Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ολοένα κι αυξανόμενη τάση να συζητάμε για το θέμα της άνοιας: έρευνες δείχνουν ότι, δυστυχώς, οι αριθμοί των ατόμων που προσβάλλονται από άνοια αυξάνονται σημαντικά, με τη νόσο του Alzheimer, πιο συγκεκριμένα, να κατέχει τα πρωτεία, ως την πιο συχνή μορφή άνοιας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2022), υπολογίζεται ότι μέχρι το 2030, το 1/6 του παγκόσμιου πληθυσμού θα βρίσκεται πάνω από 60 ετών, ενώ μέχρι το 2050 αναμένεται ότι ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 θα έχει διπλασιαστεί, με τα περισσότερα από αυτά τα άτομα να ζουν σε χώρες με χαμηλό και μέτριο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, σε περιπτώσεις χωρών που δεν παρέχεται ολοκληρωμένη πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας, τα άτομα με χαμηλό ή μέτριο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο θα έχουν λιγότερες ευκαιρίες να λάβουν ποιοτική κι ολιστική φροντίδα, καθώς όσο μεγαλώνουν, η υγεία τους μπορεί να επιβαρύνεται και τα κόστη θα αυξάνονται.
Γιατί, λοιπόν, μάς ενδιαφέρουν οι αριθμοί αυτοί; Όπως λέει και η φράση «δεινόν τό γῆρας, οὐ γάρ ἔρχεται μόνον». Με άλλα λόγια, καθώς το σώμα γερνά, η υγεία μας φθίνει, τα όργανα μας εξασθενούν: το ίδιο συμβαίνει και με τον εγκέφαλό μας, όπου παρατηρούνται αλλαγές στη δομή και τις λειτουργίες του. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να είναι είτε αποτέλεσμα φυσιολογικής γήρανσης είτε παθολογικής. Η φυσιολογική γήρανση αναφέρεται σε τυπικές αλλαγές του σώματος, όπως μείωση μάζας σώματος, δυσκολίες στη βάδιση και την όραση, αλλά και φυσιολογική συρρίκνωση του εγκεφάλου, καθώς τα εγκεφαλικά κύτταρα σταδιακά «πεθαίνουν». Αυτές οι αλλαγές δεν επηρεάζουν την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου. Στην περίπτωση της παθολογικής γήρανσης, ωστόσο, οι αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου συμβαίνουν ταχύτερα εξαιτίας κάποιας νόσου, όπως η νόσος Alzheimer: το άτομο παύει να είναι αυτόνομο, καθώς επηρεάζεται σημαντικά η λειτουργικότητα και η καθημερινότητά του (πχ, δυσκολεύεται να πληρώσει λογαριασμούς, να μαγειρέψει κτλ).
Αν και η άνοια και οι κλινικές νόσοι που προκαλούν άνοια, όπως η νόσος Alzheimer, είναι μη θεραπεύσιμες, η βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι η άνοια μπορεί να προληφθεί. Η πρόληψη ή καθυστέρηση της εμφάνισης της νόσου ή η καθυστέρηση κι επιβράδυνση της εξέλιξής της μπορεί να οδηγήσει σε γενικότερη βελτίωση της κατάστασης της υγείας και της ποιότητας ζωής του ατόμου. Παρόλο που οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις θεωρούνται η πιο διαδεδομένη κι ενδεδειγμένη οδός αντιμετώπισης, ωστόσο δεν είναι οι μόνες διαθέσιμες: μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως η γνωστική ενδυνάμωση, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη και καλύτερη διαχείριση της παθολογικής γήρανσης.
Η γνωστική ενδυνάμωση αφορά στοχευμένες παρεμβάσεις σχεδιασμένες να βελτιώσουν, να ενισχύσουν και να διατηρήσουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου, όπως: μνήμη, προσοχή, συγκέντρωση, αντίληψη, ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, γλώσσα.
Αναμφισβήτητα, δραστηριότητες όπως το διάβασμα βιβλίων και τα σταυρόλεξα, βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο, η γνωστική ενδυνάμωση προσφέρει μια πιο ολιστική, εξειδικευμένη κι επιστημονική προσέγγιση στο θέμα ενίσχυσης της μνήμης και των γνωστικών λειτουργιών. Ποιον αφορά η γνωστική ενδυνάμωση; Δυνητικά, όλους! Ενήλικες με ή χωρίς οικογενειακό ιστορικό άνοιας, ενήλικες που στο γενικότερο πλαίσιο αυτό-φροντίδας και πρόληψης θέλουν να προλάβουν πιθανές μελλοντικές γνωστικές δυσκολίες, άτομα που οι ίδιοι -ή οι συγγενείς τους- έχουν αρχίσει να παρατηρούν κάποιες αλλαγές (πχ στη γλώσσα, τη συμπεριφορά, την ανάκληση), και άτομα ήδη διαγνωσμένα με κάποιας μορφής άνοια, σε οποιοδήποτε στάδιο της νόσου, για εμπλουτισμό της καθημερινότητάς τους και διατήρησης της γνωστικής τους ικανότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη και υγεία του μυαλού είναι η ποιότητα και διάρκεια του ύπνου, η σωματική άσκηση, η ισορροπημένη διατροφή και η ενυδάτωση: παρατηρείται αρκετά συχνά το φαινόμενο όπου άτομα με άνοια δεν τρέφονται σωστά ούτε ενυδατώνονται επαρκώς ή καθηλώνονται στο σπίτι (ειδικά αν συνυπάρξει και κάποιο περιστατικό πτώσης ή άλλο πρόβλημα υγείας), κάτι που μακροπρόθεσμα οδηγεί σε φθίνουσα πορεία του σώματος και του εγκεφάλου, αν δεν υπάρξουν μέτρα δράσης, όπως τα παραπάνω.
Επίσης, έρευνες δείχνουν ότι ένα καλό υποστηρικτικό δίκτυο, οι κοινωνικές συναναστροφές και η αλληλεπίδραση με άλλους, βοηθούν το άτομο να παραμένει ενεργό, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Αρκετές φορές, όταν ξεκινά η γνωστική έκπτωση, θα ακούσουμε άτομα να αναφέρουν ότι «χάνουν το μυαλό τους» και ότι μπερδεύονται περισσότερο: σε αυτές τις περιπτώσεις, η στήριξη από σημαντικούς άλλους είναι χρήσιμη προκειμένου να μην απογοητεύονται, να μην αποσύρονται κοινωνικά και να μη βιώνουν αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος, απάθεια, κατάθλιψη, έλλειψη κινήτρου, τα οποία επιδρούν αρνητικά και, πιθανόν, επιταχύνουν τη γνωστική έκπτωση. Η αίσθηση ότι εξακολουθούν να είναι χρήσιμα και πολύτιμα μέλη μιας οικογένειας/κοινότητας παίζει ουσιώδη ρόλο στην ποιότητα ζωής τους.
Μείζονος σημασίας κομμάτι της πρόληψης αποτελούν και οι προγραμματισμένες επισκέψεις, η επικοινωνία και η συστηματική παρακολούθηση από γιατρούς (πχ, παθολόγους/ νευρολόγους/ ψυχιάτρους) κι άλλους επαγγελματίες υγείας ( όπως, ψυχολόγους/ εργοθεραπευτές/ φυσιοθεραπευτές/ λογοθεραπευτές). Παρατηρούνται συχνά παρανοήσεις, όπως «η άνοια προσβάλλει μόνο τους ηλικιωμένους»(σε περιπτώσεις που ένας νεότερος σε ηλικία εμφανίζει διαταραχές στη μνήμη), «ο παππούς/ γιαγιά έχουν κατάθλιψη/ έτσι ήταν πάντα» (όταν υπάρχει αλλαγή στη συμπεριφορά), «τα φάρμακα θα χειροτερέψουν την κατάστασή του/της» (όταν δίνεται φαρμακευτική αγωγή) ή «ξεχνάει λίγο, αλλά έχει διαύγεια» (όταν υπάρχει άρνηση της κατάστασης). Συχνά παρακάμπτονται οι επισκέψεις σε γιατρούς (πχ, νευρολόγους), με το σκεπτικό ότι «δεν αλλάζει η κατάσταση, ας μείνει έτσι κι όσο πάει». Επειδή, ωστόσο, η άνοια εμπεριέχει, εκτός από το κομμάτι της μνήμης, και συναισθήματα δυσφορίας, νευρικότητας κι άγχους, χρειάζεται να δώσουμε σημασία στα σημάδια και να μην παρακάμπτουμε ή αναβάλλουμε την επίσκεψη σε ειδικούς. Η ρυθμισμένη φαρμακευτική αγωγή, η παρατήρηση της γενικότερης κλινικής εικόνας του ατόμου και η σωστή ενημέρωση και, γενικότερα, οι στοχευμένες δράσεις, είναι καθοριστικοί παράγοντες για την εξέλιξη της νόσου.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η άνοια δεν αφορά πια μόνο στα ηλικιωμένα άτομα, αντιθέτως, όλο και πιο συχνά εντοπίζονται περιπτώσεις πρόωρης έναρξης άνοιας, σε άτομα ηλικίας κάτω των 60 ετών. Επομένως, η πρόληψη και η έγκυρη ανίχνευση κρίνονται αναγκαίες, προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Γράφουν οι:
Ολίβια Καναπίτσα, MSc Ψυχολογία Υγείας (Υπεύθυνη Ψυχοκοινωνικού Τμήματος Ομίλου Ματέρια)
Σαββίνα Χρυσοστόμου, MSc Νευροψυχολογία (Λειτουργός Γνωστικής Ενδυνάμωσης Κέντρου Γνωστικών Λειτουργιών & Τεχνολογίας ΝΟΗΣΙΣ)