Kathimerini.gr
Νικόλας Ζώης
Μπορεί ένα δημόσιο κτίριο να αντανακλά όχι μόνο την ισχύ, αλλά και τη φιλοσοφία της εξουσίας του ηγεμόνα που το είχε τοποθετήσει στο επίκεντρο του οικοδομικού του προγράμματος; Φυσικά, ειδικά αν πρόκειται για το ανάκτορο που ανήγειρε στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο Φίλιππος ο Β΄ στις Αιγές και το οποίο έχει χαρακτηριστεί από τον Γερμανό αρχαιολόγο Βόλφραμ Χέπφνερ «Παρθενώνας της Μακεδονίας». Ο όρος ας μην εκληφθεί ως καταχρηστικός: με έκταση 15.000 τ.μ., το ανάκτορο των Αιγών είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.
«Η αρχαιολογία και τα μνημεία μόνο χαρά μού έδωσαν. Oσους πόνους είχα με βοήθησαν να τους ξεπεράσω. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν με πρόδωσαν ποτέ», λέει η Αγγελική Κοτταρίδη.
Οπως επίσης εξηγεί η δρ Αγγελική Κοτταρίδη, επίτιμη έφορος Αρχαιοτήτων και ψυχή του τιτάνιου έργου της αναστήλωσης του ανακτόρου, ενώ ο Παρθενώνας είναι η απεικόνιση του κλέους της αθηναϊκής δημοκρατίας, το ανάκτορο των Αιγών –που δεν αποτελεί κατοικία του βασιλιά– είναι ταυτόχρονα η «αγορά» των Μακεδόνων, όπου συναθροίζονται και παίρνουν πολιτικές αποφάσεις, αλλά και ο χώρος της πολυεπίπεδης βασιλικής εξουσίας. «Το ανάκτορο των Αιγών», λέει στην «Κ» η αρχαιολόγος, «είναι ένα κτίριο χωρίς πρόγονο, που κατασκευάζεται για να δώσει αρχιτεκτονική υπόσταση στην ιδέα της πεφωτισμένης ηγεμονίας, όπως την ερμηνεύει ο Φίλιππος Β΄. Είναι ένας συγκερασμός των δημοκρατικών θεσμών των πόλεων και της βασιλικής εξουσίας, που μας δείχνει αυτό που ο Φίλιππος καλλιεργεί ως εικόνα: ότι ο βασιλιάς είναι ένας, μεταξύ ίσων».
Το ανάκτορο το 2006, πριν από την έναρξη του έργου.
Σχεδιασμένο πιθανόν από τον αρχιτέκτονα Πύθεο, το ανάκτορο των Αιγών ήταν ένα δημόσιο κτίριο πολλαπλών λειτουργιών. Λειτουργούσε ως δικαστήριο· διέθετε πρόπυλο όπως οι ναοί, αλλά και τη «θόλο» που ήταν ιερό του Πατρώου Ηρακλή· στέγαζε μεγάλους ανδρώνες με εξαιρετικά ψηφιδωτά, όπου λάμβανε χώρα ο «βασιλικός πότος», δηλαδή τα περίφημα βασιλικά συμπόσια των Μακεδόνων που αποτελούσαν κεντρικό πολιτικό θεσμό, καθώς και βιβλιοθήκη, παλαίστρα κ.ά. Οι δύο εντυπωσιακές διώροφες στοές της πρόσοψης, που έμοιαζαν να ανοίγονται στην πόλη προσκαλώντας τους πολίτες, αποτέλεσαν το πρότυπο για τη Στοά του Αττάλου.
Το συγκρότημα γνώρισε χιλιάδες μιμητές στην ελληνιστική οικουμένη. Οι απαρχές της εξάλλου εντοπίζονται εκεί, στην «αυλή» του ανακτόρου, στο μεγάλο, τετράγωνο περιστύλιο με τους 16 δωρικούς κίονες σε κάθε πλευρά, με την έκταση των 4.000 τ.μ. και τη χωρητικότητα των 8.000 ατόμων, όπου το 336 π.Χ. ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Μέγας Αλέξανδρος. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Ιωσήφ, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, το ανάκτορο λειτούργησε ως τοπόσημο τόσο για την ίδια τη Μακεδονία όσο και για τον ελληνιστικό κόσμο. «Είναι η στιγμή», λέει ο αρχαιολόγος, «που ο Φίλιππος βάζει την υπογραφή του για αυτό που θα επακολουθήσει, για αυτό που ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του θα δημιουργήσουν σε όλες τις πόλεις της ελληνιστικής οικουμένης».
«Με ορθότητα εκατοστού»
Το αναστηλωμένο ανάκτορο θα εγκαινιαστεί σήμερα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και συνιστά το αποτέλεσμα μιας πολυετούς και κοπιώδους προσπάθειας. Πέρα από την ίδια την ανασκαφή του, που ξεκίνησε το 1865 από τον Λεόν Εζέ, συνεχίστηκε σποραδικά στον 20ό αιώνα και επανεκκινήθηκε το 2007, το έργο συνάντησε και τις έντονες ενεργές κατολισθήσεις της περιοχής, που χρειάστηκαν εκτεταμένα μέσα αντιστήριξης.
Οπως επίσης εξηγεί η δρ Κοτταρίδη, που είχε την επιστημονική και διοικητική ευθύνη του έργου σε όλες τις φάσεις του, το μνημείο καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 148 π.Χ. και λιθολογήθηκε επί αιώνες. «Δεν υπήρχε τίποτα στη θέση του, ήταν όλα μετακινημένα. Το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως νταμάρι και από τους πρόσφυγες του 1922 και υπήρχε κυριολεκτικά ένα χάος. Επρεπε, σαν να ήταν κομμάτια ενός αγγείου, να εντοπίσουμε και να συσχετίσουμε σπονδύλους κιόνων, κιονόκρανα, θραύσματα από επιστύλια, ζωφόρους κ.ά. Καταγράψαμε 30.000-40.000 κομμάτια, που έπρεπε να βρουν την πραγματική τους θέση. Πλέον όμως το μνημείο είναι αναστηλωμένο με ορθότητα εκατοστού», λέει η αρχαιολόγος σημειώνοντας ότι θα ακολουθήσει μια «τεράστια» επιστημονική δημοσίευση.
Δεκάδες χιλιάδες κομμάτια βρήκαν ξανά την πραγματική τους θέση. Με έκταση 15.000 τ.μ., το ανάκτορο που ανήγειρε στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο Φίλιππος ο Β΄ είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.
Η αποκατάσταση και η αναστήλωση του ανακτόρου πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας από το 2007 έως το 2023 και συγχρηματοδοτήθηκε από διαδοχικά ευρωπαϊκά προγράμματα, με συνολικό προϋπολογισμό 20,3 εκατ. ευρώ.
Η σημασία του έργου είναι διττή, λέει στην «Κ» η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. «Αφενός είναι η επιστημονική, η ιστορική και αρχαιολογική σημασία», εξηγεί, «καθώς αποδίδεται ένα κτίριο που μέχρι πρότινος ήταν επίπεδο: τα μέλη που αναστηλώνονται, βρίσκονταν διάσπαρτα στον χώρο, χωρίς κανείς να συνειδητοποιεί την τρίτη διάσταση του μνημείου. Αποκαθίσταται λοιπόν η εικόνα του μεγαλύτερου κτιρίου της κλασικής αρχαιότητας. Αφετέρου είναι η αναπτυξιακή σημασία: το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου και τα στοιχεία που συνθέτουν το Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών –το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων, το Κεντρικό Μουσείο που εγκαινιάστηκε πέρυσι από τον πρωθυπουργό, το ανάκτορο των Αιγών, η ταφική συστάδα των Τημενιδών και η νεκρόπολη που αποδώσαμε το 2021, ο κατάγραφος ναός του Αγίου Δημητρίου, το αρχαίο θέατρο που η έρευνα για την αποκατάστασή του είναι σε εξέλιξη και όποιο άλλο μνημείο μπορεί να αποδοθεί στο κοινό στο μέλλον– δημιουργούν μια πολύ μεγάλη αναπτυξιακή δυναμική στην περιοχή των Αιγών, στην περιοχή της Ημαθίας και στη Βόρεια Ελλάδα ευρύτερα».
«Ξυπνάω και κοιμάμαι με τους Μακεδόνες στο μυαλό μου»
της Τασούλας Επτακοίλη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης, σ’ ένα οθωμανικό σπίτι του 19ου αιώνα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της λατρεύει τα ζώα. Οταν, σε ηλικία πέντε ετών, συνειδητοποίησε, ένα μεσημέρι, ότι αυτό που σιγομαγειρευόταν στην κουζίνα τους ήταν το κουνελάκι με το οποίο μέχρι πρότινος έπαιζε στην αυλή, άρπαξε την κατσαρόλα και την πέταξε από το παράθυρo, σπαράζοντας στο κλάμα. Εκρηκτική, έτοιμη να κάνει τα πάντα για να υπερασπιστεί τα δικά της «ιερά και όσια», από μικρή. Στα έξι της χρόνια η Αγγελική Κοτταρίδη, μέσα από ένα βιβλίο μυθολογίας, δώρο της μητέρας της, αγάπησε και τους αρχαίους Ελληνες. «Χωρίς να καταλαβαίνω πώς και γιατί, είπα πως εγώ μ’ αυτούς θα είμαι από εδώ και πέρα». Και είναι. Αφοσιωμένα και αδιάλειπτα.
Σπούδασε αρχαιολογία στη Θεσσαλονίκη, εκπληρώνοντας το παιδικό της όνειρο. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977, τριτοετής φοιτήτρια, βρέθηκε για πρακτική άσκηση στη Βεργίνα, που τότε ήταν χωριουδάκι, μ’ ένα καφενείο, μία ταβέρνα και το μοναδικό τηλέφωνο στο περίπτερο της πλατείας. Την είχε επιλέξει, γιατί την είχε συνεπάρει με τη διδασκαλία του ο Μανόλης Ανδρόνικος, καθηγητής της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. «Είχε κοφτερό πολιτικό μυαλό, ασχολούνταν και με τη φιλοσοφία της επιστήμης, με το raison d’ être των πραγμάτων», όπως λέει. Υπήρχε, όμως, ένας ακόμα λόγος: ως εκλεγμένη εκπρόσωπος των φοιτητών, δεν ήθελε να πάρει τη θέση κάποιου άλλου. Εκείνα τα χρόνια, σχεδόν όλοι προτιμούσαν άλλες ανασκαφές, όπως στο Δίον ή στο Σέσκλο. Ο Ανδρόνικος, ο Δάσκαλος, όπως τον αποκαλεί, «δεν ήταν τόσο… τρέντι όσο ο Παντερμαλής και ο Δεσπίνης».
Η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη (κέντρο) ξεναγεί την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη (δεξιά) στον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών.
Βέβαια την επόμενη χρονιά, μετά την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β΄, όλα άλλαξαν. Και οι Αιγές έμελλαν να γίνουν ο τόπος της Αγγελικής Κοτταρίδη· πεδίο έρευνας, μελέτης, διδασκαλίας, σκληρής δουλειάς και άοκνων προσπαθειών. Η ίδια το περιγράφει με μια παρομοίωση: «Είμαι σαν χαμστεράκι σε κλουβί: ξυπνάω και κοιμάμαι με τους Μακεδόνες στο μυαλό μου». Από το 1989, που ως πρώτη επιτυχούσα στον διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας διορίστηκε επιμελήτρια σε Ημαθία – Βεργίνα, μέχρι πριν από λίγες μέρες, που αφυπηρέτησε, στόχος της ήταν να μπει μια διαφορετική παράμετρος στο συλλογικό συνειδητό – ασυνείδητο: να κατανοήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι Ελληνες ότι οι Μακεδόνες ήταν αλλιώς. «Μια κοινωνία ομηρικού τύπου, με τους ανθρώπους ταγμένους δίπλα στον αρχηγό τους, ο οποίος όμως δεν ήταν βασιλιάς με τον τρόπο που εμείς το εννοούμε, τύπου Λουί Κατόρζ. Δεν υπήρχε απολυταρχική μοναρχία. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν “πατέρας” των υπηκόων του, γι’ αυτό και συνήθως ονομαζόταν Αλέξανδρος (από το αλέξω, αποκρούω τους εχθρούς) ή Αμύντας (αυτός που αμύνεται για τον λαό, τον προστατεύει). Επίσης εκλεγόταν. Δεν κληρονομούσε τον θρόνο ο γιος του βασιλιά. Οι πιο πολλοί τα αγνοούν αυτά, οπότε δεν κατανοούν το θαύμα που συντελέστηκε στις Αιγές».
Και επί των ημερών της, όμως, πέρα από τις αμέτρητες δημοσιεύσεις, τα συνέδρια, τον παγκόσμιο επιστημονικό διάλογο, ένα θαύμα συντελέστηκε: το Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών. Στις εκθέσεις, μόνιμες και περιοδικές, μπροστά στα μάτια των επισκεπτών ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας της Μακεδονίας. Και στους αθέατους για το κοινό χώρους, υπάρχει ένα σημαντικό κέντρο έρευνας, ένα εργαστήριο όπου εκατοντάδες θησαυροί «ζωντανεύουν» ξανά χάρη στη φροντίδα των συντηρητών. Η Αγγελική Κοτταρίδη γνωρίζει το μουσείο, όπως και τον αρχαιολογικό χώρο, σπιθαμή προς σπιθαμή. Καθετί στις αίθουσές του έχει τη σφραγίδα της επιστημονικής γνώσης και της αισθητικής της.
Αν ζητήσει κανείς τον δικό της προσωπικό απολογισμό, πάντως, θα απαντήσει με ταπεινότητα. «Η αρχαιολογία και τα μνημεία μόνο χαρά μού έδωσαν. Κι όσους πόνους είχα με βοήθησαν να τους ξεπεράσω. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν με πρόδωσαν ποτέ. Οι δυο τους, όπως και ο Πλάτωνας, που ανέκαθεν ήταν πυξίδα στη ζωή μου, μου έδειχναν πως η πορεία μου έπρεπε να είναι διαρκώς προς τα πάνω. Να γίνομαι ολοένα και καλύτερη». Κι αν την… τσιγκλίσει κανείς με τις διάφορες θεωρίες που κατά καιρούς ακούγονται για το ποιος είναι θαμμένος στις Αιγές και αμφισβητούν τον Δάσκαλό της, θα ξυπνήσει μέσα της εκείνο το θυμωμένο κοριτσάκι: «Οι δημοσιογράφοι φταίνε που ζητούν από μη ειδικούς την άποψή τους – για τον ντόρο, για μερικά “κλικ”. Είναι σαν να πονάει το δόντι σου και να πηγαίνεις σε ορθοπεδικό!», μου είπε σε πρόσφατη τηλεφωνική μας επικοινωνία.
Οσο για τη ζωή της από εδώ και πέρα; Η ίδια εύχεται «να μείνει ακμαίο το μυαλό μου και να ασχοληθώ με το γράψιμο, γιατί το έχω παραμελήσει. “Να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά”, όπως λέει ο Σεφέρης». Κάπως έτσι τη φαντάζομαι: να μελετάει και να γράφει με πάθος, σ’ ένα σπίτι με μεγάλο κήπο, όπου θα παίζουν η Κυρία Μπου, η σκυλίτσα της, και οι γάτες της.