Γράφει η Βίβιαν Στεργίου
Είναι μια μορφή φτώχειας να μην μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου αλλιώς ανάλογα με τις ορμόνες και τις αλλαγές στο στήθος και την κοιλιά σου. Αυτό υπονοεί η Λε Γκεν κι έτσι νιώθω κι εγώ, στερημένη κι απροετοίμαστη για τους μελλοντικούς εαυτούς μου.
Η κατάσταση μού είναι οικεία. Στο παρελθόν μέινστριμ πολιτιστικά ερεθίσματα συχνά δεν με βοηθούσαν να γίνω χωρίς τριβές η γυναίκα που θα ήθελα να είμαι. Θα ήθελα να ξέρω περισσότερα για το πώς είναι να ζεις χωρίς ενοχές, ή για το πώς νιώθουν άλλες στο γυναικολόγο ή όταν πετυχαίνουν κάτι.
Τι μπορεί να αποτελέσει πραγματικά θέμα ενός δοκιμίου; Κεντρικό ζήτημα ενός άρθρου γνώμης; Μπορεί να καταλάβει αυτόν τον χώρο το σώμα των γυναικών που μεγαλώνουν αφήνοντας πίσω κομμάτια του εαυτού τους σαν διαστημόπλοια που σπρώχνουν το φορτίο τους προς τα εμπρός; Μπορούμε ν’ ακούσουμε όντως την ανταπόκρισή τους από τα σκοτάδια του διαστήματος, από πολυσύχναστα κι όμως αχαρτογράφητα μέρη του γαλαξία;
Μια δύσκολη γέννα, η πρώτη επαφή με το μωρό στο ουδέτερο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, ο προεγχειρητικός έλεγχος στα πενήντα, η συγγραφή στον πάγκο της κουζίνας, το πλέξιμο των χαρακτήρων σαν το πλέξιμο των ρούχων, το σφίξιμο της πλοκής ανάμεσα σε κατσαρόλες και ταψιά; Θα μπορούσαν οι γυναίκες να είναι κοσμοναύτες και οι ιστορίες της περιπλάνησής τους τόσο οικείες και γήινες;
Η Ούρσουλα Λε Γκεν ήδη το 1976 γράφει για τη γερασμένη γυναίκα, αυτό το τυφλό σημείο του συγγραφικού βλέμματος. Στο The Space Crone ανοίγει με την παραδοχή πως η εμμηνόπαυση μάλλον είναι απ’ τα λιγότερο εντυπωσιακά θέματα που μπορεί να σκεφτεί κανείς (the menopause is probably the least glamorous topic imaginable). Κι όμως, αυτή το πιάνει κι ο τρόπος που το κάνει είναι όλο ενσυναίσθηση και προσωπική εμπλοκή, ποιητικότητα και αγάπη.
Υπάρχει μια γνώση στη μετάβαση από αθώο κορίτσι σε σεξουαλικά ενεργό θηλυκό και μετά στο σώμα της εμμηνόπαυσης. Αυτήν τη γνώση δεν την κατέχουν όλοι. Η Λε Γκεν ισχυρίζεται πως ξέρεις κάτι θεμελιώδες εάν έχεις γεννήσει, εάν έχεις περάσει κάποιους μήνες μεταξύ ζωής και θανάτου. Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό. Πόσες φορές ο συγγραφέας βγαίνει απ’ το δωμάτιο των γυναικών, εκεί όπου συντελούνται οι αλλαγές στα σώματα, οι γεννήσεις, οι θάνατοι, οι αρρώστιες, για να στρέψει το βλέμμα αλλού; Κάτι χάνεται εκεί. Όση ώρα ασχολούμαστε με το πώς νιώθει ο τρομαγμένος από τη γέννα ή τη φθορά άντρας-αφηγητής στο άλλο δωμάτιο συμβαίνει η ζωή. Η φτώχεια του συναισθηματικού τους κόσμου γίνεται φτώχεια που αναπαράγει ο πολιτισμός. Όλα τα φύλα γαλουχούνται μ’ αυτήν.
Εάν η θεμελιώδης συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης είναι η αλλαγή, υπάρχει μια γνώση για τα ανθρώπινα που την αποκτάς από τη φροντίδα των σωμάτων σε μεταβολή ή αποσύνθεση, από την περιποίηση του νοικοκυριού, των ρούχων και των ηλικιωμένων, από το σεβασμό για έναν άνδρα ή μία γυναίκα που δεν οδηγεί σε υποταγή, από το σκάψιμο μες στη χωμάτινη ποιητικότητα της κάθε μέρας. Γιατί να πάει χαμένη;
Ξεφυλλίζω τη συλλογή με πολιτικά κείμενα, δοκίμια και ιστορίες της Λε Γκεν στο κομψό μωβ βιβλιαράκι Space Crone (εκδόσεις Silver Press, επιλογή κειμένων και φροντίδα του τόμου So Mayer, Sarah Shin, Arwen Curry). Τα θέματα της Λε Γκεν; Το σώμα, το μόνιμο θέμα, και οι ιστορίες που μπαίνουν στη σίγαση. Η εμμηνόπαυση ως πλούτος, τα γηρατειά ως ευκαιρία επανάστασης, οι ζωές των γυναικών που πέρασαν τα πενήντα ως μία αποσιωπημένη συνθήκη. Πού ακούστηκαν όλ’ αυτά; Ειλικρινά μιλώντας, δυστυχώς, όχι και σε πολλά δοκίμια, άρθρα και δημόσιες ομιλίες ανοιχτές προς το ευρύ κοινό σε ακριβά πανεπιστήμια.
Για τις γριές ακούμε σε καθόλου πολίτικαλ κορέκτ αστεία και ιατρικά συνέδρια (άρα με απόσταση). Για την άσκηση εξουσίας πάνω στα σώματά μας διαβάζαμε μέχρι πολύ πρόσφατα σε περιοδικά που έπρεπε να τους κολλήσουν αυτοκολλητάκια με μωβ γροθιές στο εξώφυλλο. Για το πώς περνάνε οι γέροι κι αυτοί (διόρθωση: αυτές) που τους φροντίζουν, δεν μιλάμε συχνά, αναπαράγουμε, όμως, διαρκώς όψεις του κόσμου που είναι οικείες και ευχάριστες στους ηλικιωμένους άνδρες επειδή αυτοί κατέχουν εξουσία.
Πώς είναι να ερωτεύεσαι στα εξήντα;
Δεν διαβάζουμε συχνά για την ερωτική επιθυμία και τον συναισθηματικό κόσμο γυναικών που έχουν περάσει τα πενήντα (πρόσφατη εξαίρεση το εξαιρετικό γκράφικ νόβελ Moms, «μαμάδες», του Ma Young Sin), ούτε ακούμε τραγούδια για γριές που ερωτεύτηκαν γριές, δεν παράγουμε αρκετές ιστορίες για σώματα που γίνονται πλαδαρά και αξιαγάπητα, για κορμιά μετά από γέννες και αποβολές, για τη μελαγχολία του να έχεις περίοδο και μετά να μην έχεις, για τις ρυτίδες, τις φακίδες, τα ράμματα, για τη μυρωδιά των μωρών ή του δωματίου της γυναικολογικής επέμβασης, για τις γυναίκες που θέλουν να σιωπούν, ενώ διαρκώς ο κόσμος όλος τους απευθύνεται ζητώντας κάτι. Πώς είναι να ερωτεύεσαι στα εξήντα; Πώς είναι να γράφεις ενώ κάνεις δεν σε θεωρεί άξια για κάτι τέτοιο; Πώς είναι να κάθεσαι να ξεφλουδίσεις πατάτες και να νιώθεις τόσο γεμάτη απ’ όλα που η πολλή ζωή να γίνεται κάποιου είδους έλλειψη απ’ αυτές που φεύγουν μόνον αν γράψεις ή τραγουδήσεις λίγο; Πώς είναι να είσαι όντως γυναίκα με σώμα, στα εξήντα, στα εβδομήντα;
Για τον άνδρα μετά τα πενήντα ο πολιτισμός επιφυλλάσσει τις δάφνες της κυριαρχίας. Μία άνεση στον κόσμο. Για τις γυναίκες έχει επιτυχίες που αποσιωπούνται ή υποτιμώνται στο δημόσιο λόγο ή τηλεοπτικές σαχλαμάρες του στυλ sex and the city για συνταξιούχες και μία σειρά από προϊόντα αντιγήρανσης, κρέμες-σιγαστήρες των ιστοριών του γερασμένου γυναικείου οργανισμού. Για πολλές η καθημερινή εφαρμογή της κρέμας, η προσωπική περιποίηση, η γυμναστική, το σωστό φαγητό δεν είναι καν επιλογές, αφού αγνοούν τις ανάγκες τους, ντρέπονται να φροντίσουν τον εαυτό τους αυτές που παρέχουν φροντίδα όλη τους τη ζωή. Αν δεν μπορείς να κάνεις τα παιδιά τους ή να ικανοποιήσεις το βλέμμα τους, γιατί να υπάρχεις; Δεν υπάρχεις. Αυτή είναι μια κεντρική ιδέα για τη γυναίκα μετά τα πενήντα.
Πού και πού ξεκλέβουμε ματιές στη μηχανή της ζωής, αυτήν που συντηρείται από ώριμες γυναίκες και ξενιτεμένους παρόχους φροντίδας, μέσα από έργα τέχνης ή από αναπόφευκτες συνθήκες, για παράδειγμα μια αρρώστια. Μετά κοιτάμε αλλού πάλι. Η μηχανή λειτουργεί αθόρυβα και κρυφά κάθε μέρα, σε κάθε φάση του πολιτισμού μας, φτιάχνει ιστορίες και τις καταπίνει σ’ έναν ατέρμονα βρόχο αποσιώπησης. Υποτίθεται πως τέτοιες βρωμερές ιστορίες, με δέρματα που έχουν κρεμάσει, ρυτίδες παντού και χάλια κυκλοφορικό, δεν αφορούν κανέναν ή δεν συμβιβάζονται με τη δυναμική παρουσία γυναικών στο δημόσιο χώρο, αλλά αναρωτιέμαι πώς καταλήγει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα όταν για χρόνια αυτές οι ιστορίες ούτε φτιάχνονται, ούτε διανέμονται και προωθούνται όπως άλλες.
Ποιος ξέρει περισσότερα;
Η Λε Γκεν διάλεξε να μην είναι μια ήσυχη ηλικιωμένη γυναίκα, μία παροπλισμένη δημόσια διανοούμενη. Στη σιωπή αιώνων αντέταξε τις λέξεις της. Της πέρασε απ’ το μυαλό πως ίσως η εμμηνόπαυση δεν είναι και το πιο συνηθισμένο θέμα για ένα δοκίμιο, αλλά μετά διερεύνησε τους λόγους αυτής της ιδέας και ψηλάφισε προσεκτικά τον τρόπο που μιλάμε δημόσια για την ανθρώπινη συνθήκη. Εκεί που άλλοι βρίσκουν λογική κι ευπρέπεια στην αποσιώπηση, αυτή βρήκε φτώχεια, ένα σφάλμα στο σύστημα. Παρέμεινε δύσπιστη απέναντι στις δομές εξουσίας και ελέγχου, κάπως αναρχική. Οι γέροι άντρες κάνουν πόλεμο, είπε προφητικά απευθυνόμενη στη νέα γενιά (σελ 42, Space Crone), οι γριές ζουν σαν τις κατσαρίδες στις χαραμάδες. Βγήκε απ’ τη χαραμάδα της.
Σε μια πιθανή επαφή με εξωγήινους πολιτισμούς θα χρειαστεί να μιλήσουμε με πράσινα ανθρωπάκια για τις συνθήκες της ζωής μας. Θα γίνει ανταλλαγή δώρων και απειλών, θα πρέπει να ορίσουμε απεσταλμένους. Στο διαστημόπλοιο της αντιπροσωπείας μας η Λε Γκεν προτείνει να βάλουμε γιαγιάδες. Ποιος ξέρει περισσότερα από την ώριμη γυναίκα για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος;