ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Είδα τον «Αττίλα» από ψηλά

Ηταν ο κυβερνήτης του τελευταίου αεροσκάφους που προσγειώθηκε στη Λευκωσία. Πενήντα χρόνια μετά, θυμάται την ιστορική πτήση, με αφορμή το φωτογραφικό πρότζεκτ του Αντρου Ευσταθίου

Kathimerini.gr

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Την Παρασκευή 19 Ιουλίου του 1974 ο 30χρονος πιλότος Αδάμος Μαρνέρος είναι κολλημένος μπροστά από την τηλεόρασή του στο Λονδίνο. Τα βρετανικά δίκτυα, με πρώτο και καλύτερο το BBC, αναμεταδίδουν διαρκώς πληροφορίες για επικείμενη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, τέσσερις μόλις ημέρες μετά το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας κατά του Μακαρίου.

Ο νεαρός πιλότος πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο νευρικός. Δεν ανησυχεί μόνο για τους δικούς του, το σπίτι του, την πατρίδα του. Το βράδυ της ίδιας ημέρας είναι προγραμματισμένη μια πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών από Λονδίνο για Λευκωσία και ενδιάμεσο σταθμό τη Ρώμη και με τον ίδιο κυβερνήτη. Το διεθνές αεροδρόμιο της κυπριακής πρωτεύουσας, που έκλεισε μετά το πραξικόπημα, είχε ανοίξει ξανά ύστερα από ισχυρές πιέσεις ξένων διπλωματικών αρχών προς τον εκλεκτό της Αθήνας Νίκο Σαμψών προκειμένου να απομακρυνθούν από το νησί ξένοι υπήκοοι ενόψει «εξελίξεων».

Εμελλε να είναι ένα από τα πιο αντιεμπορικά δρομολόγια στην ιστορία των Κυπριακών Αερογραμμών: μόλις επτά επιβάτες καταχωρισμένοι από το Λονδίνο (μια οικογένεια τεσσάρων Ελληνοκυπρίων και μια οικογένεια τριών Τουρκοκυπρίων) και κανένας από τη Ρώμη. Αλλά η Ρώμη ήταν χρήσιμη στον Αδάμο Μαρνέρο, που δεν ήθελε επ’ ουδενί να ρισκάρει μια προσγείωση την ώρα πιθανής τουρκικής εισβολής. «Στη Ρώμη θα μπορούσα να επικαλεστώ κάποια τεχνική βλάβη για να μην πετάξουμε εκείνο το βράδυ στην Κύπρο και να κερδίσω λίγο χρόνο», λέει στην «Κ».

Δυστυχώς οι Ιταλοί δεν του έκαναν τη χάρη· και του έδωσαν το πράσινο φως για να συνεχίσει το ταξίδι του για τη Λευκωσία. Υπήρχαν δύο βασικοί λόγοι που τον έκαναν να επιμένει ότι έπαιρναν ένα αχρείαστο ρίσκο: ο πρώτος ήταν οι ζωές των επιβατών και του πληρώματος (δύο συγκυβερνήτες, δύο ιπτάμενοι φροντιστές και μία αεροσυνοδός) και, δεύτερον, το γεγονός ότι το αεροσκάφος του ήταν το μοναδικό από τον ούτως ή άλλως λιλιπούτειο στόλο των Κυπριακών Αερογραμμών (μόλις 4) που βρισκόταν εκτός Κύπρου και σε περίπτωση μείζονος πολεμικού επεισοδίου θα μπορούσε να διασωθεί για το μέλλον.

Ομως η πτήση με τον κωδικό CY317 θα συνέχιζε κανονικά για τον τελικό προορισμό της. Τι κι αν μέχρι τότε ο νεαρός πιλότος είχε ήδη επικοινωνήσει δύο φορές με τον γενικό διευθυντή της εταιρείας για να τον πείσει να ματαιώσει την πτήση; Το θρίλερ ξεκινάει μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στο γύρισμα της ημέρας. Είχαμε μπει πια για τα καλά στο Σάββατο 20 Ιουλίου, ημερομηνία που έμελλε να γράψει, δυστυχώς, Ιστορία… Και ο σκοτεινός, νυχτερινός θόλος της Ρώμης δεν προμήνυε τίποτα το καλό. Η πτήση θα διαρκούσε 3,5 βασανιστικές ώρες. Πάνω από την Αθήνα ο Αδάμος Μαρνέρος επικοινωνεί με τον πύργο ελέγχου του Ελληνικού και ρωτάει αν υπάρχει κάποιο νεότερο από Κύπρο. Δεν ξέρει τι να ευχηθεί. Αλλά η απάντηση είναι αρνητική. Ελεύθερη συχνότητα για απευθείας συνομιλία με τη Λευκωσία αναζητείται χωρίς αποτέλεσμα, αλλά το πιλοτήριο λαμβάνει ενημέρωση ότι το διεθνές αεροδρόμιο της πόλης έχει καταληφθεί από μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄, της ένοπλης, παραστρατιωτικής, εθνικιστικής οργάνωσης των Ελληνοκυπρίων με πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα.

Δύο από τους πρώτους υπαλλήλους των Κυπριακών Αερογραμμών, η αεροσυνοδός, τότε, Ανδρούλα Μιχαηλίδου και ο ιπτάμενος φροντιστής Σίμος Ασημάκης, φωτογραφημένοι με τις στολές που φορούσαν στην εργασία τους πριν από την τουρκική εισβολή. [ΑΝΤΡΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ]

Ο ιπτάμενος φροντιστής Σίμος Ασημάκης, φωτογραφημένοι με τις στολές που φορούσαν στην εργασία τους πριν από την τουρκική εισβολή. [ΑΝΤΡΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ]

Ο Αδάμος Μαρνέρος θυμάται τη μοναξιά εκείνης της νύχτας. «Δεν πετούσε τίποτα στην περιοχή εκείνο το βράδυ, τόσο λόγω των γεγονότων όσο και λόγω της ώρας. Ολα έδειχναν τόσο ήσυχα, αλλά μετά τη Ρόδο, παίρνοντας τη στροφή νότια για την Κύπρο, προσανατόλισα τα ραντάρ του αεροσκάφους και προς τις τουρκικές ακτές για καλό και για κακό. Και τότε το ραντάρ εντόπισε μια μεγάλη κουκκίδα έξω από την Αττάλεια και άλλες τρεις μικρότερες με σαφή κατεύθυνση προς την Κύπρο. Ενημέρωσα αμέσως το κέντρο ελέγχου της Λευκωσίας, αλλά μου είπαν να συνεχίσω κανονικά. Εξω από τις ακτές της Πάφου το ραντάρ “έπιασε” έξι ακόμα μεγάλες κουκκίδες που δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ξανά. Ζήτησα από τον πύργο ελέγχου να μείνω στα 15.000 πόδια και να κάνω έναν γύρο της Κύπρου. Μου έδωσαν το Ο.Κ. Και συνέχιζα να μην πιστεύω αυτά που έβλεπα στο ραντάρ: στη στροφή προς Κερύνεια παρατήρησα πλοία ενωμένα στην ακτή του Αγίου Γεωργίου, εκεί ακριβώς που έγινε η απόβαση, και άλλα έξι από Μερσίνα με κατεύθυνση τις ακτές μας, και στην περιοχή της Αμμοχώστου πέσαμε πάνω σε μια τεράστια κουκκίδα και δύο μικρότερες, και τότε ήμουν πια τρομοκρατημένος. Το νησί μου, η πατρίδα μου περιτριγυρισμένη από 21 τουρκικά πλοία, τόσα είχα μετρήσει πρόχειρα. Δεν ήξερα ακόμα ότι τα μεν πλοία στην Πάφο ήταν του αμερικανικού στόλου και στην Αμμόχωστο βρισκόταν το βρετανικό ελικοφόρο “Ερμής” για την περισυλλογή 1.500 ομοεθνών τους. Ομως όλα τα άλλα ήταν τουρκικά…». Πάντως όλα ήταν σημειωμένα από τον κυβερνήτη σε έναν χάρτη, που παραδόθηκε αμέσως μετά την προσγείωση στην κυπριακή αστυνομία. Ο ίδιος δίνει σήμα να ειδοποιηθεί άμεσα η στρατιωτική διοίκηση Κερύνειας, αλλά από παντού λαμβάνει καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις πως είναι όλα υπό έλεγχο… Ως εκ τούτου πολλές επιλογές δεν υπάρχουν.

Ο Μαρνέρος προσγείωσε το αεροσκάφος στις 4.10 τα ξημερώματα με ασφάλεια και άπαντες, πλήρωμα και επιβάτες, μπήκαν σε αυτοκίνητα και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Πρέπει να ήταν οι μόνοι που κυκλοφορούσαν τέτοια ώρα και τέτοιο βράδυ σε ολόκληρο το νησί.

«Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητό μου άκουσα έναν δυνατό και παράξενο θόρυβο, είχε αρχίσει να χαράζει. Εσβησα τη μηχανή για να ακούσω καλύτερα και βλέπω έκπληκτος πάνω από τον διάδρομο που είχα προσγειώσει το δικό μας αεροπλάνο πριν από μόλις 50 λεπτά να πετούν 10 έως 12 τουρκικά μεταγωγικά συνοδεία μαχητικών F-104 και δεκάδες αλεξιπτωτιστές να πλημμυρίζουν τον ορίζοντα. Μετά το σοκ σκέφτηκα τι πρέπει να κάνω: ή μένω ή φεύγω. Αποφάσισα να φύγω. Το σπίτι μου απείχε 20 λεπτά, θα το αποτολμούσα. Τα F-104 άρχισαν να βομβαρδίζουν και μία βόμβα έπεσε πολύ κοντά μου, αλλά ευτυχώς δεν έσκασε».

Εφθασε στο κέντρο της Λευκωσίας σώος και αβλαβής. Εμαθε ποτέ τι απέγινε το αεροσκάφος «του»; «Κάποιοι δικοί μας μετά την προσγείωση το μετέφεραν στο κέντρο του διαδρόμου για να εμποδίσουν τα τουρκικά αεροπλάνα να προσγειωθούν. Αλλά οι Τούρκοι δεν είχαν ανάγκη το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Εκαναν τη “δουλειά” τους και επέστρεφαν απέναντι για ανεφοδιασμό. Τελικά το βομβάρδισαν δύο ώρες μετά και σήμερα κομμάτια του βρίσκονται ακόμα εκεί». Πενήντα χρόνια μετά, τι σκέφτεται για εκείνο το τρομερό ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου του 1974; «Σκέφτομαι ότι αν αργούσαμε έστω και μία ώρα, δεν ξέρω πού θα βρισκόμασταν σήμερα».

Φωτογραφίζοντας στο κουφάρι του αεροδρομίου

Ο Αντρος Ευσταθίου γεννήθηκε τη χρονιά της εισβολής: δεν έχει μνήμες από το τραυματικό γεγονός, η οικογένειά του δεν ήταν πρόσφυγες. Ακόμα αναρωτιέται τι τον έσπρωξε και αφιέρωσε πέντε χρόνια από τη ζωή του στο πρότζεκτ της φωτογράφισης της «τελευταίας πτήσης» στο κουφάρι του εγκαταλελειμμένου Διεθνούς Αερολιμένα Λευκωσίας, που βρίσκεται στη δικαιοδοσία του ΟΗΕ και εμπίπτει στα όρια της νεκρής ζώνης. Η ιστορία πηγαίνει πίσω στο 2006, όταν ο Ευσταθίου κλήθηκε να φωτογραφίσει διακοινοτικές συνομιλίες σε βοηθητικά κτίρια του αεροδρομίου.

«Επειδή αγαπώ πολύ τον μοντερνισμό, ερωτεύτηκα το κτίριο και από το 2007 άρχισα να το φωτογραφίζω στα κρυφά, αφού απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος. Εκμεταλλευόμουν το γεγονός ότι οι φύλακες με αναγνώριζαν και τρύπωνα χωρίς να το πάρει είδηση κανένας. Ηταν λίγο περίεργο και αρκετά ριψοκίνδυνο, αλλά ήμουν αποφασισμένος. Τον τέταρτο χρόνο έπεσα πάνω σε έναν πρώην ιπτάμενο φροντιστή των Κυπριακών Αερογραμμών από την εποχή πριν από την εισβολή. Τρελάθηκα. Τον ρώτησα αν θα μπορούσε να βρει συναδέλφους του από εκείνα τα χρόνια. Τελικά βρέθηκαν αρκετοί κι έτσι έφτασα και στον κυβερνήτη και στην αεροσυνοδό της τελευταίας πτήσης. Το καταπληκτικό είναι ότι όλοι είχαν φυλάξει τις στολές τους. Ζήτησα επίσημη άδεια για να τους φωτογραφίσω μέσα και έξω από το αεροδρόμιο. Μου έδωσαν μόνο μία ημέρα κι έτσι προέκυψε μια σειρά φωτογραφιών με πρωταγωνιστές το ίδιο το κτίριο αλλά και τους παλιούς εργαζομένους που δούλεψαν μέχρι την τελευταία ημέρα λειτουργίας του αεροδρομίου».

Το πρότζεκτ έχει διανύσει μεγάλη εκθεσιακή πορεία και στην Κύπρο και στο εξωτερικό, τμήμα του έχει αγοραστεί από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και τον Δεκέμβριο θα παρουσιαστεί στην γκαλερί της Λευκωσίας isnotgallery, στο πλαίσιο επετειακών εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Πρόσωπα: Τελευταία Ενημέρωση