ΔΗΚΤΗΣ
Η προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών για καταπολέμηση του πληθωρισμού με αύξηση των επιτοκίων γίνεται με την πρόθεση να «τιμωρηθεί» η κατανάλωση και να ανταμειφθεί η αποταμίευση έτσι ώστε να περιοριστεί η συνολική ζήτηση. Η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες στην πραγματική οικονομία γίνεται μέσω των εμπορικών τραπεζών. Η πρακτική των κυπριακών εμπορικών τραπεζών να μην αυξάνουν τα καταθετικά επιτόκια θέτει σε μεγάλο βαθμό την ακρίβεια έρμαιο της κατανάλωσης. Κατά κάποιον τρόπο η Κύπρος δεν συμμετέχει στη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης και αυτό δεν θα έπρεπε να αφήνεται στις εμπορικές τράπεζες να το αποφασίζουν, αλλά στους τοπικούς επόπτες και αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς.
Πανευρωπαϊκή κατακραυγή
Η κατακραυγή των καταθετών έναντι των τραπεζικών πρακτικών λαμβάνει πανευρωπαϊκή διάσταση. Σε όλες τις περιπτώσεις τα παράπονα που εκφράζονται αφορούν στην άνοδο των δανειστικών επιτοκίων, που όμως δεν συνοδεύτηκε από την ανάλογη αύξηση στα δανειστικά. Σύμφωνα με ανάλυση της ολλανδικής ABN, το ποσοστό απόδοσης στους καταθέτες από τις πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 47%. Δηλαδή από τις 425 μονάδες βάσης που αύξησε τα επιτόκια η ΕΚΤ οι πελάτες έλαβαν 200 μονάδες βάσης. Την χειρότερη επίδοση έχει η Κροατία με 12%, ενώ ακολουθεί η Σλοβακία με 20% και η Κύπρος με 30%. Για σκοπούς σύγκρισης να σημειώσουμε ότι τα αντίστοιχα ποσοστά σε Γαλλία και Ιταλία ανέρχονται στο 73% και 62% αντίστοιχα.
Στάση αναμονής
Στάσιμος παρέμεινε ο πληθωρισμός τον Αύγουστο στην Ευρωζώνη, καταδεικνύοντας ότι η επίδραση της μειωμένης τιμής των προϊόντων ενέργειας έχει πλήρως ομαλοποιηθεί και δεν επηρεάζει τον γενικό δείκτη τιμών. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αυξάνει τις πιθανότητες η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 14ης Σεπτέμβριου να τηρήσει για πρώτη φορά στάση αναμονής.
Δύσκολη συνέχεια
Η περιοριστική νομισματική πολιτική που εφαρμόζει τον τελευταίο ένα χρόνο η ΕΚΤ έχει αποτυπωθεί με πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η πρόβλεψη για τη συνέχεια παραπέμπει σε αδυναμία των βασικών οικονομικών δεικτών. Στα θετικά καταγράφεται η αγορά εργασίας η οποία παραμένει σε ψηλά επίπεδα απασχόλησης και βελτιωμένα ημερομίσθια, αν και η εκτίμηση είναι ότι οι προοπτικές και αυτής της αγοράς είναι περιορισμένες. Σε αυτό το σκηνικό δεν θα πρέπει να αγνοούμε την οδηγία της ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τα κράτη-μέλη για εφαρμογή μέτρων διόρθωσης των δημοσιονομικών τους, εξανεμίζοντας τις ελπίδες για συνέχιση της στήριξης κατά της ακρίβειας με κρατικά λεφτά.
Αδήριτη ανάγκη
Η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών αποτελεί για την Ε.Ε. μια ιδέα που διατυπώθηκε αρχικά το 2015. Η παρούσα συγκυρία αναδεικνύει την αναγκαιότητα των κεφαλαιαγορών για να μην διακοπούν τα αναπτυξιακά πλάνα των επιχειρήσεων. Η Ευρώπη χρειάζεται άμεσα εναλλακτικές του τραπεζικού δανεισμού που πολλές φορές λόγω χρεώσεων αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Σε μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου οι κυπριακές επιχειρήσεις θα έχουν πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια και ευκαιρίες για να παρουσιάσουν τις ιδέες τους σε πιο αναπτυγμένες αγορές. Αν και τα οφέλη είναι δεδομένα, η πραγματικότητα δυστυχώς παραπέμπει σε μια αργή διαδικασία ενοποίησης η οποία υστερεί ακόμη και σε σχέση με το τι συνέβαινε πριν το 2008.
Νέα πηγή ακρίβειας
Η επισιτιστική κρίση και η κλιματική αλλαγή αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ξηρός και ιδιαίτερα θερμός Αύγουστος που βίωσε η Ινδία προκαλεί αύξηση 11% στις τιμές των τροφίμων. Ως αποτέλεσμα η χώρα που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παγκόσμιους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων θέτει περιορισμούς στις εξαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων όπως είναι το ρύζι και η ζάχαρη. Να σημειώσουμε ότι η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο και η δεύτερη στη ζάχαρη. Για ακόμη μια φορά η αναστάτωση που προκαλείται στην αγορά τροφίμων θα έχει ως άμεσα θύματα μεγάλους πληθυσμούς στην Ασία και στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής όπου το ρύζι αποτελεί βασική τροφή για την λήψη των απαραίτητων προς επιβίωση θερμίδων.