Του Απόστολου Κουρουπάκη
Οι ημέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής δύσκολα ξεχνιούνται από τα πρόσωπα εκείνα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάστηκαν. Στρατιώτες, στελέχη της Εθνικής Φρουράς, πρόσφυγες, εγκλωβισμένοι, συγγενείς πεσόντων και αγνοουμένων, τραυματιών, αιχμάλωτοι, γυναίκες θύματα βιασμού... Μεταξύ αυτών είναι και εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία είναι στο περιθώριο των εξελίξεων, που ωστόσο ο Ιούλιος και ο Αύγουστος έμειναν χαραγμένοι στην ψυχή τους και κάθε κίνηση «εξόρυξης» υλικού από τα κύτταρα της μνήμης τους πρέπει να γίνεται με χειρουργικό τρόπο.
Οι άνθρωποι που είχαν καταλάβει το νοσοκομείο παρέμειναν; «Δεν εφύαν, ούτε στον πόλεμο εφύαν να πάσιν, εθκιανεύκουνταν μες στο νοσοκομείο».
Με αυτή ακριβώς την προσέγγιση πλησίασα την κα Νίκη Μιχαήλ, κάτοικο του Ψευδά της Λάρνακας, με καταγωγή από την Αμμόχωστο. Γεννημένη στην πόλη του Ευαγόρα το 1947, τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στη γενέτειρά της και ακολούθως άρχισε τη φοίτησή της στη Νοσηλευτική Σχολή στη Λευκωσία, το 1967. Διορίστηκε αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και στην Εντατική Θεραπεία. Οι συνθήκες εργασίας ήταν καλές, θυμάται η κα Νίκη, όλα κυλούσαν ομαλά, με τα πάνω και τα κάτω κάθε δουλειάς, ώσπου ήρθαν οι άγριες μέρες... Τη ρωτώ αν πριν από τις 15 Ιουλίου 1974 είχαν διαισθανθεί κάτι, αν τα πράγματα είχαν αλλάξει, η απάντηση άμεση: «Βέβαια, έφερναν τους τραυματίες από τους αστυνομικούς σταθμούς, που έβαζαν τις βόμβες...». Συζητώντας με την κα Νίκη και κάνοντας τα απαραίτητα αφηγηματικά ζιγκ ζαγκ, φτάνουμε στην ημέρα του πραξικοπήματος... «Το νοσοκομείο λειτουργούσε κανονικά. Ξεκίνησα να πάω στη δουλειά, στις 6:00 το πρωί, μέχρι τις 7:00 ήμουν εκεί μαζί με τον σύζυγό μου, ο οποίος εργαζόταν στα ασθενοφόρα. Στον δρόμο θυμάμαι έπαιζε στο ραδιόφωνο το τραγούδι “το πουκάμισο το θαλασσί”... που το τραγουδούσε ο Νταλάρας, δεν μπορώ να το ξανακούσω από τότε... Tίποτα δεν είδαμε που να μας κάνει εντύπωση... μετά από λίγο, αφότου πιάσαμε δουλειά, το χάος». Όταν λέτε χάος, τι εννοείτε; τη ρωτώ: «Πανικός. Μαζεύτηκαν και πολλοί που δεν μας αφήναν να δουλέψουμε», ποιοι; η επόμενή μου ερώτηση: «Ήταν άνδρες με στρατιωτικές στολές, “τούτον μεν τον πάρετε”, διούσαν οδηγίες»... Υπήρχε περίπτωση κανείς σε αυτές τις εντολές να αντισταθεί; «Όι, αλλά θυμούμαι πως προσπαθήσαν νοσοκόμες, αλλά εν εκάμαν τίποτε, ήταν πολλή τρομοκρατία...». Αυτοί οι άνδρες ήταν από την Εθνική Φρουρά, ήταν άτακτοι... τη ρωτώ: «Καταλαβαίναμε ότι ήταν της ΕΟΚΑ Β΄ και βαστούσαν και όπλα καλά, εγώ είδα τα τούτα». Εν τω μεταξύ οι οδηγίες και οι εντολές έπαιρναν και έδιναν... «Το νοσοκομείο το παλιό, στον β΄ όροφο, είχε έναν διάδρομο που οδηγούσε στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου. Ήταν ενωμένα βέβαια, αλλά εμείς δεν είχαμε καμία σχέση με την ψυχιατρική. Όσους δεν εθέλαν να τους περιθάλψουμε επαίρναν τους ποτζεί, κρυφά όμως». Βέβαια, το νοσοκομείο μέσα σε λίγες ώρες είχε αλλάξει όψη. Η κα Νίκη μού λέει πως οι γιατροί, βλέποντας πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται ομαλά προσπάθησαν να αποσυμφορήσουν τους θαλάμους, άδειαζαν δωμάτια, έδιναν εξιτήρια στους πιο ελαφρά ασθενείς, είχε ήδη μαθευτεί ότι είχε γίνει πραξικόπημα... «Αφήσαμε κενούς θαλάμους για άτομα που θα έρχονταν...». Το προσωπικό πώς αντιδρούσε σε όλα αυτά; «Δουλεύαμε όλοι, αλλά με φόβο, δεν μας επέτρεπαν ούτε να μιλούμε, δεν κινούμασταν άνετα...». Έμειναν, όμως, όλοι στις θέσεις τους μού λέει η κα Νίκη, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, «δεν έφυγε κανείς, αλλά σιωπητοί». Επιμένω να μάθω, με ποιον τρόπο γινόταν η διαλογή... «όλα κανονικά γινόντουσαν, κανονικά, αλλά με τούτον τον φόβο, την πίεση, έλεγχος, να τον δω τούτον, το όνομά του, ποιος είναι, κάμετε τον εντάξει, πάρτε τον στην ψυχιατρική...». Κοφτές εκφράσεις, σταθερή η φωνή της κας Νίκης, λέξεις όμως που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη μνήμη της.
Η κα Νίκη Μιχαήλ σε χριστουγεννιάτικη γιορτή στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, το 1967-1968... όταν όλα ήταν τελείως διαφορετικά…
Το τανκς του Ντάνου
«Τώρα θυμούμαι και το τανκς του Ντάνου... Ήταν ένας κοντός, τον θυμούμαι καλά τούτον τον κύριο, με κοντό χακί παντελόνι και τα άρβυλά του. Εφέραν που λες ένα τανκς και εβάλαν το μπροστά από την είσοδο του νοσοκομείου, το κανόνι έβλεπε πα’ στο νοσοκομείο, τούτο θυμούμαι το καλά», ξεκλείδωσε από τη θύμησή της η φιγούρα του αξιωματικού με το κοντό παντελόνι. Η κα Νίκη μιλάει για τον επικεφαλής της ομάδας της ΕΟΚΑ Β΄ στο νοσοκομείο της Λευκωσίας, υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Γεώργιου Ντάνου. Και όλα αρχίζουν να κυλούν... «Τα γραφεία όλα του νοσοκομείου τα κατέλαβαν, εφύγαν τις υπεύθυνές μας που τα γραφεία τους, που ήταν μεγάλες και σε ηλικία και σε τίτλο, και εκάτσαν αυτοί εις τα γραφεία τους. Ήταν με στρατιωτικές στολές, με όπλα, και καταλάβαν τα γραφεία. Εμείς εντολές παίρναμε, εντολές από τη σίστερ, εκείνη από πού έπαιρνε όμως δεν ξέρω». Πέντε ημέρες αναρχίας... και αμέσως διορθώνω και λέω στην κα Νίκη, ημέρες τρομοκρατίας... εκείνη μού απαντά: «Ήταν και λίγο αναρχία, διότι δεν μπορείς να πεις του γιατρού ή της νοσηλεύτριας τούτον μεν τον περιθάλψεις. Τούτο εν αναρχία, η δουλειά μου είναι να περιθάλπω ούλλους».
Και μετά η εισβολή
Οι πολύ δύσκολες ημέρες του πραξικοπήματος σταμάτησαν με τις πιο τραγικές της εισβολής... «Θυμάμαι ότι κανσελάρανε και τη θερινή μας άδεια.. που θα άρχιζε στις 20 Ιούλιου», αλλά βέβαια από τις 15 Ιουλίου η κα Νίκη, όπως και το υπόλοιπο προσωπικό δούλευε πυρετωδώς... «Το πρωί της 20ής Ιουλίου εργαζόμουν στις Πρώτες Βοήθειες, με τη Ρίτα Κωμοδίκη, με τον Ηλιάδη τον γιατρό και δεν μπορώ να σου πω πόσους τραυματίες δεχθήκαμε εκείνη τη μέρα, κομμένα χέρια, πόδια... Ήταν...». Οι άνθρωποι που είχαν καταλάβει κατά κάποιο τρόπο το νοσοκομείο παρέμειναν; «Δεν εφύαν, ούτε στον πόλεμο εφύαν να πάσι, εθκιανεύκουνταν μες στο νοσοκομείο...». «Έκαμε μου εντύπωση ένα πράμα, ότι εθέλασι να ξαναπάνε πίσω όταν ήταν λίον τραυματισμένοι... “όι, πρέπει να πάμε πίσω” ελέαν...» και λέξη τη λέξη η κα Νίκη μού λέει: «Θυμούμαι που αυτοί με τα στρατιωτικά από τον τρίτο όροφο πυροβολούσαν που τζει στους Τούρκους και είπεν τους ο γιατρός ο Σουλιώτης (σ.σ. ο σύζυγος της Στέλλας Σουλιώτη), σταματάτε, γιατί ναι, δεν χτυπούν το νοσοκομείο, αλλά αν βάλλετε που το νοσοκομείο, εν να μας χτυπήσουν...». Από την ημέρα του πραξικοπήματος μέχρι και τις πρώτες ημέρες μετά την εισβολή η κα Νίκη, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι δεν έφυγαν παρά μόνο μία ή δύο φορές... Από τη μία νοσηλεύτρια, που προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά της, και από την άλλη στο χωριό της είχε δύο μωρά... «Κοίταξε, τζείνες τες μέρες, δεν εσκέφτουμουν τίποτε, ούτε τη ζωή μου, αλλά ούτε τα μωρά μου. Τζιαμέ...». Η κα Νίκη είχε όμως την έγνοια και των δύο αδελφών της, στρατιωτών, ο ένας στον Καράολο της Αμμοχώστου και ο άλλος στην Κερύνεια, στο Τρίκωμο... «Εσκέφτουμουν το, εκοίταζα... Μες στους νεκρούς εκοίταξα πολλές φορές, μες στους βαριά τραυματίες... εν είχαμε κανένα νέο, εν εμπορούσαμε να μάθουμε τίποτε...»...
Αγιος Παύλος και ΕΛΔΥΚ
«Όταν εβομβαρδίζαν τον Άγιο Παύλο είχα διπλή αγωνία, γιατί είχα πολλούς συμμαθητές μου, του τζαιρού μου, του Βαρωσιού... αλλά και τον βομβαρδισμό της ΕΛΔΥΚ θυμούμαι τον καλά». Αυτές οι δύο μάχες έμειναν χαραγμένες στη μνήμη της κας Νίκης, κάτι που μου το τονίζει και η ίδια... «Οι στρατιώτες που έρκουνταν λέαν μας, τζαι οι δικοί μας και οι Έλληνες, εκάτσαν την ΕΛΔΥΚ ένα μέτρο κάτω, δηλαδή τόσες πολλές βόμβες εσύραν εκεί, σε τζείνον το σημείο. Οι ειδήσεις που ακούγαμε από τους ίδιους τους στρατιώτες ήταν πολλά συγκλονιστικές». Αυτοί οι στρατιώτες τι άλλα μηνύματα μετέφεραν; «Κοίταξε να δεις. Εγώ θυμούμαι ότι ήταν νέοι, αλλά όταν ήταν λίγο το τραύμα τους, έκαμνε μου εντύπωση. Εθέλαν να πάνε πίσω. Μετά, όταν κατάλαβαν την προδοσία, κατάλαβα ότι δεν άξιζε τον κόπο να πάσιν πίσω... το καταλάβανε τζι αυτοί ότι εν άξιζε να πάσιν πίσω. Αλλά στην αρκή όλοι εθέλαν να πάσιν, δεν έμεινε ένας που να μη θέλει να πάει ή να πει, “ου, είμαι τραυματισμένος εν να μείνω...”. Τούτον ήταν το αίσθημα που έπιασα εγώ που τζείνες τις μέρες. Μετά που ησύχασε η κατάσταση και εφκήκα στον χειρουργικό θάλαμο, που ήταν οι πολλά τραυματίες, θυμούμαι που είχαν το σθένος και ετραγουδούσαν θέμα, Μάνο Λοΐζο, τα τραγούδια της εποχής τζείνης... και έλεγα “κοίταξε, Κύριέ μου”... έκανε μου εντύπωση...». Όλη αυτή η εμπειρία, κα Νίκη, αυτών των είκοσι ημερών, τι σας άφησε; τη ρωτάω, με το συναίσθημα της κουβέντας να μας έχει καταβάλει αμφότερους... «Εν θέλω να τα θυμούμαι, ούτε τις ημέρες που εδούλευκα στο νοσοκομείο θέλω να θυμούμαι, είναι οδυνηρά» και ο τόνος της φωνής της μου επέβαλε κατά κάποιο τρόπο να κλείσω το μαγνητόφωνό μου.