Kathimerini.gr
Χρήστος Κοντός
Η τελευταία πτήση του θρυλικού «Φάντομ» των ελληνικών γηπέδων είχε προορισμό την αιωνιότητα και υπερηχητική όπως ήταν, έσκισε τον ουρανό σαν αστραπή και σβήνοντας, άφησε πίσω της μόνο τη σιωπή… Η απώλεια του Νίκου Σαργκάνη προκάλεσε μεγάλο σοκ στην κοινωνία του ελληνικού ποδοσφαίρου και συγκίνησε ακόμα και γενιές φιλάθλων που δεν πρόλαβαν να τον δουν να μεγαλουργεί στα γήπεδα. Ηταν ένας από τους κορυφαίους Ελληνες τερματοφύλακες όλων των εποχών, για πολλούς ο καλύτερος, γιατί πέρα από τα εκπληκτικά αντανακλαστικά του, που τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει σπουδαίες επεμβάσεις, ήξερε να παίζει πολύ καλά την μπάλα με τα πόδια. Το προσόν αυτό θεωρείται αυτονόητο τώρα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά ήταν πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή. Πέρα από την αδιαμφισβήτητη αγωνιστική του αξία, έμεινε ζωντανός θρύλος στα μάτια των επόμενων γενιών, λόγω της χαρισματικής προσωπικότητάς του και της οπτικής με την οποία προσέγγιζε το ποδόσφαιρο μετά το τέλος της καριέρας του, παρότι αποφάσισε να μην ενεργοποιηθεί σε κάποιο άλλο πόστο, κυρίως ως προπονητής, όπως περίμεναν πολλοί λόγω της οξυδέρκειάς του.
Γεννημένος στη Ραφήνα το 1954, ο Νίκος Σαργκάνης επέστρεψε με την οικογένειά του στα Ανω Ιλίσια στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μπήκε από μικρός στη βιοπάλη, για να βοηθήσει τον πατέρα του, Βασίλη, να θρέψει την πενταμελή οικογένειά του. Ο Νίκος είχε δύο αδελφές και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, φορτώθηκε από μικρός στις άγουρες πλάτες του το βάρος να βοηθήσει τον πατέρα του οικονομικά. Από 12 χρονών που ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στα «τσικό» του Ηλυσιακού και μέχρι να υπογράψει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο με την Καστοριά, 11 χρόνια αργότερα, η καθημερινότητά του ήταν σκληρή. Το πρωί δουλειά, το μεσημέρι προπόνηση, το βράδυ σχολείο αφού η κυρά Καλομοίρα, η μάνα του, δεν ήθελε με τίποτα να μείνει το παιδί της αμόρφωτο. Παράλληλα, έμαθε την τέχνη του αργυροχρυσοχόου και αμούστακος σχεδόν, άνοιξε ένα δικό του εργαστήριο στην Αθήνα για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα. Αν και η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του παραπέμπει ευθέως σε τερματοφύλακα, ο Σαργκάνης δεν ξεκίνησε το ποδόσφαιρο απ’ αυτή τη θέση.
Στα πρώτα του βήματα στον Ηλυσιακό έπαιζε επιθετικός και είχε καλή επαφή με τα δίχτυα, καθώς παρά το ύψος του, είχε πλαστικότητα στις κινήσεις του και καλή τεχνική με την μπάλα. Ο ίδιος αποκάλυψε, πολλά χρόνια αργότερα, ότι την πρώτη του εμπειρία κάτω από τα δοκάρια την έζησε με δική του πρωτοβουλία, όταν πιτσιρικάς ακόμα, κουράστηκε να μετράει τα γκολ που δεχόταν ο Ηλυσιακός από τα λάθη του τερματοφύλακά του και ζήτησε από τον προπονητή του, Χρήστο Ρίμπα, να παίξει αυτός στο τέρμα. Δεν είχε γάντια ούτε προστατευτικά και το ίδιο βράδυ γύρισε πίσω ματωμένος από τα πεσίματα σε ένα γήπεδο – τσιμέντο, χωρίς χόρτο όπως στις μέρες μας. Ο πατέρας του τον αγρίεψε και τον απείλησε ότι θα του κόψει το ποδόσφαιρο, ειδικά όταν το επόμενο πρωί είδε τα σεντόνια του γεμάτα με αίμα!
Φωτ. αρχείου: INTIME News
Η επιμονή του μικρού τον κράτησε στο ποδόσφαιρο και η διορατικότητα του προπονητή του τον βοήθησε να αναδείξει το ταλέντο του. Ο Ρίμπας ήταν παλιός τερματοφύλακας και αντιλήφθηκε από το πρώτο παιχνίδι ότι ο πιτσιρικάς θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα κάτω από τα δοκάρια. Τον ενθάρρυνε να σταματήσει να παίζει ως επιθετικός και τον βοήθησε πολύ με την εμπειρία και τις γνώσεις του να αναπτύξει τις δεξιότητές του. Μεγαλώνοντας, ο Σαργκάνης πήρε τα γάντια του βασικού και έφτασε με τον Ηλυσιακό μέχρι τη Β’ Εθνική, όπου σε ηλικία 22 χρονών πέτυχε ένα μεγάλο ρεκόρ: δεν δέχθηκε ούτε ένα γκολ σε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια ενός σκληρού πρωταθλήματος, χωρίς να αγωνίζεται σε κάποια ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό ώστε να μη δέχεται ιδιαίτερη πίεση!
Αυτή η εντυπωσιακή χρονιά ήταν το διαβατήριό του για την Α’ Εθνική, με τη φανέλα της Καστοριάς. Πήρε τα πρώτα του καλά χρήματα από το ποδόσφαιρο και αφού έκλεισε το εργαστήρι αργυροχρυσοχοΐας που είχε στην Αθήνα, τα επένδυσε σε ένα μαγαζί με γούνες στην Καστοριά. Οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά, που όταν τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα για να παίξει στον Ολυμπιακό, άνοιξε με τον συνεταίρο του ένα μεγάλο κατάστημα με γούνες στην οδό Πατησίων. Ηταν πάντα ανήσυχο πνεύμα και δεν ήθελε το μέλλον του να εξαρτάται μόνο από το ποδόσφαιρο. Είχε μέσα του το ζιζάνιο του επιχειρηματία, γι’ αυτό και όταν κρέμασε τα παπούτσια του αρκετά χρόνια αργότερα, επένδυσε ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει από το ποδόσφαιρο σε ένα πρωτοποριακό για την εποχή αθλητικό – ποδοσφαιρικό κέντρο στο πάρκο Γουδή, με βασικό συνεταίρο τον πρώην διεθνή ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού, Ηλία Μπέριο.
Αν και ο Σαργκάνης είχε συνδέσει το όνομά του με τις δύο μεγάλες ομάδες της Ελλάδας, στις οποίες αγωνίστηκε από πέντε χρόνια και κατέκτησε και με τις δύο τίτλους, η γενική αίσθηση που υπήρχε είναι ότι ο ίδιος ήταν περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τον Ολυμπιακό. Είχε φορέσει πρώτα τη φανέλα του από το 1980 έως το 1985 και στο τέλος της καριέρας του, έμοιαζε να είναι πιο κοντά σ’ αυτόν, παρότι ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο αγωνίστηκε από το 1985 έως το 1990. Ο Δημήτρης (Λώρης) Θεοφάνης, όμως, παλιά δόξα των «πρασίνων» και προπονητής του στον Ηλυσιακό όταν ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά, είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του στην «Αθλητική Ηχώ» ότι ο Σαργκάνης ήταν από μικρό παιδί οπαδός του Παναθηναϊκού και είχε βρεθεί μια ανάσα κοντά στο να φορέσει νωρίτερα τη φανέλα του, πριν υπογράψει το καλοκαίρι του 1980 στον Ολυμπιακό!
Ηταν η εποχή που το «φάντομ» είχε τρελάνει κόσμο με τις εμφανίσεις του στην Καστοριά και ειδικά στον ιστορικό τελικό του Κυπέλλου με τον Ηρακλή, όπου οι «γουναράδες» έγιναν η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κατακτούσε τίτλο στην Ελλάδα! Η διοίκηση της Καστοριάς είχε συμφωνήσει να τον παραχωρήσει στον ΠΑΟΚ, αλλά αυτός διάλεξε τον Ολυμπιακό και πίεσε να υπογράψει σ’ αυτόν, κάτι που το κατάφερε τελικά. Σύμφωνα όμως με τη διήγηση του Λώρη Θεοφάνη στην «Αθλητική Ηχώ» με την ευκαιρία της μεταπήδησής του στον Παναθηναϊκό το 1985, ο Σαργκάνης είχε συμφωνήσει να πάει στον Παναθηναϊκό από το 1979, αλλά η συμφωνία χάλασε λόγω της εμφάνισης της οικογένειας Βαρδινογιάννη: ««Το 1979 ήταν η εποχή που το ελληνικό ποδόσφαιρο γινόταν από ερασιτεχνικό, επαγγελματικό. Τότε όλοι πίστευαν πως θα αναλάμβανε τον Παναθηναϊκό ο κ. Π. Γιαννακόπουλος… Θυμάμαι ότι ο Σαργκάνης είχε κατέβει από την Καστοριά για να διαπραγματευτεί τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Τον πήρα ένα πρωί και πήγαμε στο γραφείο του κ. Γιαννακόπουλου για να κλείσουμε τη μεταγραφή. Είχαμε συμφωνήσει σε όλα, αλλά μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ανακοινώθηκε ότι τον Παναθηναϊκό τον αναλαμβάνει ένας κολοσσός, ο όμιλος Βαρδινογιάννη και όπως ήταν φυσικό, η μεταγραφή ακυρώθηκε στο παρά ένα λεπτό. Ο Παναθηναϊκός έκανε “διάνα” που τον απέκτησε και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα γιατί ο Νίκος είναι ένας πολύ μεγάλος τερματοφύλακας και σίγουρα θα γράψει τη δική του ιστορία στον Παναθηναϊκό, τώρα που έστω και… ετεροχρονισμένα πήγε στην ομάδα που από μικρός ήθελε να φορέσει τη φανέλα της!».
Φωτ. αρχείου: INTIME News
Μεγάλες εμφανίσεις και τεράστιες αποκρούσεις έκανε πολλές στην καριέρα του ο Νίκος Σαργκάνης. Το παιχνίδι όμως που τον τοποθέτησε στο «Πάνθεον» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ήταν αυτό με τη Δανία στην Κοπεγχάγη, στις 15 Οκτωβρίου του 1980. Ας θυμηθούμε λίγο το κλίμα της εποχής. Λίγους μήνες νωρίτερα, η Εθνική μας είχε πάρει μέρος για πρώτη φορά στην ιστορία της στην τελική φάση του τότε Κυπέλλου Εθνών, του σημερινού Euro, όπου είχαν προκριθεί μόνο 8 ομάδες, όχι 16 ή 24 όπως τώρα. Αυτή η συμμετοχή συνιστούσε από μόνη της τεράστια επιτυχία, που επιβεβαιώθηκε και στα γήπεδα της Ιταλίας με την ισοπαλία κόντρα στη Γερμανία και τις δύο ήττες στις λεπτομέρειες, απέναντι στις πανίσχυρες τότε Ολλανδία και Τσεχοσλοβακία.
Οι καλές εμφανίσεις είχαν γεννήσει μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον. Η «γαλανόλευκη» κληρώθηκε σε έναν όμιλο «φωτιά» μαζί με Ιταλία, Δανία και Γιουγκοσλαβία, αλλά επειδή περνούσαν δύο ομάδες και όχι μόνο η πρώτη, υπήρχε μεγάλη πίστη ότι μπορούσε να πάρει για πρώτη φορά στην ιστορία της την πρόκριση για την τελική φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το εκτός έδρας παιχνίδι με τη Δανία ήταν «κλειδί», με τον Αλκέτα Παναγούλια να δηλώνει πως όποιος κάνει «διπλό» στην Κοπεγχάγη, θα είναι το μεγάλο φαβορί του ομίλου. Το ματς ήταν καθοριστικό και για τις δύο ομάδες, με χαρακτηριστικό ότι η Εθνική μας έκανε μία εβδομάδα ειδική προετοιμασία στην Αυστρία πριν μεταβεί στην Κοπεγχάγη, ενώ οι Δανοί είχαν διαθέσει ένα μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της εποχής για να συγκεντρώσουν όλους τους διεθνείς τους απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης που ήταν διασκορπισμένοι.
Με ρεκόρ προσέλευσης τις 38.000 εισιτήρια που είχαν κόψει οι Δανοί σε ένα ματς με την Αγγλία, το παιχνίδι με την Εθνική μας έσπασε τα ταμεία. Κόπηκαν περισσότερα από 50.000 εισιτήρια και περίπου 1.000 είχαν καταλήξει σε χέρια Ελλήνων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, το κίνητρο για τους Δανούς φιλάθλους δεν ήταν ο αγώνας με την Ελλάδα, αλλά αυτός με την Ιταλία που θα ακολουθούσε. Είχαν μια εξαιρετική φουρνιά παικτών και πίστευαν ότι μπορούσαν να αποκλείσουν την ομάδα που στη συνέχεια κατέκτησε το Κύπελλο στα γήπεδα της Ισπανίας. Το ματς με την Εθνική μας το θεωρούσαν προπόνηση για το επόμενο με την Ιταλία, όπως δεν είχε διστάσει να δηλώσει ο Ζεπ Πιόντεκ, ο προπονητής που είχε «χτίσει» εκείνη την υπέροχη ομάδα της Δανίας.
Ο τραυματισμός του έμπειρου Λευτέρη Πουπάκη (ρήξη χιαστού) προκάλεσε πανικό. Μοναδικός διαθέσιμος τερματοφύλακας ήταν ο Σαργκάνης, με μηδενική εμπειρία σε διεθνές επίπεδο, με καριέρα μόνο σε Ηλυσιακό και Καστοριά, χωρίς να προλάβει να «δέσει» ακόμα με τον Ολυμπιακό, στον οποίο είχε παίξει ελάχιστα παιχνίδια. Ο Παναγούλιας ζήτησε να επιστρατευθεί ο Βασίλης Κωνσταντίνου, ο οποίος έφτασε στην Κοπεγχάγη ανήμερα του αγώνα, ύστερα από ένα ολονύκτιο ταξίδι μέσω Κέρκυρας και Γερμανίας. Μιλώντας με τον προπονητή, ο Κωνσταντίνου τον ενθάρρυνε να εμπιστευθεί τον Σαργκάνη γιατί ο ίδιος ήταν πολύ κουρασμένος, καθώς μπήκε στο αεροπλάνο αμέσως ύστερα από μια πολύ κοπιαστική προπόνηση με τον Παναθηναϊκό, χωρίς να ξέρει ότι θα χρειαστεί να ταξιδέψει στη Δανία. Αν και φύσει αισιόδοξος, ο Αλκέτας Παναγούλιας είχε τους ενδοιασμούς του και ζήτησε τη γνώμη κάποιων «παλιών» της ομάδας. Ολοι τους και ειδικά ο Σπύρος Λιβαθινός, τον ενθάρρυναν και του είπαν να εμπιστευτεί τον Σαργκάνη κι αυτός θα τον δικαιώσει.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία… Κάνοντας ένα αλάνθαστο παιχνίδι και σε καθεστώς απόλυτης πίεσης για 90 λεπτά, ο Σαργκάνης κατέβασε ρολά και υπερασπίστηκε μέχρι τέλους το «χρυσό» γκολ από φάουλ του Ντίνου Κούη στο 51’. Κλου της βραδιάς ήταν η αλά… Γκόρντον Μπανκς απόκρουσή του σε μια «φωτοβολίδα» του Αλαν Σίμονσεν, σε μια φάση που μνημονεύεται ακόμα και στις μέρες μας ως μια από τις πιο δύσκολες και θεαματικές επεμβάσεις τερματοφύλακα σε όλη την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για πρώτη φορά ύστερα από 26 χρόνια, η εθνική μας ομάδα πανηγύρισε εκτός έδρας νίκη σε επίσημη διοργάνωση και παρότι δεν κατάφερε τελικά να πάρει ένα από τα δύο εισιτήρια για το Π.Κ., η νίκη αυτή έχει μείνει αξέχαστη και επισκίασε ακόμα και τη θλιβερή είδηση της απώλειας του «πατριάρχη» του Παναθηναϊκού, Απόστολου Νικολαΐδη, ο οποίος έφυγε εκείνη την ημέρα από τη ζωή.
Η αποθεωτική υποδοχή της ελληνικής αποστολής στο αεροδρόμιο είχε κεντρικό πρόσωπο τον Νίκο Σαργκάνη. Το ίδιο συνέβη και με τα πρωτοσέλιδα της εποχής, ειδικά των εφημερίδων της Δανίας που τον αποθέωσαν: «το ελληνικό “φάντομ” απογειώθηκε», «ο άνθρωπος με τα 5 χέρια», «ο τερματοφύλακας σαρανταποδαρούσα», «ένας εκατόγχειρας στην Κοπεγχάγη»! Αλλά πάνω απ’ όλα, σε όλη του την καριέρα μετέπειτα τον ακολουθούσε πάντα το προσωνύμιο «φάντομ» που του έδωσε ο ίδιος ο Ζεπ Πιόντεκ, εντυπωσιασμένος από την ανίκητη εικόνα του μέσα στο γήπεδο! Αυτό το «φάντομ» πέταξε ψηλά τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής, για ένα ταξίδι που δεν έχει επιστροφή, αλλά οδηγεί στα αστέρια και την αιωνιότητα…