Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Με την χθεσινήν Αλκµήνην αφίκετο εκ Πειραιώς ο Dr Einard Gjerstad, μέλος της Σουηδικής αποστολής η οποία θα διενεργήση αρχαιολογικάς ανασκαφάς εις την νήσον µας. Τα άλλα µέλη της αποστολής θα φθάσουν εδώ κατά Σεπτέµβριον». Έτσι αναγγέλλεται στον Τύπο της εποχής τον Αύγουστο του 1927 η αρχή της παρουσίας της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής στην Κύπρο που αποτελείτο από τους Σουηδούς αρχαιολόγους Einar Gjerstad, Alfred Westholm, Erik Sjoqvist και τον αρχιτέκτονα John Lindros, που έμειναν στο νησί για τέσσερα χρόνια, από το 1927 έως το 1931, ανασκάπτοντας διάφορες θέσεις σε ολόκληρο το νησί. Βέβαια, ο Gjerstad δεν ήταν άγνωστος στο νησί, ούτε ανενημέρωτος για την αρχαιολογία του. Την είχε επισκεφθεί και στο παρελθόν, το 1924, κάνοντας ανασκαφές στην Καλοψίδα, και το 1926, δημοσίευσε στην Ουψάλα το βιβλίο του «Studies on Prehistoric Cyprus» (Μελέτες για την Προϊστορική Κύπρο). Έχοντας πια τη στήριξη του διαδόχου του θρόνου της Σουηδίας Γουσταύου Στ΄ Αδόλφου και ευνοϊκό πεδίο στην Κύπρο, γνωρίζοντας καλά και τον Λ.Ζ. Πιερίδη, η κυπριακή αρχαιολογία έμελλε να είναι πια διαφορετική. Η Αποστολή από τον Οκτώβριο του 1927 ώς τον Δεκέμβριο του 1930 είχε ανασκάψει στη Λάπηθο, στο Βουνί, στους Σόλους, στην Πέτρα Λιµνίτη, στην Πόλη Χρυσοχούς, στο Δάλι, στις Μάνδρες, στα Κορόβεια, στο αρχαίο Κίτιο, στην Ξυλοτύμπου, όπου δεν στάθηκε τυχερή, ενώ ξεκίνησε και ανασκαφές στην Κυθρέα, στην τοποθεσία Άγιος Δημητριανός, όπου είχε ανευρεθεί το άγαλμα του Σεπτιμίου Σεβήρου και φυσικά στην Αγία Ειρήνη, στην Έγκωμη, κ.α.
«Εν τω μεταξύ, ήρχισε να γίνεται μεταξύ της Σουηδικής Αποστολής και των Αρχών του Κυπριακού Μουσείου η διανομή των ευρημάτων των ανασκαφών της Σουηδικής Αποστολής με αγαστήν, ως λίαν ευχαρίστως πληροφορούμεθα, ομοφωνίαν». Στη φωτογραδία τρεις ταύροι από τερακότα από την Αγία Ειρήνη, σήμερα στο Μουσείο Medelhavsmuseet.
Με την άφιξη στην Κύπρο του Gjerstad (και αφού παρετέθη γεύμα υπό της Αυτής Εξοχότητος στον επικεφαλής της αποστολής και στον κ. Λ. Πιερίδη) ξεκίνησαν οι προκαταρκτικές εργασίες στις πρώτες περιοχές, όπου θα γινόντουσαν ανασκαφές, έτσι ο Gjerstad, μαζί με τον βουλευτή και πρόξενο της Σουηδίας στην Κύπρο Λ.Ζ. Πιερίδη επισκέφθηκαν πρώτα τη Λάπηθο, συνοδευόμενοι από τον υποδιευθυντή του Κτηματολογίου Λ. Παπαπέτρου. Εκεί σε συνάντησή τους με τους κατοίκους της κωμόπολης υπέγραψαν έγγραφο δωρεάν παραχώρησης στους αρχαιολόγους να χρησιμοποιήσουν τα χωράφια τους, με τον όρο να αποζημιωθούν για οποιαδήποτε ζημιά προκληθεί. Έπειτα, πήγαν και στο Καραβοστάσι, όπου επίσης παρά τους αρχαίους Σόλους θα γινόντουσαν ανασκαφές, με τους χωρικούς να υπογράφουν παρόμοιο έγγραφο «άνευ δισταγμού». Όπως αναφέρεται στον Τύπο: «Ελπίζεται ότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, όποτε θα ευρίσκωνται εδώ και τα άλλα µέλη της Αρχαιολογικής Αποστολής θα αρχίσωσιν αι ανασκαφαί ταυτοχρόνως εις Λάπηθον και Σόλους. Η Αποστολή διαθέτει απεριόριστον ποσόν διά τας εν Κύπρω ανασκαφάς αίτινες θα διαρκέσωσιν επί δύο τουλάχιστον έτη. Πιστεύεται δι’ ότι θα διενεργηθούν ανασκαφαί και εις το παλαιόν Κίτιον» (Ελευθερία, 7 Σεπτεμβρίου 1927). Πράγματι, η Σουηδική Αποστολή στις ανασκαφές που διενήργησε στην «Παµπούλαν», στο βιβλικόν Κίτιον έφερε στο φως τα ερείπια αρχαϊκού κυπριακού ναού του θεού Μελκάρτ. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα μετά τις ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Μάιερτ, αυτές της Σουηδικής Αποστολής είναι οι μόνες «επιστημονικώς και συστηματικώς διενεργηθείσαι».
H Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή (1930) στο Μερσινάκι. Από αριστερά: John Lindros, Alfred Westholm, Erik Sjöqvist και Einar Gjerstad.
Ενδιαφέρον έχει ότι η έναρξη των αρχαιολογικών ανασκαφών, εκτός από τη δεδομένη αξία τους για την ανάδειξη του ιστορικού πλούτου πυροδοτεί και άλλου είδους συζητήσεις, που πάνε πέρα από την αρχαιολογία, ενδεικτική η ανταπόκριση του Νέστωρα από τη Λάπηθο, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1927, έχοντας δει τα πρώτα αποτελέσματα και τις πρώτες αποκαλύψεις των αρχαιολόγων, που σε μόλις τέσσερις ημέρες είχαν αποκαλύψει τάφους με ωραία και στερεά αγγεία, σημειώνει: «Ώστε εδώ ήκµαζε πολιτισμός προ 5,000 ετών […] Η αρχαία Λάπηθος καθ’ όλους τους χρόνους της ακµής της ήτο πλουσία, και επί της εποχής των Βυζαντινών επωνοµάσθη Λάµπουσα διότι ελαµπεν ως χρυσός. Φαίνεται ότι οι τότε κάτοικοι επλούτουν διά της βιομηχανίας και του εμπορίου. Ενώ σήµερον οι δύο αυτοί πλουτολογικοί παράγοντες ελλείπουν. Ζώµεν και κινούµεθα σήµερον µόνον γεωργικώς, και δι’ αυτό κακοδαιµονούµεν. Γεωργία, βιομηχανία, και εµπόριον είνε αλληλένδετα, και όταν λείπει το εν χωλαίνουν τ’ άλλα».
Τα μέλη της αποστολής είχαν την ευκαιρία, εκτός από το να μελετήσουν την αρχαία ιστορία της Κύπρου, αλλά και να γνωρίσουν τα ήθη και τα έθιμα του νησιού εκείνη την περίοδο. Έτσι, στον γάμο του Χρ. Κ. Ταλιαδώρου με την Ελένη Θεοκλέους προσκαλέστηκε και ολόκληρη η σουηδική αποστολή, που βρισκόταν στη Λάπηθο. Μάλιστα, σε απάντηση της πρόποσης υπέρ της Σουηδικής Αποστολής από τον γιατρό Πηγασίου, ο Gjerstad, στα ελληνικά είπε: «Κύριοι. Ημείς τέκνα του απωτάτου σημείου της Ευρώπης ευχαριστούμεν όλους υμάς από μέσα στα βάθη της καρδιάς μας, ιδιαιτέρως δε τον ιατρόν κ. Πηγασίου διά τα ωραία του λόγια και παρακαλώ να ηψώσητε όλοι το ποτήρι διά να πιούμεν εις υγείαν του γαμβρού και της νύμφης και να τους ευχηθώμεν να ζήσουν χρόνια πολλά και ευτυχισμένα. Περιπλέον δε παρακαλώ όπως αφού κενώσωμεν το ποτήρι τούτο να μας επιτρέψητε να τραγουδήσωμεν εις την Σουηδικήν γλώσσαν ένα γαμήλιο άσμα».
Φυσικά, όσο περνούσε ο καιρός και η Αποστολή εμφάνιζε ολοένα και πιο σημαντικά ευρήματα, από τις 21 περίπου θέσεις που ανέσκαψε σε όλη την Κύπρο, τόσο αύξανε και το αίσθημα υπερηφάνειας των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, με τα δημοσιεύματα να δίνουν και να παίρνουν, περνώντας πια από τις πίσω σελίδες στα πρωτοσέλιδα. Διαβάζουμε για παράδειγμα στην «Ελευθερία» της 13ηςΟκτωβρίου 1928: «H Κύπρος διαγωνίζεται προς την Κρήτην ως νήσος αρχαιολογικών θησαυρών. Άνευ προηγουμένου ελληνικαί ανακαλύψεις». Ο πηχυαίος τίτλος αυτός αντικατοπτρίζει το συναίσθημα που υπήρχε, μετά την ανακάλυψη του ανακτόρου στο Βουνί. Με την πάροδο του χρόνου και ενόσω οι ανασκαφές συνεχίζονταν, ο Τύπος άρχισε να ασχολείται περισσότερο, εκτός από τα μονόστηλα. Ο Wideson σε άρθρο του τον Νοέμβριο του 1929, στην «Ελευθερία», δύο χρόνια σχεδόν μετά την έναρξη των ανασκαφών και την ανακάλυψη του αρχαίου θεάτρου των Σόλων και του ανακτόρου στο Βουνί αναφέρει: «Η ανασκαφή των εστοίχισεν εις την Αποστολήν λ. 1500, αι δε Εταιρείαι των μεταλλείων Σκουριωτίσσης και Αµιάντου μας παρέσχον κάθε βοήθειαν […]» του λέει ο Σουηδός αρχαιολόγος Βέστχολμ και «τώρα εις τους Κυπρίους, εις ηµάς εναπόκειται η συντήρησις των ερειπίων των ανακτόρων […]», λέγοντας πως με το ποσό των 100 λιρών και οι Κύπριοι μπορούν να συνδράμουν στα έξοδα των εργασιών που απαιτούνται: «Δεν πρέπει να αποδειχθή ότι η νήσος δεν κατοικείται σήμερον από Έλληνας. Δεν πρέπει, Μακαριώτατε. Κύριοι Βουλευταί και Κύριοι Δήμαρχοι της Κύπρου και Κύριοι αρχαιόφιλοι και Κύριοι πατριώται. Εάν είσθε Έλληνες έχετε τον λόγον. Το χρήμα ασφαλώς το έχετε».
Τροποποίηση του νόμου
Με το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Νομοθετικού Συμβουλίου μεταξύ άλλων νόμων που ο αρμοστής ανακοίνωσε ότι θα συζητηθούν είναι και το νομοσχέδιο περί «Τροποποίησεως του περί Αρχαίων Μνημείων και Αρχαιοτήτων Νόμου». Πράγματι στη συνεδρία της Τετάρτης «επεψηφίσθη το νομοσχέδιον Περί τροποποίησεως του περί αρχαίων μνημείων και αρχαιοτήτων νόμου». Σε εκείνη τη συνεδρία ο βουλευτής Λάρνακας Λ. Ζ. Πιερίδης κλήθηκε από τον κυβερνήτη «εις έτερον μέρος της αιθούσης» και «συνδιαλέχθη μετ’ αυτού ιδιαιτέρως επί δέκα περίπου λεπτά». Ο νόμος που έως τότε ίσχυε ήταν αυτός του 1905, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες ανήκαν εξ ολοκλήρου στην Κυβέρνηση, καταργώντας τον διαμοιρασμό στα τρία, σε περιπτώσεις ανασκαφών, 1/3 η κυβέρνηση, 1/3 ο ανασκαφέας και 1/3 ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου ή αγρού, του προηγούμενου, οθωμανικού νόμου. Με την τροποποίηση του Νόμου του 1905 ο ανασκαφέας μπορούσε να λάβει αντικείμενα μετά από απόφαση της Επιτροπείας του Μουσείου, με την έγκριση του κυβερνήτη, στη βάση σχετικού συμφωνητικού εγγράφου για διενέργεια ανασκαφής που είχε συναφθεί.
Η διαδικασίας διαμοιρασμού των ευρημάτων
H Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή (1930) στο Μερσινάκι. Από αριστερά: John Lindros, Alfred Westholm, Erik Sjöqvist και Einar Gjerstad.
Μερικούς μήνες πριν από τη λήξη της αποστολής των Σουηδών, το νησί επισκέφθηκε και ο μαικήνας της Σουηδικής Αποστολής, ο διάδοχος της Σουηδίας Γουσταύος Στ΄ Αδόλφος επισκέφθηκε την Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1930. Κατά την παραμονή του στο νησί ο διάδοχος εξέδραμε σε διάφορες περιοχές, αλλά η κυριότερη αιτία της επίσκεψής του λέγεται πως είναι η επιθυμία του να είναι παρών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμοιρασμού των ευρημάτων, μεταξύ της Αποστολής και της αποικιακής κυβέρνησης. Λίγες μόνο μέρες μετά την άφιξη του διαδόχου ξεκίνησαν και οι εργασίες για τη διανομή των αρχαιοτήτων και διαβάζουμε: «Εν τω μεταξύ, ήρχισε να γίνεται μεταξύ της Σουηδικής Αποστολής και των Αρχών του Κυπριακού Μουσείου η διανομή των ευρημάτων των ανασκαφών της Σουηδικής Αποστολής με αγαστήν, ως λίαν ευχαρίστως πληροφορούμεθα, ομοφωνίαν, ήτις, δεν αμφιβάλλομεν, θα εξακολούθηση έως τέλους εις τρόπον ώστε να μείνει ικανοποιημένη κατά πάντα ή Σουηδική Αποστολή, εις την οποίαν και το Μουσείον και η Κύπρος καθόλου τόσα οφείλει». Και αλλού: «Ευχαρίστως πληροφορούμεθα ότι η διανομή των αρχαιολογικών αντικειμένων διενεργείται εν πνευματι φιλικώ δεδομένου ότι από τα αρχαία μνημεία Θέατρον, Ακροπολις, Ανάκτορα κ.τ.λ. τα οποία φυσικά θα μείνουν in situ δεν θα καρπωθή τίποτε η Αποστολή παρά τας υπερόγκους δαπανάς τας οποίας υπέστη. Ο κ. Έκρουτ μετά του οποίου ωμιλήσαμεν μας είπεν ότι η Α. Υ. ο Διάδοχος είναι κατενθουσιασμένος με τα παλαιοντολογικά ευρήματα τα οποία ο ίδιος ανεκάλυψεν εις Αρεδιού και εις την Άγ. Ειρήνην μεταξύ των οποίων και εις πυγμαίος Ιπποπόταμος». Φαίνεται λοιπόν από τα δημοσιεύματα ότι μέλημα ήταν να μείνει ικανοποιημένη η σουηδική πλευρά, με την κυπριακή να παραμένει ευγνωμονούσα για τις υπηρεσίες που της προσέφεραν ο Gjestard και η ομάδα του. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε γίνει τα πιο πολύτιμα από τα χρυσά και τα αργυρά αντικείμενα θα έπρεπε να μείνουν στο Κυπριακό Μουσείο, πράγμα που φαίνεται όταν δημιουργήθηκε ζήτημα με «ωρισμένα αντικείμενα» και πιο συγκεκριμενα «εκ των επιμάχων αντικειμένων το κυριώτερον ήτο ένα χρυσούν περιδέραιον ανευρεθέν κατά τας ανασκαφάς εις Έγκωμην, ιδιαιτέρας καλλιτεχνικής και αρχαιολογικής αξίας, τελικώς όμως απεφασίσθη να παραμείνη τούτο εις το Μουσείον».
Τα αντικείμενα που είχαν ανευρεθεί έφταναν περίπου τις 18.000 (αγγεία, αγάλματα, κοσμήματα, όστρακα) και παρόντες ήταν ο Einar Gjerstad εκ μέρους της Σουηδικής Αποστολής, ο έφορος του Κυπριακού Μουσείου Μενέλαος Μαρκίδης, και ο Rupert Gunnis εκ μέρους της Επιτροπείας του Μουσείου. Τελικά οι Σουηδοί έλαβαν περίπου το 65% των αντικειμένων, τα οποία συσκευάστηκαν 771 ξύλινα κιβώτια, τα οποία από τη Λευκωσία σιδηροδρομικώς έφτασαν στο λιμάνι της Αμμοχώστου, στις αρχές Μαρτίου του 1931, μεταφορτώθηκαν σε πλοίο για να ταξιδέψουν στη Σουηδία. Η κυπριακή συλλογή του Μουσείου Medelhavsmuseet (Μουσείο Μεσογειακών και Εγγύς Ανατολής Αρχαιοτήτων) στη Σουηδία είναι η μεγαλύτερη στο εξωτερικό και μόλις πρόσφατα υπεγράφη Σύμφωνο Συνεργασίας του Μουσείου με το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου για ψηφιοποίηση όλου του αποθέματος του Μουσείου με απώτερο στόχο τα αποτελέσματα να είναι σε ανοιχτή πρόσβαση (Open Access) για όλο τον κόσμο και ειδικότερα σε ερευνητές και εκπαιδευτές.