Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η θεατρική παράσταση «Τούλα» από την Campos Culture and Arts, σε συμπαραγωγή με το Κέντρο Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ, σε σκηνοθεσία Διομήδη Κουφτερού ανέβηκε για μόνο πέντε παραστάσεις τον Νοέμβριο στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – Majestic στη Λευκωσία. Πρόκειται για ένα έργο βασισμένο σε συνεντεύξεις έκαναν οι συντελεστές με την εικαστικό Τούλα Λιασή, στο πατρικό της στην Αγία Τριάδα Καρπασίας.
Η Τούλα Λιασή έμεινε εγκλωβισμένη στο χωριό της για έναν χρόνο, μετά την εισβολή, από τον Ιούλιο του 1974 έως τον Αύγουστο του 1975, οπότε και έφυγε για σπουδές πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στην Ολλανδία, στη Χάγη. Σπούδασε εικαστικές τέχνες, και μετουσίωσε τον κόσμο της σε σχήματα και φόρμες. Όλα τα προσωπικά βιώματά της, αλλά και ο βίος των γονιών της στο χωριό, της Μαρούλλας και του Σάββα Λιασή, έγιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τέχνη, όπως και ο χαμός του αδελφού της Γιαννάκη. Τέχνη που όμως ποτέ δεν εκβίασε το συναίσθημα του θεατή, αν αυτό ερχόταν καλώς… Η Τούλα Λιασή δημιουργούσε, αυτό έμαθε να κάνει, αυτό σπούδασε, και με αυτή τη σκέψη προχώρησε. Αυτή είναι εν ολίγοις η Τούλα Λιασή, η οποία συνδέθηκε άρρηκτα, λόγω των γονιών της, με τη λέξη «εγκλωβισμένος», αλλά φυσικά δεν είναι μόνο αυτό.
Η Τούλα Λιασή αφηγήθηκε τη ζωή της, μίλησε για όλα όσα την καθόρισαν ως προσωπικότητα και δημιούργησαν την εικαστικό Τούλα Λιασή, την οποία υποδύθηκε η Έλενα Αγαθοκλέους.
Η παράσταση ακουμπάει στην υποκατηγορία του θεάτρου ντοκουμέντο, στο verbatim θέατρο και θεωρώ καλή «προπόνηση» τις προηγούμενες δουλειές του Κουφτερού στη σκηνοθεσία, κυρίως με τις «Λούλλες» (με τον Νεκτάριο Θεοδώρου), αλλά και με τον μονόλογο «Άννα Πολιτκόφσκαγια – Ένα Θεατρικό Υπόμνημα», σε κείμενο του Στέφανου Μασίνι, με την Αγαθοκλέους στον ρόλο της Άννα Πολιτκόφσκαγια, της αντικαθεστωτικής Ρωσίδας δημοσιογράφου. Και στις δύο παραπάνω δουλειές ο Κουφτερός έδειξε πως το είδος αυτό του θεάτρου ντοκουμέντο μπορεί να το διαχειριστεί πάρα πολύ καλά και να καταφέρνει να φέρνει το κοινό σε συνομιλία με το πρόσωπο ή το γεγονός που σχολιάζεται.
Οι μακρές συζητήσεις της Λιασή με την ομάδα της παράστασης είμαι βέβαιος πως θα τους έδωσαν τόσες πολλές πληροφορίες που πραγματικά είναι άθλος ότι η παράσταση κρατήθηκε από τον Κουφτερό στην κατάλληλη διάρκεια, ώστε να κρατηθούν μόνο τα πιο καίρια από όσα τους αφηγήθηκε.
Στην παράσταση που έφτιαξε ο Διομήδης Κουφτερός έδωσε αυτόν τον ολιστικό χαρακτήρα της Λιασή, και μάλιστα τον τοποθέτησε στον φυσικό της χώρο, μία Πινακοθήκη και καθοδήγησε την Έλενα Αγαθοκλέους στον δρόμο του χαρακτήρα της Λιασή. Μίλησε για όλα τα σημαντικά ορόσημα της ζωής της Λιασή, και πώς αυτά μετουσιώθηκαν σε τέχνη.
Η Έλενα Αγαθοκλέους ένιωσε τη Λιασή, την κατανόησε, μπήκε στα παπούτσια της, όσο αυτό βέβαια είναι εφικτό, και την έφερε στη σκηνή, διατηρώντας ωστόσο και εκείνη τη χρειαζούμενη απόσταση, η οποία είναι αναγκαία ώστε να μην πέσει ο χαρακτήρας στην άστοχη σύγκριση. Με δόσεις χιούμορ, και μακριά από κάθε είδους προσποιητούς συναισθηματισμούς η Αγαθοκλέους αφηγήθηκε μια ζωή γεμάτη, τη ζωή ενός άλλου, που μπορεί να είναι ο καθένας και η καθεμιά που έχει ζήσει σε αυτόν τον τόπο και έχει αναρωτηθεί ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι οι άλλοι.
Η σκηνογραφία δε της Ελένης Ιώαννου με τη μικρογραφία του σπιτιού της Λιασή στην Αγία Τριάδα ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης, αλλά και βασικό και χρήσιμο συστατικό για την παράσταση. Η Ιωάννου, με τη βοήθεια των Χαράλαμπου Βαρέλια και Ρένου Γαβρή, κατάφερε να δημιουργήσει έναν ειδικό τόπο και ταυτόχρονα ένα οικουμενικό περιβάλλον, που περιστρέφεται γύρω από μια ζωή, ενός ανθρώπου που δεν έμεινε εγκλωβισμένος, μεταφορικά ή κυριολεκτικά.
Η παράσταση μπορεί να αφορούσε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, την Τούλα Λιασή, αλλά έθετε με ενάργεια πολλά ερωτήματα για τον τόπο, τους ανθρώπους του, αλλά και για το όλον του κόσμου σήμερα.