Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η ταινία «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, του 1983, επενδύθηκε με τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, χαρίζοντας στο ελληνικό πεντάγραμμο τραγούδια και συνθέσεις που το χάραξαν ανεξίτηλα. Οι μουσικές και τα τραγούδια της ταινίας παρουσιάζονται ξανά, μετά από 40 χρόνια, σε όλη την Ελλάδα, και στην Κύπρο και για τη συναυλία αυτή που έρχεται σε Λευκωσία και Λεμεσό, στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου στην «Κ» μιλάει η Ηρώ Σαΐα. Η κα Σαΐα λέει πως αυτά που εκφράζουν τα τραγούδια του «Ρεμπέτικου» είναι καταστάσεις και συναισθήματα που είναι διαχρονικά. Μιλάει επίσης για την αξία του ρεμπέτικου σήμερα και πόσο αυτού του είδους μουσική είναι ζωντανό στην ελληνική πραγματικότητα.
–Γιατί κατά τη γνώμη σας ακόμα το «Ρεμπέτικο» συναρπάζει και ενθουσιάζει το κοινό μετά από 40 χρόνια;
–Πρώτα απ’ όλα διότι έχει πραγματικά μπει στη ζωή μας όλα αυτά τα χρόνια. Πολλές γενιές έχουν συγκινηθεί με τα τραγούδια του «Ρεμπέτικου» και επειδή φυσικά τα πράγματα τα οποία εκφράζουν τα τραγούδια αυτά είναι καταστάσεις και συναισθήματα που είναι διαχρονικά. Δυστυχώς ακόμα και... τα πολιτικά μηνύματα που έχει το «Ρεμπέτικο» όπως για παράδειγμα ο ξεριζωμός, η προσφυγιά υπάρχουν ακόμα. Βέβαια, το «Ρεμπέτικο» είναι ένα έργο το οποίο τα έχει όλα, έρωτα, πάθος, πολιτικό τραγούδι, κυρίως όμως έχει έντονο συναίσθημα. Ακόμα και με το πολιτικό τραγούδι που λέγεται «Μάνα μου Ελλάς» το συναίσθημά μας διεγείρεται. Ακούμε το «Μάνα μου Ελλάς» και σκεφτόμαστε τα 50 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο, σκεφτόμαστε τα 102 χρόνια από τότε που ξεριζώθηκαν οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες. Είναι πληγές που δυστυχώς είναι ακόμα ανοιχτές, αλλά από την άλλη ευτυχώς πάντα υπάρχει ελπίδα, πάντα υπάρχει φως και όλα αυτά τα σκοτάδια αλλά και οι φωτεινές στιγμές που έχει η ίδια η ζωή, τα έχει και το «Ρεμπέτικο». Έχει περάσει πια στη σφαίρα των εμβληματικών και μεγάλων έργων της ελληνικής δισκογραφίας και είναι ένα από τα έργα που χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά.
–Το ρεμπέτικο ως μουσικό είδος μπορεί να γίνει σύγχρονο ή έχουν εκλείψει οι συνθήκες που το δημιούργησαν; Άλλωστε και ο Σταύρος Ξαρχάκος έφτιαξε τότε νέα τραγούδια που έμοιαζαν να είναι παλιάς κοπής…
–Όταν έκανε αυτά τα τραγούδια, επειδή το κατείχε πολύ καλά το είδος και το κατέχει, ακόμα και στην ηχογράφηση έδωσε άλλη σημασία. Η ηχογράφηση έγινε στο Περιβόλι του Ουρανού και όχι σε ένα στούντιο, γιατί ακριβώς ήθελε να έχουν τον ήχο, τον χώρο που έχουν τα παλιά ρεμπέτικα. Όσον αφορά στο σήμερα, εγώ θέλω πάντα να βλέπω αισιόδοξα τα πράγματα και το ποτήρι μισογεμάτο. Πρώτα απ’ όλα το ρεμπέτικο για να υπάρχει ακόμα και τώρα και να το τραγουδάνε διασκευασμένο ή όχι, να το ψάχνουν οι νεότερες γενιές και όχι μόνο, και να γεμίζουν μαγαζιά και χώροι όπως το Ηρώδειο ή το Μέγαρο Μουσικής, με παραστάσεις οι οποίες αναφέρονται στο ρεμπέτικο, σημαίνει ότι αφορά κόσμο. Σημαίνει ότι εξακολουθεί να εκφράζει τις χαρές, τους πόνους, τα συναισθήματα αυτού του λαού. Μην ξεχνάτε ότι έχει γίνει και προστατευόμενο είδος από την Unesco. Άρα σημαίνει ότι δεν εκφράζει μόνο εμάς. Είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πλέον είδος το ρεμπέτικο και αυτό που πραγματικά πιστεύω είναι ότι θα έχει συνέχεια. Αυτοί οι δρόμοι, αυτός ο τρόπος τραγουδιού και αυτός ο τρόπος που ζωντανά το παρουσιάζουμε, η ομαδικότητα δηλαδή που έχει το ρεμπέτικο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, νομίζω, το ρεμπέτικο, γιατί ακριβώς είναι οι ήχοι του τέτοιοι αλλά και οι στίχοι του που μας ξεσηκώνουν ή μας συγκινούν, αυτά που λένε τα ρεμπέτικα, ακόμα και κάποια παλιά απαγορευμένα ρεμπέτικα. Δείχνουν, ξέρετε, και την ιστορία εκείνων των ανθρώπων. Οπότε το ρεμπέτικο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι κάτι το οποίο έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 20ού αιώνα και υπάρχει μέχρι σήμερα και εξελίσσεται. Και νομίζω ότι αυτό δεν θα σταματήσει γιατί ακριβώς χτυπάει στην καρδιά μας, αγγίζει το συναίσθημά μας.
–Μιλήσατε για την ομαδικότητα του ρεμπέτικου. Σε αυτή την παράσταση συνεργάζονται 20 ακόμη μουσικοί…
–Είναι ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας αυτής της παράστασης, η οποία παρουσιάστηκε σε τέσσερις sold-out παραστάσεις την περασμένη χρονιά και συνεχίζει. Η ομαδικότητα αυτή υπήρχε και στην ταινία. Και ο Σταύρος Ξαρχάκος αυτό το πράγμα μάς το ενέπνευσε. Δεν υπάρχει συντελεστής που να μην ξεχωρίζει σε αυτή τη συναυλία, και ταυτόχρονα να μη φαίνεται ότι είναι μέρος της ομάδας. Ο καθένας έχει τον ρόλο του. Οι μουσικοί τραγουδάνε, έχουν σόλο. Εμείς έχουμε τα τραγούδια που μας αναλογούν σε αυτό το έργο. Ο μαέστρος μπαίνει μέσα στους μουσικούς και τους διευθύνει και είναι πραγματικά σαν να μας φυσάει με την αναπνοή του και να μας δίνει αυτό που θέλει εκείνη τη στιγμή. Ο Σταύρος Ξαρχάκος ήθελε να είναι ομαδική δουλειά, για να βγει το συναίσθημα του ρεμπέτικου. Είναι συγκινητικό όταν όλοι μαζί, τόσα μπουζούκια, και τόσες φωνές ενώνονται και τραγουδάνε. Αυτό είναι στοιχείο του ελληνισμού, ξέρετε, το γεγονός ότι καθόμαστε σε παρέες στο καφενείο, στο τραπέζι, στο σπίτι μας, σε μια παρέα, οπουδήποτε και τραγουδάμε. Δεν μπορούσε αυτό να μην μπει και στη συναυλία αυτή, γιατί αυτό είναι το ρεμπέτικο. Πάμε να υπηρετήσουμε όλοι το έργο ακόμα και ο δημιουργός του, ο Σταύρος Ξαρχάκος. Σκύβουμε το κεφάλι στο ίδιο το έργο το οποίο έχει αγγίξει τις καρδιές των ανθρώπων τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες. Και πρέπει να το αποδώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με πίστη στις πρώτες ερμηνείες αλλά ταυτόχρονα βάζοντας και τη δική μας ψυχή και πινελιά. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία. Ξεπεράσαμε τα όρια του εαυτού μας, χωρίς να ξεπεράσουμε τα όρια που πρέπει για να βγει το αποτέλεσμα που χρειάζεται για το έργο.
–Ήταν δύσκολο να επιτευχθεί αυτή η ομαδικότητα, όλο αυτό που στήθηκε από τον Σταύρο Ξαρχάκο;
–Όχι δεν είναι καθόλου δύσκολο. Υπήρχε όμως μια τεράστια αναμέτρηση, τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό, με το πώς θα νιώσει ο κόσμος, διότι μην ξεχνάμε ότι πάντα η πρώτη εκτέλεση γράφει στην καρδιά μας. Θέλησα να βγάλω τον καλύτερό μου εαυτό, να βάλω και τη δική μου ψυχή. Ευτυχώς νομίζω ότι ήμασταν ουσιαστικοί και εγώ και ο Ζαχαρίας [σ.σ. Καρούνης] και όλοι οι υπόλοιποι. Νομίζω το πιο σημαντικό είναι να είσαι παρών, να το ζεις. Αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο πράγμα στην τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της και ειδικά στο θέατρο και στο τραγούδι, να είμαστε 100% εκεί, το συναίσθημά μας, η ψυχή μας, θα βάλω τελευταία τη φωνή, δεν με ενδιαφέρει ακόμα και αν σπάσει η φωνή κάποιου την ώρα που το συναίσθημά του είναι τόσο μεγάλο. Ίσα-ίσα με ενδιαφέρει πολύ να ακούσω αυτή τη ρωγμή που βγάζει ο καθένας στο τραγούδι.
«Δεν χρειάζεται να έχουμε κανέναν και τίποτα στο μυαλό μας παρά μόνο το να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο».
Εχει σημασία η ρωγμή στον άνθρωπο
–Εσείς έχετε μια πολύ μεγάλη ερμηνευτική γκάμα από το παραδοσιακό τραγούδι έως το λαϊκό τραγούδι και όχι μόνο. Να υποθέσω πως για εσάς η ερμηνεία δεν έχει περιορισμούς ιδεολογικούς…
–Η μουσική δεν έχει ιδεολογικούς περιορισμούς, υπάρχει κάτι που είναι καλό αντικειμενικά και κάτι που δεν μου αρέσει να το πω. Το γεγονός ότι έχω μια ευχέρεια στο να τραγουδάω από δημοτικά μέχρι κλασικά έντεχνα τραγούδια και ακόμα και ξενόγλωσσα το έχω κατακτήσει με τα χρόνια, διότι δούλεψα πολύ γι’ αυτό και με βοήθησε και η φύση σ’ αυτό, μου έδωσε μια ευέλικτη φωνή. Δούλεψα με τον εαυτό μου ως προς το να αφήνω το συναίσθημά μου να βγαίνει. Κατάλαβα ότι είναι πολύ ωραίο να είναι τεχνικά καλός κάποιος, αλλά είναι ακόμα πιο ωραίο και σημαντικό να βγαίνει και η ψυχή του στο τραγούδι. Όπως σας είπα και πριν για μένα πάντα έχει σημασία η ρωγμή στον άνθρωπο, η ρωγμή στη φωνή… που από τη χαραμάδα της μπαίνει και το φως.
–Ως ερμηνεύτρια πού επιστρέφετε ή προς τα πού προσανατολίζεστε όσον αφορά τη μουσική; Έχετε προτιμήσεις;
–Εξαρτάται από το είδους που έχω να υπηρετήσω. Όταν έχω να τραγουδήσω ένα καινούργιο τραγούδι που φέρνει προς το ρεμπέτικο πατάω στις τραγουδίστριες τις οποίες άκουσα και χάρη σε αυτές εκπαίδευσα τη φωνή μου και έμαθα κάποια πράγματα τη Μαρίκα Νίνου, τη Ρόζα Εσκενάζι της παλαιάς ρεμπέτικης και ακόμα πιο σύγχρονές την Ελένη Βιτάλη, τη Χαρούλα Αλεξίου που είναι τεράστιες φωνές για μένα. Και αυτό όμως μέχρι κάποιο σημείο. Συνέχισα πλέον με τον τρόπο που εγώ προσεγγίζω το κάθε τραγούδι. Ο στίχος και η μουσική καθορίζουν πάρα πολύ πώς θα πω ένα κομμάτι. Βέβαια, τα πράγματα πάνε μόνα τους καμιά φορά. Δεν χρειάζεται να έχουμε κανέναν και τίποτα στο μυαλό μας παρά μόνο το να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο. Δεν έχω προτιμήσεις, γενικά μ’ αρέσουν τα τραγούδια που εκφράζουν πανανθρώπινα συναισθήματα. Μ’ αρέσουν τα μεγάλα τραγούδια, δεν μ’ αρέσουν τα τραγούδια που μπορεί να πούνε κάτι πολύ προσωπικό.
–Δημιουργούνται σήμερα μεγάλα τραγούδια;
–Αυτό θα μας το πει το μέλλον. Ξέρετε, ζούμε σε μία πολύ δύσκολη εποχή, δύσκολη και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη στην Ελλάδα που θέλει να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο από την πεπατημένη και από τα εμπορικά λεγόμενα τραγούδια. Πάντως, πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που μπορούν να δώσουν πολλά στο ελληνικό τραγούδι, όπως ο Νεοκλής Νεοφυτίδης, ένας υπέροχος συνθέτης. Το θέμα είναι ότι θα έπρεπε να στηρίζονται όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες με έναν τρόπο για να μπορέσουν να προχωρήσουν το έργο τους από την ίδια την Πολιτεία. Αυτά τα κίνητρα δεν υπάρχουν κατά τα ψέματα.