Kathimerini.gr
Καθώς το σφυρί έπεφτε με θόρυβο στον οίκο δημοπρασιών Christie’s στο Μανχάταν, στις 15 Μαΐου 1990, ένας πίνακας του Βίνσεντ βαν Γκογκ, το Πορτρέτο του δρα Γκασέ, έσπαγε το ρεκόρ για το πιο ακριβοπληρωμένο έργο τέχνης που είχε πουληθεί έως τότε σε δημοπρασία. Αγοραστής ήταν ένας Ιάπωνας μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 82,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε στον κήπο του γιατρού του καλλιτέχνη, τον Ιούνιο του 1890, και ολοκληρώθηκε μόλις κάποιες εβδομάδες πριν στρέψει ένα όπλο στον εαυτό του και αυτοκτονήσει. Η αίσθηση της μελαγχολίας που εκπέμπει ο εικονιζόμενος γιατρός αποπνέει, όπως είχε γράψει ο ίδιος ο Βαν Γκογκ στον
φίλο του Πολ Γκογκέν, τη «σπαρακτική ατμόσφαιρα της εποχής μας». Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του και η τιμή του σήμερα μπορεί να έχει φτάσει, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα 300 εκατομμύρια δολάρια ή και περισσότερα.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, το Πορτρέτο του δρα Γκασέ βρισκόταν σε περίοπτη θέση στο Μουσείο Städel στη Φρανκφούρτη και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (Met), στο οποίο το είχε δανείσει ιδιώτης συλλέκτης πριν από την πώλησή του το 1990. Ωστόσο, από εκείνη την ημέρα στον
οίκο Christie’s ο πίνακας εξαφανίστηκε, με το ερώτημα για το πού βρίσκεται σήμερα να έχει εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στον χώρο της τέχνης.
Mια παραμυθένια βίλα
Επειτα από προσπάθειες να τον εντοπίσουν, διάφοροι επιμελητές που οργανώνουν εκθέσεις για τον Βαν Γκογκ έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Το Μουσείο Städel, όπου κάποτε βρισκόταν ο πίνακας, έχει χρηματοδοτήσει ένα ειδικό podcast αφιερωμένο στη λύση του μυστηρίου. Μέχρι στιγμής, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί από ορισμένους «ντετέκτιβ τέχνης» είναι ότι ο Ιάπωνας αγοραστής σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με ένα σοβαρό σκάνδαλο, τιμωρήθηκε ποινικά και στη συνέχεια πέθανε. Η συλλογή του πωλήθηκε από μια τράπεζα και ο συγκεκριμένος πίνακας αποκτήθηκε από έναν Αυστριακό τραπεζίτη, ο οποίος όμως σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν είναι σε θέση, οικονομικά, να τον κρατήσει. Το 1998, ο πίνακας πωλήθηκε ιδιωτικά σε άγνωστο αγοραστή. Και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Τουλάχιστον δημόσια.
Ενώ η αγορά έργων τέχνης ζει στη μυστικοπάθεια και έχει αναγάγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής σε θέμα τιμής, σε αυτήν επίσης θα βρει κανείς και ανθρώπους που έχουν ως αποστολή να συλλέγουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με το ποιος διαθέτει τι στην κατοχή του. Ορισμένοι είναι εκπρόσωποι οίκων δημοπρασιών, άλλοι σύμβουλοι τέχνης ή έμποροι που έχουν εξειδικευτεί σε αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα.
Για μήνες, δημοσιογράφοι των New York Times έψαχναν τη μικρή ομάδα ανθρώπων που είχαν αναμειχθεί στην αγοραπωλησία του 1998 και την κάπως μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που εξειδικεύονται στο να ερευνούν αυτές τις ανταλλαγές και να βρίσκουν τα ίχνη των έργων τέχνης. Οι προσπάθειές τους να βρουν τον Γκασέ τούς οδήγησαν σε ένα ταξίδι που περιλάμβανε από οίκους δημοπρασιών και τις γκαλερί της Νέας Υόρκης έως μια παραμυθένια ελβετική βίλα δίπλα στη λίμνη Λουγκάνο.
Σε ποιον ανήκει η τέχνη;
Πολλοί από τους ειδικούς που συνάντησαν στην πορεία δεν είχαν καμία ιδέα για το τι απέγινε ο πίνακας. Τέσσερις γνώστες του κόσμου της τέχνης δήλωσαν ότι υποψιάζονται πως ο πίνακας βρίσκεται στην κατοχή μιας πολύ πλούσιας οικογένειας από την Ευρώπη. Ολοι ανεξαιρέτως είχαν άποψη για το βασικό ερώτημα που βρίσκεται πίσω από μια τέτοια αναζήτηση: έχουν οι οικογένειες που συλλέγουν εμβληματικά έργα τέχνης την ευθύνη να τα μοιράζονται με το ευρύτερο κοινό;
Αυτή η ερώτηση είναι σήμερα ακόμη πιο επίκαιρη, καθώς γίνεται σαφές ότι τα περισσότερα μουσεία δεν μπορούν πια να συναγωνιστούν τους δισεκατομμυριούχους ιδιώτες συλλέκτες. Και είναι λίγοι οι πίνακες που καθιστούν αυτό το γεγονός σαφέστερο από το πορτρέτο του Γκασέ, ένα έργο που βρισκόταν επί μακρόν εκτεθειμένο δημόσια και τώρα έχει εξαφανιστεί στο ιδιωτικό σπίτι κάποιου ή σε μια κλιματιζόμενη αποθήκη.
Πολλοί εμπλεκόμενοι στον χώρο δεν αντιμετωπίζουν την τέχνη απλώς ως μια δημιουργική έκφραση, αλλά ως μέρος ενός εμπορίου που επιβιώνει ακριβώς λόγω του ενδιαφέροντος –και της… βαθιάς τσέπης– συλλεκτών που μπορεί, αλλά μπορεί και όχι, να αποφασίσουν να μοιραστούν αυτό που τους ανήκει. «Είναι δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν ιδιωτική περιουσία», σχολιάζει σχετικά ο Μάικλ Φίντλεϊ, ο οποίος είχε συμμετάσχει ως ειδικός στη δημοπρασία του 1990. «Αυτή η περιουσία ανήκει σε όλους; Οχι».
Ομως για κάποιους, όπως η Σίνθια Σάλτζμαν, συγγραφέας του βιβλίου Πορτρέτο του δρα Γκασέ, η απώλεια είναι αισθητή. Ηταν τακτική επισκέπτρια στο Met, όπου θαύμαζε τον πίνακα. Περίμενε, ακόμη και μετά την ιδιωτική πώλησή του, ότι το έργο θα εμφανιζόταν εδώ κι εκεί, σε κάποια έκθεση ή δημοπρασία. «Δεν γνώριζα ότι επρόκειτο να εξαφανιστεί», λέει. «Σκέφτομαι εκείνες τις στιγμές και μου θυμίζουν όταν κάποιος γνωστός σου πεθαίνει και δεν το περίμενες, και αναπολείς την τελευταία φορά που τον είδες και εύχεσαι να ήξερες ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί θα έδινες πολύ μεγαλύτερη προσοχή. Θα κοίταζες πιο προσεκτικά».
Το πορτρέτο της μελαγχολίας
Οποιος θέλει να αναζητήσει την ιστορία και τα ίχνη του Γκασέ, καλά θα κάνει να ξεκινήσει από την Οβέρ, ένα χωριό έξω από το Παρίσι. Οταν ο Βαν Γκογκ έφτασε εκεί με το τρένο, στις 20 Μαΐου 1890, το ρουστίκ τοπίο και τα σπίτια με τις αχυρένιες στέγες αποτελούσαν ήδη πόλο έλξης για τους καλλιτέχνες της εποχής. Ο βαθιά ταλανιζόμενος 37χρονος καλλιτέχνης θα αυτοκτονούσε κάποιες εβδομάδες αργότερα. Αλλά επρόκειτο να εισέλθει σε μία από τις πιο παραγωγικές περιόδους του, κατά τη διάρκεια της οποίας ζωγράφισε τα έργα Σιταροχώραφο με κοράκια και Η εκκλησία στην Οβέρ.
Την ίδια μέρα, ο Βαν Γκογκ θα συναντούσε και τον Πολ-Φερντινάντ Γκασέ, έναν γιατρό που είχε μελετήσει τις νευρικές διαταραχές. Οι δυο τους μοιράζονταν την αγάπη για την τέχνη. Σύντομα, ο Βαν Γκογκ θα βρισκόταν να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις στον κήπο του γιατρού – και το πορτρέτο του. Δεν επιδίωκε να κάνει μια πιστή αποτύπωση. Οι φωτογραφικές μηχανές ήδη, τότε, μπορούσαν να επιτελέσουν αυτό το έργο· αντ’ αυτού, ζωγράφισε αυτό που έβλεπε στον γιατρό και στον εαυτό του.
«Εκανα το πορτρέτο του κ. Γκασέ με μια μελαγχολική έκφραση, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να φανεί σαν γκριμάτσα σε όσους το βλέπουν», έγραφε ο ζωγράφος τον Ιούνιο του 1890. «Και όμως, έπρεπε να το ζωγραφίσω έτσι για να αποδώσω πόση έκφραση και πόσο πάθος υπάρχει στα σημερινά μας πρόσωπα, σε σύγκριση με τα παλιά ήρεμα πορτρέτα, και πόση λαχτάρα και κραυγή». Ο Βαν Γκογκ δώρισε στον γιατρό τη δεύτερη εκδοχή του πορτρέτου. Αυτό το έργο βρίσκεται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. «Για μένα φανερώνει την ισχυρή ανθρωπιστική παρόρμηση του Βίνσεντ και την ικανότητά του για αγάπη», λέει ο Γκάρι Τιντερόου, διευθυντής του Μουσείου Καλών Τεχνών του Χιούστον. Ηταν ο επιμελητής των ευρωπαϊκών έργων ζωγραφικής του 19ου αιώνα στο Met το 1990, όταν το πορτρέτο αφαιρέθηκε από τον τοίχο για να δημοπρατηθεί. Μετά την αυτοκτονία του Βαν Γκογκ, ο πίνακας πέρασε στην κατοχή του αδερφού του, Τεό, και ύστερα στη γυναίκα του Τεό, Γιοχάνα, η οποία τον πούλησε το 1897 για 300 φράγκα (το αντίστοιχο των 58 δολαρίων τότε). Εως το 1904 είχε φτάσει στα χέρια ενός Γερμανού κόμη, ο οποίος είχε δώσει περίπου 400 δολάρια για να τον αποκτήσει.
Η φήμη του Βαν Γκογκ ενισχύθηκε μετά τον θάνατό του, αλλά πουθενά αυτό δεν συνέβη περισσότερο, ίσως, από όσο στη Γερμανία. Το 1911, το Μουσείο Städel απέκτησε τον πίνακα και τον τοποθέτησε δίπλα σε έργα σπουδαίων δημιουργών όπως ο Άλμπρεχτ Ντίρερ, εξυψώνοντας τον ζωγράφο στο επίπεδό τους. Ο Γκασέ σύντομα έγινε ένα από τα πιο πολύτιμα εκθέματα του μουσείου.
Μια ιστορία εξαφάνισης
Οταν, όμως, οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία τη δεκαετία του ’30, τροφοδότησαν μια συντηρητική αντιπαράθεση που περιφρονούσε την τολμηρή ρήξη της μοντέρνας τέχνης με την απλή εικαστική αναπαράσταση. Τα έργα του Βαν Γκογκ και άλλων καλλιτεχνών χαρακτηρίστηκαν «εκφυλισμένα», οπότε το μουσείο προσπάθησε να τα προστατεύσει κρατώντας τα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο κάτω από τη στέγη του. Ο Γκασέ γλίτωσε την πρώτη κατάσχεση το 1937, όταν οι ναζί άρχισαν να δημεύουν την τέχνη που περιφρονούσαν. Ομως, μέχρι το τέλος εκείνου του έτους τον είχαν πάρει και τον είχαν στείλει στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με τον Τιντερόου, μήνες αργότερα, ένας ατζέντης τέχνης για λογαριασμό του Χέρμαν Γκέρινγκ, υπουργού του Ράιχ, πούλησε τον πίνακα στον Φραντς Κούνιγκς, έναν Γερμανό τραπεζίτη που ζούσε στο Αμστερνταμ. Ο επόμενος ιδιοκτήτης του, ένας Γερμανοεβραίος επίσης τραπεζίτης, ο Σίγκφριντ Κραμάρσκι, πήρε τον πίνακα μαζί του στη Νέα Υόρκη όταν βρήκε καταφύγιο εκεί, και για δεκαετίες η οικογένειά του δάνειζε τον Γκασέ στο Met ανά περιόδους, συνήθως το καλοκαίρι, όταν έλειπαν διακοπές. Το 1984, ο πίνακας στάλθηκε στο μουσείο στο πλαίσιο δανεισμού αορίστου χρόνου.
Οταν η οικογένεια του Κραμάρσκι πούλησε τον Γκασέ το 1990, νικητής στη δημοπρασία ήταν ο Ριοέι Σάιτο, πρόεδρος της Daishowa Paper Manufacturing Co. Τα μπλεξίματά του με τον νόμο, αργότερα, περιλάμβαναν την κατηγορία ότι είχε δωροδοκήσει για την αναδιανομή δασικών εκτάσεων, μεταξύ άλλων, για το Vincent Golf Club. Όταν αυτά τα προβλήματα κλιμακώθηκαν, ο Γκασέ και άλλα έργα τέχνης του πέρασαν σε έναν πιστωτή του, τη Fuji Bank. Η τράπεζα πούλησε τον πίνακα το 1997 στον Βόλφγκανγκ Φλότελ, έναν Αυστριακό επενδυτή που είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, είχε παντρευτεί την Αν Αϊζενχάουερ, εγγονή του προέδρου, και είχε αρχίσει τη δική του συλλογή έργων τέχνης. Όταν τα οικονομικά του Φλότελ πήραν την κατιούσα, ο πίνακας πουλήθηκε ξανά, σε μια ιδιωτική αγοραπωλησία η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω του οίκου Sotheby’s. Δεν έγινε γνωστή ούτε η τιμή ούτε ο αγοραστής και ο Γκασέ απλώς εξαφανίστηκε από τον κόσμο της τέχνης, όπως είχε συμβεί με το αεροπλάνο της Αμέλια Έρχαρτ.
«Είναι μέρος της ιστορίας, αλλά είναι επίσης μέρος της ζωής μας πλέον, και το να μην ξέρουμε πού βρίσκεται είναι αφόρητο», σχολιάζει ο Βούτερ βαν ντερ Βεν, μελετητής του Βαν Γκογκ, ο οποίος ασχολείται με την αποκατάσταση του σπιτιού του Γκασέ στη Γαλλία.
Οι φύλακες των μυστικών
Μέσα στα χρόνια, πολλά έχουν συζητηθεί σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του έργου. Για παράδειγμα, κάποιοι είχαν κατονομάσει ως πιθανό ιδιοκτήτη τον Γκουίντο Μπαρίλα, επικεφαλής της γνωστής εταιρείας μακαρονιών. Όμως, ένας Γερμανός δημοσιογράφος, ο Γιοχάνες Νίκελμαν, μιλώντας στο podcast του Μουσείου Städel, διέψευσε τη φήμη αυτή. Στο ίδιο podcast, ο Ντέιβιντ Νας, ο οποίος ήταν έμπορος έργων τέχνης για λογαριασμό του Φλότελ και πρώην επικεφαλής του Τμήματος Ιμπρεσιονιστικής και Μοντέρνας Τέχνης του οίκου Sotheby’s, είπε στον Νίκελμαν ότι ο αγοραστής του Γκασέ ήταν ένας Ιταλός που ζούσε στην Ελβετία. Δεν τον κατονόμασε. Ενας Γερμανός δημοσιογράφος που καλύπτει ρεπορτάζ τέχνης, ο Στέφαν Κόλντεχοφ, έγραψε το 2018 ότι στο Sotheby’s, ο τωρινός ιδιοκτήτης είναι γνωστός ως «Ο άνθρωπος από το Λουγκάνο».
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι στον οίκο δημοπρασιών γνωρίζουν, ή νομίζουν ότι γνωρίζουν, ποιος κατέχει τον Γκασέ. Πρώτον, είναι ο οίκος που πούλησε το έργο. Από την άλλη, πρόκειται για μια επιχείρηση που ειδικεύεται στο να εντοπίζει ιδιοκτήτες έργων και να κρατάει την ταυτότητά τους μυστική, ώστε, όταν κάποιος θάνατος, διαζύγιο ή άλλο γεγονός οδηγήσει σε πώληση, η εταιρεία να έχει πρώτη την κατάλληλη πληροφόρηση.
Οι ειδικοί των οίκων δημοπρασιών χτίζουν σχέσεις με τους ιδιοκτήτες. Επικοινωνούν μαζί τους τακτικά και παρακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια την τύχη των έργων, και μάλιστα επί δεκαετίες. Μερικές φορές κρατούν τις πληροφορίες απλώς στο μυαλό τους ή σημειωμένες σε καταλόγους πωλήσεων ή καρτέλες (παλιάς σχολής) ή σε ψηφιακές βάσεις δεδομένων (νέας σχολής) όπου καταγράφουν τις αγορές και τις πωλήσεις που πραγματοποιούν οι σημαντικοί πελάτες.
Προκειμένου να διατηρηθούν αυτές οι σχέσεις, συχνά προσφέρουν κάθε μορφής προνόμια στους ιδιοκτήτες σημαντικών έργων τέχνης, από εισιτήρια και κρατήσεις σε εστιατόρια μέχρι εκτιμήσεις για ασφάλειες ή δάνεια. Αυτό το επαγγελματικό «φλερτ» μπορεί να διευκολύνει την πραγματοποίηση ελέγχων στη συλλογή και επισκέψεις σε σπίτια, οι οποίες βοηθούν να επιβεβαιωθεί τι μπορεί να κατέχει ένας ιδιοκτήτης. Στον πιθανό πωλητή ενός αριστουργήματος όπως ο Γκασέ θα μπορούσαν επίσης να προσφερθούν προσοδοφόρα κίνητρα, όπως μια καμπάνια μάρκετινγκ ή ένα μέρος των εσόδων του οίκου δημοπρασιών –το λεγόμενο «premium του αγοραστή»– ή ακόμη και μια εγγυημένη ελάχιστη τιμή, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη δημοπρασία.
Η Μελίσα Τσίου, διευθύντρια του Μουσείου και Υπαίθριας Γλυπτοθήκης Hirshhorn του Ινστιτούτου Smithsonian, προσθέτει ότι τα μουσεία επιδιώκουν επίσης να οικοδομούν σχέσεις και να παρακολουθούν ποιος κατέχει τι. «Αναζητάμε συγκεκριμένα, ονειρεμένα κομμάτια», λέει.
Οι άνθρωποι που δηλώνουν ότι γνωρίζουν σε ποιον ανήκει ο Γκασέ ανήκουν σε αυτό το είδος του μυημένου στον κόσμο της τέχνης – δεν είναι αλάνθαστοι, αλλά είναι εξαιρετικά καλά πληροφορημένοι. Τέσσερις από αυτούς δηλώνουν ότι πιστεύουν ότι αγοράστηκε από μια ιταλική οικογένεια, τους Ιντερνίτσι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί στην Ελβετία. Ένα πρόσωπο που δεν χρειάζεται να μαντέψει είναι η Νταϊάνα Ντ. Μπρουκς, πρώην διευθύνουσα σύμβουλος του οίκου Sotheby’s, η οποία οργάνωσε την πώληση του 1998.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, αρνήθηκε να συζητήσει την αγοραπωλησία, επικαλούμενη τη μακροχρόνια επαγγελματική της δέσμευση για εχεμύθεια. Ένα άλλο άτομο που φαίνεται να γνωρίζει είναι ο Αλεξάντερ Έιλινγκ, επικεφαλής μοντέρνας τέχνης στο Städel, όπου κάποτε βρισκόταν ο πίνακας. Ο Έιλινγκ δεν δέχτηκε να δώσει συνέντευξη στους New York Times, ωστόσο, όταν έμαθε πως ένας δημοσιογράφος κατευθύνεται στην Ελβετία για να αναζητήσει το έργο, σχολίασε μέσω εκπροσώπου το εξής: «Αν βρίσκεται στο Λουγκάνο, τότε ξέρει ήδη πού είναι ο πίακας».
Ομορφιά και σιωπή στη λίμνη
Τα χρήματα της οικογένειας Ιντερνίτσι προέρχονται από την παραγωγή και την πώληση τυριού: μοτσαρέλα, γκοργκονζόλα και το ήπιο Bel Paese. Τα τυριά παράγονται από την Galbani, την εταιρεία την οποία ανέλαβαν τα τρία αδέρφια Ερμενετζίλντο, Ακίλε και Ρινάλντο Ιντερνίτσι τη δεκαετία του 1920. Το μερίδιο των
Ιντερνίτσι στην Galbani αποκρύφθηκε από τις μητρικές εταιρείες που εξαγόρασαν για 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια την εταιρεία παραγωγής τυριών. Εκείνη την εποχή, ο Αντόνιο Ιντερνίτσι, γιος του Ρινάλντο, ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας.
Ο ίδιος, ο οποίος πέθανε πριν από λίγα χρόνια, ήταν ακόμη ο πατριάρχης της οικογένειας το 1998, όταν οι ειδικοί θεωρούν ότι η οικογένεια αγόρασε το αριστούργημα του Βαν Γκογκ. Το όνομά του, όμως, όπως και εκείνο της οικογένειάς του, δεν αναφέρεται σε ένα νέο ντοκιμαντέρ για τον πίνακα, το οποίο επιμελείται ο Νίχελμαν, ο ίδιος άνθρωπος που υπέγραφε και το podcast το 2019. Το ντοκιμαντέρ δείχνει τη λίμνη και αναφέρεται στους φημολογούμενους ιδιοκτήτες του Γκασέ ως μια οικογένεια του Λουγκάνο που έβγαλε δισεκατομμύρια από τη βιομηχανία τροφίμων. Λέει επίσης ότι η οικογένεια διέψευσε ότι της
ανήκει.
Η εκπρόσωπος της οικογένειας, Μάρα Χόφμαν, δηλώνει πως δεν μπορεί να επιβεβαιώσει καμία διάψευση και αρνείται περαιτέρω σχολιασμό. Αλλα μέλη της οικογένειας, όπως ο Ρινάλντο Ινβερνίζι, γιος του Αντόνιο, και η Μιντζούνγκ Κιμ, καλλιτέχνις που ήταν παντρεμένη με τον Αντόνιο όταν πέθανε, αρνήθηκαν επίσης να σχολιάσουν.
Ο Μάικλ Φίντλεϊ, ο γκαλερίστας που είχε συμμετάσχει στη δημοπρασία του 1990, λέει πως δεν ξέρει ποιος αγόρασε τον Γκασέ το 1998. Ωστόσο, προτείνει να είμαστε επιφυλακτικοί όταν εκφράζεται η άποψη ότι το μυστήριο έχει λυθεί. «Αρκετοί άνθρωποι έχουν έρθει εδώ όλα αυτά τα χρόνια», έλεγε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στην γκαλερί της Νέας Υόρκης όπου είναι διευθυντής, «και μου είπαν ότι ξέρουν πού βρίσκεται, και πιστεύω ότι έκαναν λάθος». Για την ακρίβεια, ο ίδιος υποστηρίζει πως έχει ακούσει ότι ο πίνακας έχει πιθανότατα πουληθεί ξανά και δεν βρίσκεται στα χέρια του ιδιοκτήτη που τον αγόρασε το 1998. Αρνήθηκε, ωστόσο, να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.