
ΚΥΠΕ
Η «Μητέρα» του Ουαζντί Μουαουάντ, η οποία παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία στη Νέα Σκηνή «Νίκος Χαραλάμπους» του ΘΟΚ, είναι ένα τραγικά επίκαιρο έργο, το οποίο αφορά άμεσα στο σήμερα και έχει πολλά κοινά στοιχεία με την κυπριακή τραγωδία του 1974, δηλώνουν σε συνέντευξή τους στο ΚΥΠΕ η σκηνοθέτρια της παράστασης, Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά, και η ηθοποιός Χριστίνα Χριστόφια, η οποία υποδύεται τον ρόλο της Ζακλίν Μουαουάντ, της μητέρας του συγγραφέα.
Κληθείσα να πει τι τη γοήτευσε στη «Μητέρα», η κ. Καρσερά αναφέρει ότι το συγκεκριμένο έργο είναι «ένα μικρό αριστούργημα, ένα διαμαντάκι από πλευράς δομής, κειμένου και γραφής», προσθέτοντας ότι «και μόνο να το διαβάσεις, πραγματικά σε συγκλονίζει».
Μιλώντας για τη συμμετοχή της στην παράσταση, η κ. Χριστόφια αναφέρει ότι αυτή προέκυψε από πρόσκληση της Μαρίας Μανναρίδου-Καρσερά. Παράλληλα, λέει ότι «θεατρικά είναι ένα δώρο, μια μεγάλη πρόκληση για την όποια ηθοποιό θα υποδυόταν τη Ζακλίν Μουαουάντ».
Η κ. Μανναρίδου-Καρσερά σημειώνει ότι ο συγγραφέας έγραψε και ανέβασε το συγκεκριμένο έργο στο Παρίσι το 2021, παίζοντας ο ίδιος τον ρόλο του ενήλικα συγγραφέα, όντας ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και διευθυντής του θεάτρου Κολίν (Colline) στο Παρίσι.
Ακόμη, η κ. Καρσερά επισημαίνει ότι στην παράσταση του 2021 στο Παρίσι, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία, είχε παίξει και η Βελγίδα δημοσιογράφος Κριστίν Οκράν (Christine Ockrent), η οποία ήταν πολύ γνωστή παρουσιάστρια ειδήσεων στη γαλλική τηλεόραση κατά τη δεκαετία του 1980, και ο Φιλίπ Ροσό (Philippe Rochot), ο οποίος ήταν ανταποκριτής στη Βηρυτό και οι ανταποκρίσεις του παρουσιάζονταν από την Οκράν.
Επιπλέον, τονίζει ότι όλοι οι χαρακτήρες του έργου είναι υπαρκτά πρόσωπα, όπως η μητέρα του συγγραφέα, η οποία απεβίωσε το 1987 σε ηλικία 55 ετών, ο αδελφός του, Νατζντί, ο οποίος δεν εμφανίζεται στο έργο, η αδελφή του, Νέιλα, η οποία ήταν 24 ετών το 1987.
Η προσέγγιση του ρόλου της μητέρας
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για τις προκλήσεις που συνάντησε στην προσέγγιση του έργου, η Μαρία Μανναρίδου- Καρσερά αναφέρει ότι την είχε προβληματίσει η μητέρα, εξηγώντας ότι είναι ένας εξωστρεφής χαρακτήρας, ο οποίος εκδηλώνεται με την πρώτη ευκαιρία που βρίσκει στο έργο. «Είναι αθυρόστομη, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, καταριέται, βρίζει. Βγαίνει πάρα πολύ σκληρή στην παράσταση και στη σχέση της με τα παιδιά της», λέει, προσθέτοντας ότι έπρεπε να διαχειριστεί αυτή τη συνθήκη, μαζί με την ηθοποιό Χριστίνα Χριστόφια, η οποία ερμηνεύει τον συγκεκριμένο ρόλο.
Όπως εξηγεί, η μητέρα του συγγραφέα «έζησε τον πόλεμο, τον εκτοπισμό και τη βία, έρχεται στο Παρίσι για να ζήσει με τα παιδιά της, των οποίων έχει την ευθύνη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αλλά το μυαλό της είναι στη Βηρυτό, ζει δίπλα από ένα τηλέφωνο». Σημειώνει ακόμη ότι οι τηλεφωνικές γραμμές στη Βηρυτό τη δεκαετία του 1980 ήταν κομμένες, άρα η Μητέρα δεν μπορούσε να επικοινωνήσει εύκολα ούτε με τον σύζυγό της ούτε με τις αδελφές της. Επομένως, «η μητέρα είναι συνεχώς σε ένταση», τονίζει.
Από την άλλη, αναφέρει η σκηνοθέτρια της παράστασης, «αυτές οι στιγμές που βλέπουμε στο έργο, αυτή η ένταση, αυτή η συνθήκη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, είναι μέσα από την επιλεκτική μνήμη». Παράλληλα, υπογραμμίζει πως σε δύο σημεία του έργου «ο συγγραφέας λέει ότι η μνήμη μας νομίζει πως τα ξέρει όλα. Δεν τα ξέρει όλα, απλώς διαλέγει να λέει ιστορίες», τονίζει. Αυτό το πράγμα, όπως εξηγεί στο ΚΥΠΕ, σημαίνει ότι «δεν τα θυμόμαστε όλα και δεν τα θυμόμαστε και σωστά. Αυτά που θυμόμαστε δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα». «Άρα το έργο είναι φτιαγμένο από αυτές τις στιγμές, αυτές τις αναμνήσεις που συνθέτει ο συγγραφέας», συμπληρώνει.
Η Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά διευκρινίζει ότι ο συγγραφέας στην ουσία θυμάται στιγμές που έζησε στο Παρίσι στην ηλικία των 9 ετών και την πολύ δύσκολη σχέση που είχε με τη μητέρα του. «Αυτό το παιδικό τραύμα κουβαλά μέχρι τώρα ο συγγραφέας ως ενήλικας και έχει αποφασίσει να γράψει αυτό το έργο για να ξορκίσει τη σκληρή σχέση που είχε με τη μάνα του», προσθέτει.
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ, η Χριστίνα Χριστόφια αναφέρει ότι προσέγγισε τον ρόλο της μητέρας με όση περισσότερη ειλικρίνεια θα μπορούσε. «Ως μάνα, προσπαθούσα να μπω στα παπούτσια αυτού του ανθρώπου, μιας πρόσφυγα που ζει αποκλεισμένη στη Γαλλία για 5 συναπτά έτη, χωρίς τη δυνατότητα και το δικαίωμα στη δουλειά, με τον άντρα της πίσω στον Λίβανο, και με τα παιδιά της σε μια πολύ τρυφερή ηλικία». Ακόμη, κάνει λόγο αφενός για την «προσπάθεια μιας μάνας να ζήσουν όσο πιο φυσιολογικά μπορούν τα παιδιά της, και αφετέρου με την αγωνία της αν θα κρατήσουν την έννοια της λιβανέζικης καταγωγής και τον πόθο της επιστροφής».
«Η μάνα χρειάζεται πολλή κατανόηση, πολλές φορές γίνεται σκληρή και άκαμπτη απέναντι στα παιδιά της, ενώ είναι ένα μωσαϊκό αντιδράσεων και συναισθημάτων που συνθέτουν μια τέτοια προσωπικότητα», εξηγεί. Δεδομένου ότι ο συγγραφέας παραδέχεται μέσα από τις γραμμές του κειμένου του ότι η μνήμη είναι επιλεκτική, η ηθοποιός διευκρινίζει ότι η μάνα «προφανώς δεν έχει υπάρξει μόνο σκληρή, όμως οι στιγμές αυτές έχουν καταγραφεί στο εννιάχρονο παιδί της πιο βαθιά, ως τραύμα ίσως, γι’ αυτό και εξιστορούνται με μεγαλύτερη ένταση στο έργο».
Η σχέση του έργου με το σήμερα και την Κύπρο
Η σκηνοθέτρια της παράστασης επισημαίνει ότι η «Μητέρα» έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τον κυπριακό λαό. «Πέρα από το γεγονός ότι το έργο πραγματεύεται τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, ο οποίος ξεκίνησε το 1975, με την τραγωδία του 1974 στην Κύπρο, και μόνο η χρονολογική συγκυρία είναι απίστευτη», τονίζει. Ακόμα, αναφέρει ότι υπάρχουν πολλά κοινά πολιτιστικά στοιχεία, το στοιχείο του φαγητού, καθώς και το στοιχείο του πολιτικού προβλήματος που διαιωνίζεται και δεν καταλήγει πουθενά.
Παράλληλα, η κ. Μανναρίδου-Καρσερά επισημαίνει ότι οι πρόβες για την παράσταση του ΘΟΚ εξελίσσοταν παράλληλα με τον πόλεμο και την ανθρώπινη τραγωδία στη Γάζα και τις επιθέσεις του Ισραήλ στο Λίβανο. Ως αποτέλεσμα, όπως εξηγεί, «δέθηκε τόσο πολύ η δική μας πραγματικότητα με την πραγματικότητα του έργου». Σημειώνοντας ότι στο έργο χρησιμοποιούνται τηλεοπτικά αρχεία με τις ανταποκρίσεις του Φιλίπ Ροσό και τα δελτία ειδήσεων που παρουσίαζε η Κριστίν Οκράν, αναφέρει ότι «όλα είναι τόσο πραγματικά, τόσο αληθινά, τόσο χειροπιαστά. Αυτό το πράγμα είναι πολύ κοντά μας».
Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο το έργο διαλέγεται με το σήμερα, η Χριστίνα Χριστόφια δηλώνει στο ΚΥΠΕ ότι «αν κάποιος απλώς κοιτάξει τις ειδήσεις, αντιλαμβάνεται ότι το ίδιο πράγμα ακριβώς συμβαίνει και στον Λίβανο και στην Παλαιστίνη, στην ευρύτερη μας γειτονιά, στη Μέση Ανατολή, αλλά όχι μόνο». Όπως λέει, «εξακολουθούν να υπάρχουν οι εμπόλεμες συρράξεις, οι ροές των προσφύγων, ο βίαιος ξεριζωμός των ανθρώπων, η ένταση, ο πόνος, η βία που ασκείται στον απλό άνθρωπο λόγω συμφερόντων».
«Το έργο, μας αφορά άμεσα. Και μόνο αν ακούσει κανείς τις λέξεις που εκφωνούν οι ηθοποιοί επί σκηνής, είναι λες και ακούμε τις γιαγιάδες μας και τις μανάδες μας», υπογραμμίζει. «Μπορεί στην Κύπρο να μην είναι εν ενεργεία η σύρραξη, αλλά υπάρχει η πράσινη γραμμή, υπάρχουν 200.000 πρόσφυγες, υπάρχουν τα οστά των αγνοουμένων που μπαίνουν σε μικρά κασόνια», προσθέτει. «Είμαστε στην ίδια σελίδα. Το αίμα έχει στεγνώσει, όμως το μελάνι της ιστορίας, της δικής μας προσφυγοποίησης, της κατοχής, του βίαιου ξεριζωμού μας δεν έχει στεγνώσει», τονίζει.
«Ό,τι ακούω να λέγεται επί σκηνής το έχω ακούσει στην καθημερινότητά μου από τη γιαγιά μου, τη μάνα μου, τον πατέρα μου, από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, τους οποίους συχνά επισκέπτομαι και λόγω του θεάτρου και όχι μόνο, γιατί μεγάλωσα δίπλα από προσφυγικό συνοικισμό», επισημαίνει η Χριστίνα Χριστόφια.
«Οι πρόσφυγες, όποια γλώσσα και αν μιλούν, όποια ιθαγένεια και αν έχουν, ο βίαιος εκτοπισμός, ο βίαιος εποικισμός, η βία του να κλαις ανθρώπους, η αγωνία του να μην ξέρεις τι έχει συμβεί, υπάρχουν ακόμη και σήμερα», αναφέρει η ηθοποιός. «Το τι τεκταίνεται στον Λίβανο ακόμα και σήμερα έχει να κάνει με την επιθετική πολιτική του Ισραήλ, έχει να κάνει με τους εκτοπισμένους Παλαιστίνιους. Ακόμα και η εμφύλια σύρραξη του Λιβάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την προσπάθεια αλλαγής του χάρτη και υφαρπαγής της γης των Παλαιστινίων», υποδεικνύει.
«Ο λόγος που αξίζει τον κόπο να κάνουμε αυτού του είδους το θέατρο είναι για να καταλαβαίνουμε ό,τι συμβαίνει στο σπίτι μας, στη γειτονιά μας, αλλά και πως ό,τι υφίστανται οι λαοί στη γειτονιά μας το υφιστάμεθα και εμείς οι ίδιοι, για να ξέρουμε γιατί πρέπει να έχουμε αλληλεγγύη στους λαούς που ξεριζώνονται και να μην αντιμετωπίζουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες μόνο ως πρόβλημα», δηλώνει στο ΚΥΠΕ η Χριστίνα Χριστόφια.
Η ανταπόκριση του κοινού
Μιλώντας για τις αντιδράσεις των θεατών, η Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά σημειώνει ότι το κοινό συγκινείται και ταυτίζεται με τη μάνα, την όλη κατάσταση και τις συνθήκες που δημιουργούνται από τον πόλεμο. «Δυστυχώς ο πόλεμος είναι παντού ο ίδιος, ασχέτως του πού βρισκόμαστε. Είναι η κοινή μας μοίρα εδώ, στη Μέση Ανατολή», υπογραμμίζει.
Από την πλευρά της, η Χριστίνα Χριστόφια σημειώνει ότι η παράσταση πάει εξαιρετικά καλά και ότι η ανταπόκριση του κοινού είναι αθρόα και συγκινητική. «Το έργο είναι τραγικά επίκαιρο, έτσι κι αλλιώς, αλλά τα γεγονότα (Σ.Σ. στη Μέση Ανατολή) ήρθαν και μας βρήκαν. Μακάρι να ήταν μόνο μια μουσειακή ιστορική καταγραφή», συμπληρώνει.
«Το θέατρο πρέπει να αγγίζει επί τον τύπον των ήλων, να ανοίγει δημόσια συζήτηση για ζητήματα που καίνε στο σήμερα», καταλήγει.
Η θεατρική παράσταση «Μητέρα» είναι σε παγκύπρια περιοδεία. Ήδη έχει παρουσιαστεί στη Λάρνακα και τη Λεμεσό. Επόμενοι σταθμοί της περιοδείας είναι το Δημοτικό Θέατρο Σωτήρας στις 19 Φεβρουαρίου και το Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου στις 21 Φεβρουαρίου. Αμφότερες οι παραστάσεις αρχίζουν στις 20:30. Επίσης, λόγω της μεγάλης ανταποκρίσης του κοινού, είναι πολύ πιθανό νέες επιπρόσθετες παραστάσεις να προγραμματιστούν στη Λευκωσία.
Στην παράσταση παίζουν με αλφαβητική σειρά οι Πάρις Ερωτοκρίτου, Μέλανη Στέλιου, Μαρία Τσιάκκα, Χριστίνα Χριστόφια και Ορέστης Χριστοδουλίδης. Η μετάφραση ανήκει στη Δέσποινα Πυρκεττή, ενώ η σκηνοθεσία στη Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά.