ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οταν πάγωσε το χαμόγελο της Τζοκόντα

Κλοπές, απόπειρες βανδαλισμού, ακτιβιστικές δράσεις και απειλές που έχει αντιμετωπίσει το αριστούργημα του Ντα Βίντσι

Kathimerini.gr

Ενας μήνας έχει περάσει από εκείνο το εμπιστευτικό σημείωμα που έστειλε στις 13 Ιανουαρίου η πρόεδρος και διευθύντρια του Μουσείου του Λούβρου, Λοράνς ντε Καρ, προς την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας, Ρασιντά Ντατί, προκειμένου να της εκθέσει το πρόβλημα: το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου, έγραφε η Ντε Καρ, βρίσκεται σε «δεινή» κατάσταση. Τι «απαρχαιωμένος τεχνικός εξοπλισμός», τι «ανησυχητικές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας που θέτουν σε κίνδυνο τη συντήρηση των έργων τέχνης», τι «πολλαπλασιασμός των φθορών σε εγκαταστάσεις ενίοτε πολύ υποβαθμισμένες» και σε «καταπονημένα» κτίρια ή χώρους που «δεν είναι πλέον στεγανοί»… Ολα φαίνεται πως θέλουν ανακαίνιση στο πρώην βασιλικό παλάτι του 13ου αιώνα, που πέρυσι υποδέχτηκε 8,7 εκατ. επισκέπτες από όλο τον κόσμο.

Το διασημότερο έκθεμά του, η περίφημη Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που βρίσκεται στο Λούβρο από το 1797 (προηγουμένως φυλασσόταν στις Βερσαλλίες και στο ανάκτορο του Φονταινεμπλώ ως απόκτημα του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας, ενώ έχει κοσμήσει και την κρεβατοκάμαρα του Ναπολέοντα), δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο. Μεταξύ άλλων, λόγω των συνθηκών που δημιουργούν γύρω του οι πάνω από 20.000 επισκέπτες που το θαυμάζουν και το φωτογραφίζουν καθημερινά – οι Times του Λονδίνου σχολίαζαν χαρακτηριστικά ότι υπάρχουν ημέρες που μπροστά από τα μάτια της La Gioconda περνάει μια ολόκληρη πόλη. Σε εκείνο το σημείωμά της προς τη Γαλλίδα υπουργό Πολιτισμού, η Λοράνς ντε Καρ τόνιζε την ανάγκη να επανεκτιμηθεί η θέση και ο τρόπος προβολής του πίνακα, προτείνοντας να μεταφερθεί σε άλλη αίθουσα. Η πρόταση της Ντε Καρ, που δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά, ήταν να συνδυαστεί η μεταφορά του αριστουργήματος του 16ου αιώνα με μια νέα, χωριστή είσοδο στο Λούβρο, που θα συνεπάγεται βέβαια και επιπλέον αντίτιμο για όσους θέλουν να δουν τη Μόνα Λίζα από κοντά.

Μετά το επικοινωνιακό μπαράζ που ακολούθησε τη διαρροή του σημειώματος, μετά τα ρεπορτάζ με τις διαμαρτυρίες των επισκεπτών που επιβεβαίωναν αγανακτισμένοι τον συνωστισμό και τις ελλείψεις του Λούβρου (η επικεφαλής του ιδρύματος έλεγε στο γράμμα της ότι μια επίσκεψη στο μουσείο αποτελεί «φυσική δοκιμασία»), θέση για το όλο ζήτημα πήρε ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν. Το Λούβρο θα ανακαινιστεί ώς το 2031, ανακοίνωσε στα τέλη Ιανουαρίου ο πρόεδρος της Γαλλίας, με το σχέδιο της αναμόρφωσής του να περιλαμβάνει τη δημιουργία υπόγειων αιθουσών και μιας νέας μεγάλης εισόδου από τη μεριά του Σηκουάνα, την καθιέρωση υψηλότερου εισιτηρίου για επισκέπτες εκτός Ε.Ε. και, βέβαια, τη μεταφορά του πίνακα του Ντα Βίντσι σε έναν ειδικό χώρο, με ξεχωριστή είσοδο.

Ο Μακρόν έκανε τις ανακοινώσεις του μέσα από τη μεγάλη αίθουσα του Λούβρου όπου στεγάζεται η Μόνα Λίζα. Φαινόταν και εκείνη πίσω από τον Γάλλο πρόεδρο, προστατευμένη με το αλεξίσφαιρο γυάλινο περίβλημα που της τοποθέτησαν το 2019. Δεν ήταν βέβαια το πρώτο που θα την προφύλασσε από τα πλήθη και από τυχόν επιθέσεις. Γιατί εκτός από τον υπερτουρισμό, τις σέλφι και τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης, οι σύγχρονες περιπέτειες της Τζοκόντα, που συνδέονται μάλλον με την αναπόδραστη δημοφιλία της, μοιάζουν να έχουν τη δική τους μικρή ιστορία.

Η κλοπή του 1911

Η λίστα υπόπτων περιελάμβανε προσωπικότητες όπως ο Πικάσο, ο Απολινέρ ή ακόμα και ο Τζ. Π. Μόργκαν, όμως η γαλλική αστυνομία έψαχνε να βρει τον ένοχο σε όλη τη χώρα, για δύο χρόνια. Οπως βέβαια συμβαίνει συχνά, η δουλειά είχε γίνει από μέσα. Ο Ιταλός Βιντσένζο Περούτζια, εργαζόμενος του Λούβρου, φαίνεται πως είχε κρυφτεί σε μια ντουλάπα του μουσείου μία ημέρα πριν από την κλοπή και όταν το κτίριο άδειασε, βγήκε από την κρυψώνα του, αφαίρεσε τον πίνακα και επέστρεψε στο σπίτι του, όπου τον έκρυψε κάτω από το ξύλινο πάτωμα. Δοκίμασε να τον πουλήσει αρκετό καιρό μετά σε έναν έμπορο τέχνης από τη Φλωρεντία, ο οποίος όμως προτίμησε να ειδοποιήσει τις αρμόδιες Αρχές. Οταν ο Περούτζια τελικά συνελήφθη, απέδωσε την πράξη του σε λόγους πατριωτικούς. Η μεγάλη φήμη της Τζοκόντα άρχισε τότε να εδραιώνεται, αν και μερικούς τους προβλημάτιζε ήδη. Χαρακτηριστικά, όταν άκουσε για την κλοπή, ο ιστορικός της τέχνης Μπέρναρντ Μπέρενσον είπε για τη Μόνα Λίζα: «Είχε καταντήσει απλώς ένας εφιάλτης και χάρηκα που εξαφανίστηκε».

Δύσκολη χρονιά για την Τζοκόντα το 1956. Πρώτα, ένας άγνωστος επιχείρησε ανεπιτυχώς να τη βανδαλίσει με οξύ. Επειτα, ένας Βολιβιανός, ονόματι Ούγκο Ουνζάγα Βιγιέγκας, έριξε μια πέτρα στο έργο, το οποίο όμως καλυπτόταν πλέον με προστατευτικό τζάμι, καθώς λίγα χρόνια νωρίτερα ένας άλλος άνδρας είχε επιχειρήσει να το κλέψει, επειδή, όπως είχε πει, ήταν… ερωτευμένος μαζί του. Τελικά ο πίνακας γλίτωσε με μια μικρή «αμυχή» στον αγκώνα της εικονιζόμενης, που αποκαταστάθηκε γρήγορα, ενώ ο Βιγιέγκας απολογήθηκε στην αστυνομία με τη φράση «Είχα μια πέτρα στην τσέπη μου και άξαφνα μου ήρθε η ιδέα να την πετάξω στον πίνακα». Η επίθεση θα ενέπνεε τον Σαλβαντόρ Νταλί (που λίγα χρόνια πριν είχε συνεργαστεί με τον Φιλίπ Αλσμάν στο σουρεαλιστικό φωτομοντάζ «Αυτοπροσωπογραφία ως Μόνα Λίζα») να γράψει ένα άρθρο όπου θα υποστήριζε ότι οι επιθέσεις στην Τζοκόντα αποτελούν μια φροϋδικού τύπου εξέγερση απέναντι στην εξιδανίκευση της γυναίκας και της μητρικής φιγούρας. Η εξήγηση του Νταλί αφορούσε και το έργο «L.H.O.O.Q.» (1919), στο οποίο ο Μαρσέλ Ντισάν είχε προικίσει ντανταϊστικά την Τζοκόντα με ένα τσιγκελωτό μουστάκι.

Ταξίδι στις ΗΠΑ

Το 1962, η πρώτη κυρία των ΗΠΑ, Τζάκι Κένεντι, ζήτησε από τον υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας, Αντρέ Μαλρό, να δανείσει στη χώρα της τη Μόνα Λίζα, προκειμένου να την θαυμάσουν για ένα μικρό διάστημα οι Αμερικανοί. Αρκετοί Γάλλοι εξοργίστηκαν, μια ομάδα επιμελητών του Λούβρου απείλησε ότι θα παραιτηθεί, όμως τελικά ο Μαλρό έστειλε τον πίνακα μέσω θαλάσσης και τοποθετημένο σε ειδική θήκη, που φυλασσόταν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τη Μόνα Λίζα υποδέχτηκαν στη Νέα Υόρκη αξιωματούχοι από όλα τα κυβερνητικά κλιμάκια, ενώ η πρώτη της παρουσίαση, στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, προκάλεσε τέτοια κοσμοσυρροή, που έχει εκτιμηθεί ότι ο κάθε επισκέπτης αντίκρισε τον πίνακα για λίγα δευτερόλεπτα. Η δεύτερη έκθεσή του, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, άνοιξε τις πόρτες της στις 7 Φεβρουαρίου 1963, με το κοινό να σχηματίζει ουρές από τα χαράματα. Ο τότε πρόεδρος του Met, Τόμας Χόβινγκ, διηγείται στα απομνημονεύματά του ότι μια ημέρα πήγε στο μουσείο και βρήκε πολλούς υπαλλήλους να τρέχουν αλαφιασμένοι, κρατώντας πετσέτες. Τι είχε συμβεί; Στον χώρο φύλαξης της Τζοκόντα, ένας ψεκαστήρας πυρόσβεσης είχε ενεργοποιηθεί μέσα στη νύχτα για άγνωστο λόγο· όμως το γυάλινο προστατευτικό του πίνακα είχε λειτουργήσει «σαν αποτελεσματικό αδιάβροχο».

Λίγο προτού παρουσιαστεί στο Εθνικό Μουσείο του Τόκιο τον Απρίλιο του 1974, η Μόνα Λίζα είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, οι οποίοι υποστήριζαν ότι με πρόσχημα την ασφάλεια, το ίδρυμα έκανε διακρίσεις και δεν επέτρεπε στα ΑμεΑ να δουν από κοντά το αριστούργημα του Ντα Βίντσι. Την πρώτη κιόλας ημέρα της έκθεσης του πίνακα, η νεαρή Τομόκο Γιονέζου επιχείρησε να «ραντίσει» το έργο με κόκκινη μπογιά, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τους αποκλεισμούς, και η αλήθεια είναι ότι κάτι κατάφερε, αν και το έργο σώθηκε. Η Γιονέζου δικάστηκε, ενώ γυναικείες οργανώσεις διαμαρτύρονταν για την άδικη και σεξιστική μεταχείρισή της από τον νόμο και παρόλο που η Γιαπωνέζα αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο τριών χιλιάδων γιεν, το Εθνικό Μουσείο του Τόκιο όρισε μια ημέρα που τα ΑμεΑ θα μπορούσαν να θαυμάσουν τη Μόνα Λίζα κατ’ αποκλειστικότητα.

Στον 21ο αιώνα

Το 2009 ήταν μια Ρωσίδα που πέταξε στον –προστατευμένο– πίνακα ένα φλιτζάνι τσάι, επειδή, σύμφωνα με εκπροσώπους του Λούβρου, το γαλλικό κράτος είχε απορρίψει την αίτησή της για υπηκοότητα. Το 2022 ήταν ένας άνδρας μεταμφιεσμένος σε ηλικιωμένη γυναίκα, που εισήλθε στην αίθουσα της Τζοκόντα με αμαξίδιο και έτριψε πάνω στο γυαλί της ένα κομμάτι κέικ – σε βίντεο που αναρτήθηκε στα social media, ο άνδρας ακούστηκε να διαμαρτύρεται για την καταστροφή της Γης. Η διαμαρτυρία για το περιβαλλοντικό ζήτημα ήταν το κίνητρο και των δύο ακτιβιστριών της οργάνωσης Riposte Alimentaire, που το 2024 έριξαν σούπα στην Τζοκόντα. «Τι είναι σημαντικότερο; Η τέχνη ή το δικαίωμα σε ένα υγιές και βιώσιμο διατροφικό σύστημα;», είπαν, προτού απομακρυνθούν από την ασφάλεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση