό ζήτημα στη Γερμανία είναι μεταβατικό και θα επιλυθεί, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο στη Γαλλία».
Μπορεί η Ούρσουλα;
Το ερώτημα είναι εάν η δεύτερη ισχυρότερη γυναίκα στην Ε.Ε., η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μπορεί να καλύψει το «κενό» ευρωπαϊκής ηγεσίας, όπως κάποιοι προσδοκούν. «Η Κομισιόν διαθέτει αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα και η δύναμή της έχει αυξηθεί σημαντικά», παραδέχεται η Τότσι, ωστόσο θεωρεί ότι «η συγκεχυμένη απόδοση χαρτοφυλακίων εντός της Κομισιόν, η αυξημένη πολιτικοποίησή της, τα αδύναμα πλέον κράτη-μέλη, καθώς και ο όχι τόσο φιλικός πια εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ μειώνουν σημαντικά τη δυνατότητά της να καλύψει το κενό».
Αντιθέτως, για τον Βέλε «η Κομισιόν ήδη κάλυψε το κενό τα προηγούμενα χρόνια. Η Φον ντερ Λάιεν επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα στο θέμα της Ουκρανίας, όταν η Γερμανία αναζητούσε πώς θα στείλει στρατιωτικά κράνη και η Γαλλία εμφανιζόταν επιφυλακτική. Εναντι αυτής της στάσης, υπήρξε μια αποφασιστική πρόεδρος της Κομισιόν και επιτυχημένη. Πρόσφατα υπέγραψε τη συμφωνία με τις χώρες της Mercosur, ύστερα από 25 χρόνια διαπραγματεύσεων, παρά το ότι δεν χαροποίησε τη Γαλλία. Και σε γεωπολιτικό επίπεδο, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε τη Λατινική Αμερική στην Κίνα. Επέδειξε πολιτικό θάρρος».
Με τη διαπίστωση συμφωνεί ο Ζούλεγκ, ωστόσο εκτιμά ότι «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, καθώς είναι δύσκολο να προχωρήσουμε με ριζοσπαστικές αλλαγές στη διαμόρφωση και, κυρίως, εφαρμογή ευρωπαϊκών πολιτικών και ιδιαίτερα χωρίς την ενεργό στήριξη του γαλλογερμανικού άξονα. Ισως χρειαστούν εναλλακτικές, ενέργειες και εκτός των ευρωπαϊκών συνθηκών με συγκεκριμένες ομάδες, με “συμμαχίες προθύμων”. Δεν είναι το ιδανικό, πρέπει όμως να γίνουμε πλέον ρεαλιστές ως προς το τι είδους απαντήσεις πρέπει να δώσουμε, ειδικά αυτή τη στιγμή».