Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ανεβαίνει αυτή την περίοδο στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ το έργο του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα και δραματουργού Μάριους φον Μάγενμπουργκ «Nachtland» σε σκηνοθεσία Αθηνάς Ξενίδου και για το έργο μιλούν στην «Κ» οι ηθοποιοί Έλενα Καλλινίκου, Κρίστη Παπαδοπούλου και Χριστίνα Παυλίδου. Μέσα από τους ρόλους που υποδύονται αναφύονται ζητήματα ταυτότητας, τραύματα που δεν έχουν επουλωθεί, η έννοια της συλλογικής ευθύνης, αλλά και ιδιοτέλειας. Το έργο του φον Μάγενμπουργκ θέτει επίσης θέματα που άπτονται και των βεβαιοτήτων μας, αλλά και το ποια είναι τελικά η δυτική κουλτούρα. Πώς ένα θαμπό l ή t πυροδοτεί διαμάχες που μοιάζουν να είναι καλά κρυμμένες στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Στην παράσταση συμμετέχουν και οι ηθοποιοί Χρήστος Γκρόζος και Αλέξανδρος Παρίσης, οι οποίοι ως ήρωες του φον Μάγενμπουργκ βρίσκονται και αυτοί στον δοκό ισορροπίας παρόντος και παρελθόντος.
ΕΛΕΝΑ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
Οι ήρωες παραμένουν στο σκοτάδι
«Συχνά, τα τραύματα που κληρονομούμε από το παρελθόν θολώνουν την αντίληψή μας για το παρόν και δεν μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε καθαρά όσα συμβαίνουν γύρω μας» λέει η ηθοποιός Έλενα Καλλινίκου, που υποδύεται την Τζούντιθ.
–Κοινό χαρακτηριστικό των ρόλων, θα έλεγα πως είναι η αναζήτηση ταυτοτήτων, η απόσειση ευθυνών, αλλά και η ιδιοτέλεια. Τελικά ποιοι είναι τα θύματα; Θύτες υπάρχουν;
–Στο Nachtland θα έλεγα ότι οι χαρακτήρες πασχίζουν να διαχειριστούν τις ταυτότητές τους. Τελικά, πόσο ρόλο παίζουν τα κληροδοτήματα και οι καταβολές ενός ανθρώπου στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του; Ο κάθε χαρακτήρας κουβαλά την προσωπική του ιστορία, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν του. Έτσι, οι ρόλοι του θύτη και του θύματος διαπλέκονται, χωρίς σαφή διαχωρισμό.
Τα αδέλφια είναι θύματα ενός ναζιστικού παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα γίνονται θύτες. Προσεγγίζουν το ζήτημα μέσα από το πρίσμα του χρήματος και της προσωπικής τους ωφέλειας, αγνοώντας τη βαθύτερη ηθική ευθύνη. Η Τζούντιθ ενσαρκώνει το τραύμα που έχει κληρονομήσει και το εκφράζει πάνω στη σκηνή. Ωστόσο, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις δικές της ευθύνες, τις αναγνωρίζει; Η συμπεριφορά της αντικατοπτρίζει την αμφισημία της ανθρώπινης φύσης απέναντι σε ηθικά διλήμματα, αφήνοντας το κοινό να αναρωτιέται για το πού τελειώνει η ευθύνη του ενός και αρχίζει του άλλου.
Οι χαρακτήρες επιχειρηματολογούν με βάση τα δικά τους δεδομένα, ο Μάγιενμπεργκ δεν εξιδανικεύει κανέναν χαρακτήρα. Γι’ αυτό και οι χαρακτήρες μεταλλάσσονται συνεχώς από θύματα γίνονται θύτες και το αντίστροφο. Αυτό αποδεικνύεται και από τα σχόλια πολλών θεατών, οι οποίοι ενώ βρίσκουν βάσιμα τα επιχειρήματα ενός χαρακτήρα, στη συνέχεια ταυτίζονται με έναν άλλο.
–Πώς θα ορίζατε τη συλλογική ευθύνη; Πότε σταματάει αυτή να κληρονομείται;
–Η συλλογική ευθύνη είναι το άθροισμα των ατομικών μας ευθυνών. Είναι πολύ εύκολο η ευθύνη να μετατοπίζεται σε σύνολα. «Μα εμείς δεν ξέραμε». Μια φράση της Τζούντιθ, που αγαπώ ιδιαίτερα στο έργο, είναι: «Όλοι έβλεπαν και δεν έκαναν τίποτα, τίποτα απολύτως». Η συλλογική ευθύνη εμφανίζεται όταν επεμβαίνουμε και αντιδρούμε σε κάτι που δεν μας αφορά άμεσα. Όταν ξεβολευόμαστε. Ωστόσο, ως σύγχρονες κοινωνίες δρούμε συχνά με τη λογική: «Ό,τι δεν συμβαίνει σε εμάς σημαίνει πως δεν συμβαίνει». Ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η κουλτούρα του «εγώ» και της ατομικής κυριαρχίας. Για να υπάρξει συλλογικότητα, πρέπει πρώτα να υπάρχουν υπεύθυνες ατομικότητες.
Η συλλογική ευθύνη σταματά να κληρονομείται, ίσως, μόνο όταν πραγματικά την κοιτάξουμε κατάματα. Όταν την αναγνωρίσουμε με διαφάνεια και χωρίς παραποιήσεις. Η αδυναμία ανάληψης ευθύνης οδηγεί αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή της. Στο Nachtland, οι ήρωες προτιμούν να παραμένουν στο σκοτάδι, «σ’ έναν σκοτεινό τόπο», παρά να έρθουν αντιμέτωποι με το φως.
–Μεταφέρεις ως Τζούντιθ, ίσως ασύνειδα, ένα τραύμα, είσαι ες αεί θύμα; Έρχεται άραγε ποτέ η επούλωση;
–Αυτό το τραύμα καθορίζει τη συμπεριφορά και τις αντιφάσεις της από την αρχή του έργου μέχρι το τέλος. Συχνά, τα τραύματα που κληρονομούμε από το παρελθόν θολώνουν την αντίληψή μας για το παρόν και δεν μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε καθαρά όσα συμβαίνουν γύρω μας. Σε ένα κομβικό σημείο του έργου, η Τζούντιθ εκλιπαρεί τον σύζυγό της να αποκοπεί από το οικογενειακό του παρελθόν και να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή στο 1945. Ωστόσο, το έργο υπονοεί ότι τέτοιες προσπάθειες είναι σπάνιες και εξαιρετικά δύσκολες.
Γι’ αυτό και ορισμένα τραύματα παραμένουν ανεπούλωτα και αιώνια. Η Τζούντιθ, παρά τις προσπάθειές της, μένει εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση χωρίς εύκολη εξιλέωση. Υπάρχουν τραύματα που μπορούν να επουλωθούν μόνο μέσα από μια διαδικασία κάθαρσης. Όμως, ακόμη κι όταν η Τζούντιθ καταστρέφει τον πίνακα του Χίτλερ, μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για κάθαρση; Δεν νομίζω.
ΚΡΙΣΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Ολοι ψάχνουμε την προέλευσή μας
«Μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα πως δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αν μπορείς να στηρίξεις την άποψή σου σημαίνει ότι έχεις κάποιο δίκιο. Πάντα μέσα σε ηθικά και ανθρώπινα πλαίσια» λέει η Κρίστη Παπαδοπούλου.
–Κοινό χαρακτηριστικό των ρόλων, θα έλεγα πως είναι η αναζήτηση ταυτοτήτων, η απόσειση ευθυνών, αλλά και η ιδιοτέλεια. Τελικά ποιοι είναι τα θύματα; Θύτες υπάρχουν;
–Όλοι κάποια στιγμή ψάχνουμε μια προέλευση σε αυτή τη ζωή και προφανώς στο συγκεκριμένο έργο οι ήρωες την αναζητούν περισσότερο λόγω του γεγονότος ότι είναι Γερμανοί στη Γερμανία. Ο συγγραφέας στην ουσία λέει στο έργο του ότι γενικά το ’30. Όλοι ήταν στο κόμμα με κάποιον τρόπο και πίστεψαν στον Χίτλερ και τα ιδεώδη που τους πρόσφερε. Αν όχι όλοι, δυστυχώς ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Οπότε αναγκαστικά οι ήρωές μας ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους μετά από 70 χρόνια. Η ηρωίδα που υποδύομαι, η Νικόλα, ξέρει από την αρχή κάποια πράγματα και δεν ξέρει πώς να τα πει στους υπόλοιπους και ειδικά στον αδελφό της. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι το να μάθεις την προέλευσή σου αλλά να μη θέλεις να το πεις σε καθιστά ένοχο ακόμα κι αν δεν έχεις κάνει κάτι εσύ. Μας μεγαλώνουν γνωρίζοντας πάντα τη μία όψη του νομίσματος, οπότε για μένα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει θύτης και θύμα. Είναι όπως σε μία σχέση που ο καθένας έχει το δίκιο του.
–Πώς θα ορίζατε τη συλλογική ευθύνη; Πότε σταματάει αυτή να κληρονομείται;
–Η Γιούντιντ στο έργο, η «Εβραία» του έργου μας ή αν θέλετε ο Μάγιενμπεργκ, λέει μπορείς να κόψεις το οικογενειακό δέντρο να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου και να αρχίσεις από το 1945. Έχουμε μάθει ότι ιστορία επαναλαμβάνεται και τελικά γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί πολύ απλά δεν είμαστε διαβασμένοι, δεν ξέρουμε την αλήθεια, πιστεύουμε ό,τι μας λένε και προχωράμε τη ζωή μας. Αν πραγματικά θέλεις να σταματήσει αυτή η κληρονομιά πρέπει να το ψάξεις αλλιώς, να διαβάσεις, να ρωτήσεις, να μάθεις και μετά να αναλάβεις τις ευθύνες σου είτε θες να συνεχίσεις να πιστεύεις αυτά που πίστευαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες σου είτε να φτιάξεις τη δική σου πραγματικότητα. Μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα πως δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αν μπορείς να στηρίξεις την άποψή σου σημαίνει ότι έχεις κάποιο δίκιο. Πάντα μέσα σε ηθικά και ανθρώπινα πλαίσια.
–Η μικροαστική διάθεση του ρόλου που υποδύεστε, της Νίκολα, ξεπερνάει τη δυναμική του χαρακτήρα; Είναι αμέτοχη λόγω αδιαφορίας ή επειδή τη συμφέρει;
–Η Νικόλα κρύβει ένα μεγάλο μυστικό από την αρχή του έργου. γνωρίζει ότι η γιαγιά της και ο πατέρας της ήταν ναζί και δεν ξέρει πώς να το πει στον αδελφό της. Γι’ αυτό και συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Παράλληλα θεωρώ ότι είναι η πιο σκληρή σ’ αυτό το έργο με την έννοια ότι όντως δεν την ενδιαφέρει τίποτα πέραν από το να πάρει κάποια λεφτά για να ζήσει τη ζωή της καλύτερα. Κατάλαβε ότι βοηθώντας τους άλλους δεν της έχει προσφέρει τίποτα και έτσι απλώς σκέφτεται πλέον την πάρτη της. Δεν αισθάνομαι ότι είναι αμέτοχη, απλώς μιλάει εκεί που πρέπει, όταν πρέπει και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, γιατί πολλές φορές ξεφεύγουν (στη θέση που θεωρεί αυτή ότι είναι σωστά τα πράγματα) χωρίς προστριβές μόνο με κέρδος.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ
Είναι όλοι θύματα της ιστορίας
«Ως παρατηρητής της παράστασης και κάνοντας μια πολύ μεγάλη έρευνα για τη μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας, με πρωταγωνιστές τον γερμανικό λαό, αντιλαμβάνομαι ότι είναι τεράστιο το βάρος της ενοχής που κουβαλούν» λέει Χριστίνα Παυλίδου.
–Κοινό χαρακτηριστικό των ρόλων, θα έλεγα πως είναι η αναζήτηση ταυτοτήτων, η απόσειση ευθυνών, αλλά και η ιδιοτέλεια. Τελικά ποιοι είναι τα θύματα; Θύτες υπάρχουν;
–Σίγουρα οι ρόλοι του θύτη και του θύματος δεν είναι απόλυτα διακριτοί κι αυτό νομίζω είναι και η μαεστρία του έργου. Ο θεατής παρακολουθώντας το μπαίνει πολλές φορές στη διαδικασία να «αλλάξει» γνώμη, να «μετακινηθεί», αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο, μπορεί να έχει δίκιο ο ένας και λίγο πιο κάτω να έχει ο άλλος, ανάλογα με την οπτική γωνία, ανάλογα με το πλαίσιο που βάζει, ο ευφυής συγγραφέας. Θύματα πιστεύω μπορεί να θεωρηθούν όλοι, της ιστορίας, γιατί ενώ δεν ευθύνονται οι ίδιοι για το τι συμβαίνει σήμερα, κουβαλούν στην πλάτη τους ένα παρελθόν που τους βαραίνει και τους «καθοδήγει»! Όμως ταυτόχρονα μπορεί να είναι και οι ίδιοι θύτες, για τον ίδιο ακριβώς λόγο…
–Πώς θα ορίζατε τη συλλογική ευθύνη; Πότε σταματάει αυτή να κληρονομείται;
–Όταν ένας λαός κουβαλά στην πλάτη του την ευθύνη για τα λάθη ή τα εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοί του, τότε αυτό το ονομάζουμε συλλογική ευθύνη. Σαν παρατηρητής της παράστασης και κάνοντας μια πολύ μεγάλη έρευνα για τη μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας, με πρωταγωνιστές τον γερμανικό λαό, αντιλαμβάνομαι ότι είναι τεράστιο το βάρος της ενοχής που κουβαλούν. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουν να βγάλουν ποτέ από πάνω τους αυτό το συλλογικό τραύμα που τους βάραινε, όπως δεν ξέρω αν οι επόμενες γενιές των Εβραίων, θα βιώσουν το ίδιο τραύμα, μετά από αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην περιοχή… Η συλλογική ευθύνη πιστεύω ότι σταματά να υφίσταται, όταν ο καθένας, ατομικά, αναγνωρίζει το λάθος της ιστορίας του, στέκεται απέναντί του και γενναία το αποποιείται και προσπαθεί με κάθε τρόπο να περάσει στις επόμενες γενιές ότι δεν πρέπει να ξαναγίνει με κανένα τρόπο κάτι παρόμοιο! Ιδανικά έτσι μόνο θα μαθαίναμε από τα λάθη της ιστορίας… μπορεί όμως να γίνει αυτό;
–Σε ποιο χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας ακουμπάει περισσότερο ο βασικός ρόλος που υποδύεστε, αυτός της εκτιμήτριας έργων τέχνης;
–Στον στυγνό επιχειρηματία που χωρίς συναισθηματισμούς, προσπαθεί με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα να κάνει την καλύτερη οικονομική συμφωνία. Η ντόκτορ Εύα Μαρία Γκιούντερ είναι ο άνθρωπος του σήμερα, που κινείται, με μοναδικό κίνητρο, το κέρδος!
φωτογραφίες ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΑΡΜΑΚΑΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Θέατρο ΘΟΚ, Νέα Σκηνή. «Nachtland» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ, σκηνοθεσία Αθηνά Ξενίδου.