ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ήταν αφιερωμένος ολόψυχα στην Τέχνη

Ο Μίνως Ορφανός, γιος του καλλιτέχνη Λάμπρου Ορφανού, μιλάει στην «Κ» για την έκθεση «Χαράσσοντας τη ζωή» στο Μουσείο Χαμπή

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Συνάντησα τον Μίνωα Ορφανό στο Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στη Λευκωσία, με αφορμή τη δωρεά του προς το μουσείο 32 χαρακτικών του πατέρα του, του Λάμπρου Ορφανού, ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, ο οποίος τουλάχιστον για τους χρήστες της δραχμής βρισκόταν πάντα στα χέρια τους, αφού ήταν ο βασικός χαράκτης των ελληνικών χαρτονομισμάτων και κερμάτων για πάρα πολλά χρόνια. Βέβαια, ο Λάμπρος Ορφανός ήταν και ένας πολύ ενδιαφέρον καλλιτέχνης, χαράκτης, ζωγράφος, ένας άνθρωπος που μαζί με τη σύζυγό του Έλλη Μουρέλου – Ορφανού αναζητούσαν καλλιτεχνικά ερεθίσματα, αφού όπως μού λέει ο γιος τους Μίνως, στην οικογένεια η τέχνη ήταν κάτι τόσο φυσικό, όπως το ν’ αναπνέεις.

–Κύριε Ορφανέ, πώς ξεκίνησε η ιδέα να δωρίσετε έργα του πατέρα σας στο Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή;

–Όταν άρχισα να ασχολούμαι με το αρχείο του πατέρα μου και της μητέρας μου, ανακάλυψα ότι από τις ελάχιστες εκθέσεις στις οποίες είχαν πάρει μέρος ήταν μετά την εισβολή στην Κύπρο. Αποφάσισαν να λάβουν μέρος στην έκθεση που διοργάνωνε η γκαλερί Ώρα της Αθήνας του Ασαντούρ Μπαχαριάν, και τα έσοδα όλα θα δινόντουσαν στους καλλιτέχνες της Κύπρου. Ασχολούμενος, λοιπόν, με το αρχείο τους, προσπάθησα ν’ ακολουθήσω τον δρόμο στη ζωή τους και να φτάσω στα σημεία που είχαν σταματήσει, σεβόμενος το έργο τους. Κάποια στιγμή έμαθα για το Μουσείο Χαμπή και μού δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω, όταν έγινε μια μεγάλη έκθεση στην Αθήνα, στο Σπίτι της Κύπρου. Εκεί τον γνώρισα και αποφάσισα να δωρίσω κάποια έργα. Σιγά-σιγά όμως γνωρίζοντας περισσότερο το Μουσείο έφτασαν να γίνουν 32 τα έργα που έχω δωρίσει. Αυτή η σχέση ήταν αφορμή για να έρθουν 32 έργα στην Κύπρο. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι είναι ένα μουσείο που αγωνίζεται να σταθεί και είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις ένα μουσείο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στη χαρακτική. Είχε πολλές παραμέτρους η απόφασή μου, πρώτον η σχέση που σταδιακά δημιουργήθηκε έστω και από απόσταση, μέσω τηλεφώνου, δεύτερο ήταν η οργάνωση που είχε το μουσείο και τρίτο, ρόλο έπαιξε η εκτίμηση που έχω για την Κύπρο και όλα όσα συμβεί εδώ.

–Πώς μπήκε στη ζωή του η τέχνη της χαρακτικής;

–Όταν εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, που τη διάλεξε και ήταν αφιερωμένος σε ολόκληρη τη ζωή του στη ζωγραφική, στην τέχνη καλύτερα, κάτι που του έδινε χαρά, ευτυχία και πληρότητα, υπήρχε ένας σπουδαίος καθηγητής, ο οποίος έβαλε τις βάσεις για την ανάπτυξη της χαρακτικής στην Ελλάδα, αυτός ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, από τον οποίο βγήκε το 80% των Ελλήνων χαρακτών εκείνης της εποχής, ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Απ’ όσα λέγονται για τον Κεφαλληνό φαίνεται πως ήταν ένας καταπληκτικός δάσκαλος, ο οποίος δεν ήθελε να κάνει κακέκτυπα της προσωπικότητάς του τους μαθητές του, αλλά να τους ωθήσει να αναπτύξουν τη δική τους ταυτότητα και προσωπικότητα μέσα από το έργο τους. Επίσης, ήταν ένας βαθιά δημοκρατικός άνθρωπος που μέσα στην κατοχή προσπάθησε να κρατήσει το δημοκρατικό φρόνημα των Ελλήνων με τον δικό του τρόπο, κάτι που επίσης έλκυσε τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν κι εκείνος ένας άνθρωπος με δημοκρατικές αξίες, δεν του άρεσε ο συντηρητισμός, που κυριαρχούσε σε ένα μεγάλο μέρος της Σχολής Καλών Τεχνών τότε...

–Ποια ήταν η ταυτότητα του Λάμπρου Ορφανού στην τέχνη γενικότερα;

«Η προσωπική του όμως ελευθερία ήταν η ζωγραφική, τα χρώματα, οι φόρμες και μία διακριτική αφαίρεση που άρχισε σιγά-σιγά να βάζει στη δουλειά του».

–Οι συνθήκες της ζωής τον έκαναν να έχει δύο ταυτότητες, η επίσημη ταυτότητά του και αυτή που τον κάνει –αν θέλετε γνωστό– είναι αυτή του βασικού δημιουργού των νέων χαρτονομισμάτων της Ελλάδας, που απέκτησε η Ελλάδα τέλη της δεκαετίας του ’50 αρχές του 1960, ως ένας από τους βασικούς χαράκτες του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Η προσωπική του όμως ελευθερία ήταν η ζωγραφική, τα χρώματα, οι φόρμες και μία διακριτική αφαίρεση που άρχισε σιγά-σιγά να βάζει στη δουλειά του.

–Αυτή η αφαίρεση πού μπορεί να οφείλεται; Αναζητεί κάτι;

–Νομίζω πως οφείλεται στη βαθιά λιτότητα που είχε ως άνθρωπος και στη μοναχικότητά του... γιατί κάθε καλλιτέχνης είναι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να πιστέψει στον βαθύ του εαυτό για να μπορέσει να δημιουργήσει. Αυτή η ανάγκη τον έκανε να παίρνει ένα αυτοκίνητο, να βάζει μέσα τα χρώματά του, ένα καβαλέτο και έναν καμβά και να πηγαίνει μόνος στη φύση, και εκεί να συγκεντρώνεται, να τη νιώθει και έτσι να εκφράζεται.

–Στα έργα του πάντως που υπάρχουν πρόσωπα φαίνεται μια εγγενής μελαγχολία... Αυτό είναι ίσως ένα σχόλιο του καλλιτέχνη για την ανθρώπινη ύπαρξη;

–Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις που δίνονται από ανθρώπους που έρχονται σε επαφή με το έργο του πατέρα μου... Νομίζω πως επειδή ήταν ένας βαθύτατα ανθρώπινος χαρακτήρας, κάτι που τον έκανε να έχει μία υπερευαισθησία με τον ανθρώπινο πόνο, με την ανθρώπινη ύπαρξη, περισσότερο ήταν ένα δικό του σχόλιο, με τη διακριτικότητα που τον διακατείχε σε ολόκληρη τη ζωή του...

–Στα γυμνά του έργα, πάντως υπάρχει μια αντίθεση με τα γροτέσκ έργα του, με πιο φίνες γραμμές... είναι και αυτό κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα του;

–Νομίζω ναι. Μην ξεχνάμε πως ανήκε σε μια γενιά που τα συναισθήματα δεν επιτρεπόταν να εκφραστούν. Είχε επίσης έναν βαθύτατο σεβασμό στις γυναίκες, εξ ου και η σχέση που είχε με τη μητέρα μου, που για 52 χρόνια ήταν μονιασμένοι και αληθινοί συμπορευτές. Αυτή η λεπτότητα στις γραμμές ήταν αυτό που δεν μπορούσε να εκφραστεί με άλλον τρόπο, αλλά και από την άλλη είναι ένα σχόλιο για την ανθρώπινη συνειδητότητα.

–Παρατηρώ ότι σε κάποια από τα έργα του, όπως αυτά με το Λούνα Παρκ και με αυτές γενικά τις εκφάνσεις ζωής, έναν μαγικό ρεαλισμό. Πώς εκλάμβανε την πραγματικότητα ο Λάμπρος Ορφανός;

–Ήταν σαν να χαιρόταν με τη χαρά των παιδιών και τη χαρά της ζωής και ίσως και ένα μεγάλο μικρό παιδί που χαίρεται εκείνη την ώρα, όταν βλέπει χρώματα, ακούει μουσικές. Θυμάμαι ότι με έπαιρνε μαζί του και πηγαίναμε στο τσίρκο και χαιρόταν και εκείνος...

Η ζωγραφική του έδωσε μια διέξοδο

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Λάμπρος Ορφανός κατάφερε και κράτησε μια ισορροπία στην καλλιτεχνική του έκφραση ως επαγγελματίας και ως καλλιτέχνης. Η εργασία του στο Νομισματοκοπείο ήταν απίστευτα περιοριστική καλλιτεχνικά και ίσως γι’ αυτό σταμάτησε και να χαράσσει δικά του έργα.

–Η περίοδος της παραμονής του στο Παρίσι πώς τον επηρέασε, φεύγοντας από τη μετεμφυλιακή Αθήνα;

Νομίζω ήταν απόλυτα καθοριστική εκείνη η περίοδος της ζωής του για την εξέλιξή του, άλλωστε έτσι το έβλεπε και το έλεγε κι εκείνος. Έφυγε από ένα πάρα πολύ συντηρητικό περιβάλλον, η Ελλάδα είχε βγει μόλις από τον Εμφύλιο, και όλες οι ανοικτές ιδέες ήταν καταδικαστέες, και τότε βρίσκεται σ’ ένα περιβάλλον όπου όλα είναι τέχνη. Έλεγε χαρακτηριστικά πως μόνο να περπατάς στον δρόμο και να κοιτάς τις βιτρίνες είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα μεγάλο μουσείο. Είναι σίγουρο ότι ήθελε να μείνει στο Παρίσι, όμως οι συνθήκες της εποχής δεν ήταν εύκολες για έναν ξένο να μπορέσει να εγκατασταθεί εκεί. Προσπάθησε να επεκτείνει την υποτροφία του ΙΚΥ που είχε λάβει, το κατάφερε μόνο για έξι μήνες, έπειτα η μητέρα μου προσπάθησε να πάρει υποτροφία για να μπορέσουν να μείνουν για ακόμη τρία χρόνια...

–Είδε πολλά...

Καλλιτεχνικά του άνοιξε τα μάτια, τις ιδέες του, είδε πράγματα που δεν μπορούσε να δει στην Αθήνα. Ήταν δύσκολο να δεις ακόμα και τους μεγάλους ζωγράφους. Εξ ου και όταν ήταν στο Παρίσι, με αγαπημένους του φίλους, όπως ο Γιάννης Γαΐτης, η σύζυγός του η γλύπτρια Γαβριέλα Σίμοση, και ο μεγάλος φίλος τους Παναγιώτης Τέτσης πήγαιναν ταξίδια στην Ευρώπη για να δουν μουσεία. Ένα μεγάλο ταξίδι τους ήταν στην Ισπανία, για δύο μήνες, όπου είδαν όλα τα μεγάλα μουσεία της και όχι μόνο, το καλοκαίρι του 1953, αλλά και στην Ολλανδία.

–Για την οικογένεια Ορφανού ήταν όλα τέχνη; Είδα στο διαδίκτυο μια φωτογραφία όπου όλη η οικογένεια είναι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου...

Είναι αλήθεια αυτό. Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν βαθιά καλλιεργημένη, και ο πατέρας μου βρήκε σε αυτό το περιβάλλον ό,τι έψαχνε. Ήμασταν μία οικογένεια που η τέχνη ήταν κάτι το απολύτως φυσικό, όπως το ν’ αναπνέεις. Η δε φωτογραφία που αναφέρετε βγήκε την ημέρα την ημέρα που μαζί με τον επίσημο φωτογράφο της Τράπεζας της Ελλάδος για να φωτογραφηθούν οι γωνίες του θεάτρου της Επιδαύρου που ήθελε ο πατέρας μου, αφού το θέατρο θα απεικονιζόταν στο χαρτονόμισμα των 1000 δραχμών.

–Η εργασία του στο Εθνικό Νομισματοκοπείο ερχόταν σε αντίθεση με την αμιγώς καλλιτεχνική του δουλειά;

Είναι εντυπωσιακό ότι κατάφερε και κράτησε μια ισορροπία στην καλλιτεχνική του έκφραση ως επαγγελματίας και ως καλλιτέχνης. Η εργασία του στο Νομισματοκοπείο ήταν απίστευτα περιοριστική καλλιτεχνικά, για λόγους ασφαλείας των χαρτονομισμάτων, και πολλές φορές πνιγόταν, γιατί ήταν ελεύθερος άνθρωπος, και ίσως γι’ αυτό σταμάτησε και να χαράσσει δικά του έργα, μάλιστα στο μουσείο έχουμε το τελευταίο χαρακτικό του, του 1966, μεταστράφηκε στη ζωγραφική, που του έδωσε τη διέξοδο που χρειαζόταν για να υπάρξει μία έκρηξη χρωμάτων, φόρμα, φωτός, που δεν του το επέτρεπε η καθημερινή του εργασία.

Πληροφορίες

Λάμπρος Ορφανός – Έλλη Μουρέλου - Ορφανού: «Χαράσσοντας τη ζωή» 1944 – 1966. Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή – Λευκωσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση