Kathimerini.gr
Του Παύλου Παπαδόπουλου
Μια νύχτα του 1963 ο Φράνσις Μπέικον πετάχτηκε από έναν απότομο κρότο. Ετρεξε να δει τι συμβαίνει και αντίκρισε μπροστά του έναν κλέφτη που μόλις είχε μπουκάρει στο ατελιέ του στο Λονδίνο. Οσα συνέβησαν στη συνέχεια συμπυκνώνουν ένα από τα πιο δραματικά κεφάλαια στη ζωή του ζωγράφου, αλλά και στην ιστορία της τέχνης. Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τη μοιραία διάρρηξη, σήμερα, στις αρχές του 2022, το τρέιλερ 44 δευτερολέπτων της Royal Academy, με απειλητική μουσική, μοιάζει με εισαγωγή σε θρίλερ. «Για πρώτη φορά σε μια δεκαετία, ο Φράνσις Μπέικον επιστρέφει στο Λονδίνο. Γνωρίστε τον Δάσκαλο». Η 29η Ιανουαρίου, ημερομηνία των εγκαινίων, έγινε έμμονη ιδέα για όσους θα ήθελαν «να γνωρίσουν τον Δάσκαλο».
Γεννήθηκε το 1909 στην Ιρλανδία. Ο πατέρας του ήταν πρώην στρατιωτικός που έγινε εκπαιδευτής αλόγων. Η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια που είχε στην ιδιοκτησία της ένα χαλυβουργείο στο Σέφιλντ της βόρειας Αγγλίας. Ζούσαν σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Δουβλίνο. Ο πατέρας διοικούσε το σπίτι με στρατιωτική πειθαρχία. Επαιρνε μαζί του τον Φράνσις στο κυνήγι της αλεπούς, αλλά αυτός πάθαινε κρίσεις άσθματος από την υγρασία και την επαφή με τα σκυλιά. Ο πατέρας πίστευε ότι ο γιος χρειαζόταν σκληραγωγία και γι’ αυτό ζητούσε από τους σταβλίτες να τον μαστιγώνουν. Δεν φανταζόταν πως όταν κουράζονταν να τον μαστιγώνουν προχωρούσαν λίγο περισσότερο.
Ο καλλιτέχνης αργότερα ομολόγησε ότι ο αυταρχικός πατέρας του ήταν το αποκλειστικό αντικείμενο της φαντασίας του. Οταν τον έπιασε στα 16 του να φοράει ρούχα της μητέρας του τον έδιωξε από το σπίτι. Ο Φράνσις μετακόμισε στο Λονδίνο και ζούσε με τρεις λίρες την εβδομάδα που του έστελνε η μητέρα του. Ο πατέρας του πίστευε ότι μπορούσε να τον φέρει στον ίσιο δρόμο και του έστειλε έναν εξάδελφό του δέκα χρόνια μεγαλύτερο, έναν σοβαρό νέο, για να τον συνετίσει. Παρασύρθηκαν στο Βερολίνο όπου έζησαν έκλυτο βίο ως ζευγάρι μέχρι ο εξάδελφος να εξαφανιστεί με μια γυναίκα. Οπως θα έλεγε ένας σχολιαστής της εποχής, μέσα στο ηθικό τέλμα φύτρωσε το ενδιαφέρον για την τέχνη. Ο Μπέικον επισκεπτόταν σφαγεία στις ανατολικές συνοικίες του Βερολίνου. Δεν ξέχασε ποτέ τις κραυγές των ζώων ανάμεσα στο κουβεντολόι των σφαγέων. Σαράντα χρόνια μετά, στις συνεντεύξεις του στον Αγγλο κριτικό τέχνης Ντέιβιντ Σιλβέστερ για το BBC1 θα πει: «Οταν βλέπω κρέας στο χασάπικο εκπλήσσομαι που εκεί βρίσκεται ένα ζώο και όχι εγώ». Τον επηρέασε η αρχαία ελληνική τραγωδία, και ιδιαίτερα τα έργα του Αισχύλου. Οι τρεις Ερινύες από την Ορέστεια ήταν η έμπνευση για το τρίπτυχο που βλέπετε (στη βάση της σελίδας), το οποίο είναι η εκδοχή του 1988 του αρχικού έργου «Τρεις μορφές για σπουδές στο κάτω μέρος μιας Σταύρωσης» που ζωγράφισε το 1944.
Δεν πήγε ποτέ σε σχολή ζωγραφικής. Ο,τι έμαθε, το έμαθε στο Βερολίνο από τον Roy de Maistre, έναν φίλο του, γνωστό ζωγράφο, λίγο μεγαλύτερο, που είχε γνωρίσει μάλλον σε κάποια λουτρά του Λονδίνου και ξαναβρέθηκαν στο Βερολίνο. Προτού επιστρέψει στο Λονδίνο ο Μπέικον πήγε στο Παρίσι. Εζησε τη σουρεαλιστική τρέλα της δεκαετίας του ’30, λάτρεψε τον Πικάσο, αλλά δεν έγινε ποτέ σουρεαλιστής. Είχε σουρεαλιστική σκέψη, αλλά ζωγράφιζε με τεχνικές της παραστατικής ζωγραφικής. Οπως όλοι της γενιάς του σημαδεύτηκε από την αγριότητα του πολέμου που δεν άφησε πολλές αμφιβολίες για το κτήνος που χάσκει μέσα στον άνθρωπο.
Κεφάλι VI, 1948. Η πρώτη από τις δεκάδες εκδοχές του Μπέικον για το πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι΄ του Βελάσκεθ. H τρέλα και η μανία της εξουσίας…
Το στόμα
Είχε έμμονη ιδέα με το στόμα. Θυμόταν τα αφρισμένα στόματα από τα σκυλιά στα κυνήγια των παιδικών του χρόνων, το στόμα του φωνακλά πατέρα του, τα στόματα των ζώων πριν από τη σφαγή. Στο Παρίσι ανακάλυψε ένα βιβλίο ανατομίας για το στόμα και το κράτησε στη βιβλιοθήκη του για πάντα. «Θέλω να ζωγραφίζω το στόμα όπως ο Μονέ το ηλιοβασίλεμα». Γύρισε στο Λονδίνο πλήρης εμπειριών, ανάμεσα στα άλλα και με τις εντυπώσεις που του προκάλεσε η «Σφαγή των αθώων νηπίων» του Ρούμπενς (1612) και του Πουσσέν (1625), δύο έργα με το ίδιο θρησκευτικό θέμα και τίτλο. Μία από τις εμμονές του ήταν ο πίνακας του Βελάσκεθ, «Πάπας Ιννοκέντιος Ι» (1650). Ξεκινώντας από το 1953 ζωγράφισε δεκάδες εκδοχές με τον Πάπα να κραυγάζει. Πάσχιζε να αποδώσει τη σκοτεινή ψυχή του πρώτου πορτρέτου, αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος: «Δεν ζωγράφισα καλά το στόμα». Εκλεψε την τεχνική του παραμορφωτικού καθρέφτη. Σκεφτείτε αυτές οι ρευστές, απόκοσμες φιγούρες που σήμερα είναι ταυτισμένες με τον Μπέικον. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι μορφές σε παρακινούν να διακρίνεις την αναπόφευκτη ασχήμια που βρίσκεται καλά κρυμμένη πίσω από πολλά ευγενικά πρόσωπα (συμπεριλαμβανομένου του προσώπου μας στον καθρέφτη…). «Η απλοποίηση, η παραμόρφωση και η τροποποίηση της φόρμας εξασφαλίζει τη μέγιστη εκφραστικότητα», έλεγε.
Μέχρι τα 40 του είχε καταστρέψει 700 έργα. Δεν μπορούσε να βρει την αποφασιστική στιγμή που θα έπρεπε να κατεβάσει το πινέλο με αποτέλεσμα το έργο να αλλοιωνόταν (κατά τη γνώμη του) και να το κατέστρεφε. Συχνά, οι φίλοι του τον παρέσυραν σε κουβέντα την ίδια ώρα που κάποιος μιλημένος φυγάδευε έργα για να μην τα καταστρέψει. Κάπως έτσι διασώθηκαν αριστουργήματα. Τι να πρωτοπείς για τον Μπέικον; Το πιο πρόσφατο και μάλλον πιο πλήρες βιβλίο για τη ζωή και την τέχνη του είναι το «Revelations» του Μαρκ Στίβεν και της Αναλιν Σουάν που κυκλοφόρησε στα μέσα του 2021 (Knopf). Ας το παραγγείλει όποιος θέλει μια βιογραφία που μοιάζει με σκληρό μυθιστόρημα.
Η ζωγράφος Τζένι Σάβιλ έγραψε στην ιστοσελίδα της Royal Academy ότι οι πίνακες του Μπέικον με τα κτήνη μοιάζουν σαν κλουβιά από τα οποία φοβάσαι ότι μπορεί να αποδράσουν. Δεν είναι έτσι. Είναι ακόμα χειρότερα. Τα κτήνη αποδρούν και τρυπώνουν στο μυαλό σου. Πόσο εύκολα τα ξεχνάς; Για να μην πούμε ότι είναι αναγνωρίσιμα… Κι όμως, στην αρχή ο Μπέικον δεν είχε καμία τύχη. Στην πρώτη του έκθεση το 1949 δεν πουλήθηκε τίποτα. Τι θα κρεμάσεις στον τοίχο σου; Ενα τέρας με δόντια που κραυγάζει με μανία; Το 1977 σε μια αναδρομική έκθεση στο Παρίσι μαζεύτηκε τόσος κόσμος που η αστυνομία έκλεισε τον δρόμο. «Είστε η Μέριλιν Μονρόε της μοντέρνας τέχνης», του είπε ένας Γάλλος υπουργός. Είχε προηγηθεί η μεγάλη έκθεση στο Grand Palais το 1971 που τον καθιέρωσε στο Παρίσι. Ηταν ένας θρίαμβος με ένα τραγικό μυστικό.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον διαρρήκτη που μπούκαρε στο ατελιέ το 1963. Ηταν ένα κλεφτρόνι, ένας μποξέρ, ένας μεθύστακας, ο Τζορτζ Ντάιερ. Οπως διαβάζουμε στο «Revelations», μόλις τον είδε ο Μπέικον τον διέταξε να τον ακολουθήσει στην κρεβατοκάμαρα. Σύμφωνα με την παράδοση, μόλις ο νέος ολοκληρώνει τη γονιμοποίηση των ονείρων του μεγαλύτερου, φεύγει λαθραία κλέβοντας το ρολόι του. Ο Ντάιερ, αντίθετα, άφησε στον Μπέικον ένα χρυσό ρολόι που είχε κλέψει την προηγούμενη νύχτα. Αυτή η πράξη συγκίνησε τον ζωγράφο. Ο Ντάιερ μπορούσε να ποζάρει με τις ώρες χωρίς να μιλάει και ο Μπέικον τον πλήρωνε για να τον ζωγραφίζει. Τον έπαιρνε μαζί του κάθε βράδυ στα μπαρ του Σόχο. Και σύντομα αποφάσισε να τον διώξει. Ο ζωγράφος μεθούσε μόνο από το απόγευμα και μετά, αλλά ο Ντάιερ ήταν μεθυσμένος όλο το 24ωρο. Του ζήτησε λοιπόν να τα μαζέψει και να φύγει. Μόλις το άκουσε, πέταξε τα έπιπλα στις σκάλες, κατέστρεψε όσους πίνακες βρήκε μπροστά του κι έβαλε φωτιά στο ατελιέ. Μια άλλη φορά έκρυψε ναρκωτικά και κάλεσε την αστυνομία για να τα βρει. Η αστυνομία τα βρήκε και η υπόθεση τράβηξε για μήνες στα δικαστήρια.
Κεφάλι Ι, 1948. Eνα από τα πρώτα έργα του Μπέικον. Το ανθρώπινο και το κτηνώδες σε μία από τις πρώτες προσεγγίσεις από τον ζωγράφο.
Ο θάνατος του Ντάιερ
Η ήρεμη αυτή σχέση διατηρήθηκε για οκτώ χρόνια μέχρι το πρωί της ημέρας των εγκαινίων της έκθεσης στο Grand Palais στο Παρίσι όταν ο Ντάιερ πέθανε στο ξενοδοχείο από καρδιακή προσβολή που προκλήθηκε από χάπια και αλκοόλ. Ο Μπέικον ζήτησε από τον διευθυντή του ξενοδοχείου να κρατήσει το γεγονός μυστικό για να μην επισκιάσει τα εγκαίνια. Ο Μπέικον συμμετείχε στον θρίαμβο, αλλά σε κάποιες φωτογραφίες η συντριβή από το τραγικό συμβάν είναι ζωγραφισμένη, σαν τη χαρακτηριστική παραμόρφωση στα έργα του, επάνω στο πρόσωπό του. Για πολλά χρόνια ζωγράφιζε τη σκηνή αυτού του θανάτου, όταν τον βρήκαν στην τουαλέτα νεκρό, με πιο σπουδαίο το τρίπτυχο (Triptych, May-June 1973). Μέχρι το δικό του τέλος, το 1992, μιλούσε για την «ενθουσιώδη απελπισία» που υπάρχει στο έργο του. «Η ζωή είναι κάτι μάταιο, κάτι που διαδραματίζεται χωρίς λόγο», έλεγε. Δεν του άρεσε να του λένε ότι είναι εξπρεσιονιστής. Πίστευε ότι είναι υπαρξιστής. Εχει διαφορά. Στον υπαρξισμό ο λόγος ύπαρξης είναι αποκλειστικά μια δική σου απόφαση. Και άρα το βάρος είναι ασήκωτο.
Δεύτερη Εκδοχή του Τρίπτυχου, 1988. 44 χρόνια μετά το αριστούργημα «Τρεις σπουδές για μορφές στο κάτω μέρος μιας Σταύρωσης» ολοκληρώνει τη δεύτερη εκδοχή. Τον εμπνέουν οι τρεις Ερινύες από την Ορέστεια του Αισχύλου.