Kathimerini.gr
Τασούλα Καραϊσκάκη
Ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά μου. Η Ελένη Φωκά, η ηρωική δασκάλα της Καρπασίας, που έμεινε να κρατάει αναμμένη τη φλόγα του Ελληνισμού στα κατεχόμενα, εκπαιδεύοντας για δεκαετίες τα εγκλωβισμένα παιδιά της ματωμένης γης της. Ούτε στιγμή δεν λύγισε στα βασανιστήρια, στις ταπεινώσεις, στους εξευτελισμούς του βάναυσου «Αττίλα». Και η Ευρυδίκη Περικλέους – Παπαδοπούλου, η διακεκριμένη λογοτέχνις, συγγραφέας του συναρπαστικού βιβλίου «Και πολλά επικράνθη – Η Ελένη της Καρπασίας» (εκδ. Νεφέλη), που παρουσιάστηκε την Τετάρτη στην Αθήνα· ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα και μαζί εμπεριστατωμένο ντοκουμέντο της μαρτυρικής ζωής της ακατάβλητης δασκάλας. Σφίγγουμε τα χέρια. Τα μάτια της Ελένης υγρά. Καθόμαστε. Εξω βρέχει. Βρισκόμαστε στο εστιατόριο στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου «Τιτάνια», όπου οι κυρίες Φωκά και Περικλέους – Παπαδοπούλου διέμειναν κατά την ολιγοήμερη παραμονή τους στην Αθήνα. Πίσω μας η Ακρόπολη σαν να υπερίπταται πάνω από το νοτισμένο, θολό από τη βροχή γυάλινο στηθαίο της βεράντας.
Οταν φτάσεις στο απροχώρητο, καλή μου, τότε αποφασίζεις ή να ζήσεις ή να αποθάνεις. Ελένη Φωκά
«Πώς αντέξατε;», ρωτώ την κ. Φωκά. «Θεωρώ πως όταν φτάσεις στο απροχώρητο, καλή μου, τότε αποφασίζεις ή να ζήσεις ή να αποθάνεις. Αποφάσισα να βάλω τον εαυτό μου τροχοπέδη στον κατακτητή. Φυσικά ούτε όπλα κρατούσα, μόνο τον λόγο είχα, τον ελάχιστο λόγο. Με τις καταγγελίες, τις επιστολές, τις αναφορές, τα μηνύματα που έστελνα για τον τόπο μου, τις ζωγραφιές των παιδιών που έκρυβα μέσα σε ματσάκια με μιτσιγκόρτες (μανουσάκια), ώστε να ενημερωθεί για τα πάθη των σκλαβωμένων πρωτίστως η κυβέρνηση, ήθελα να ευαισθητοποιηθούν οι ισχυροί της Γης, ο απανταχού Ελληνισμός και να βοηθήσουν να απελευθερωθεί η πατρίδα μας. Διότι η κατοχή, ιδιαίτερα η τουρκική κατοχή, είναι χειρότερη και από τον θάνατο. Την απώλεια τη συνηθίζεις, την κατοχή όχι. Υποτίθεται ότι είχαμε την εγγυήτρια δύναμη Αγγλία, την εγγυήτρια μητέρα πατρίδα Ελλάδα, και όμως έγινε η μεγαλύτερη προδοσία και το σκλάβωμα της πατρίδας μου από τους Τούρκους». Η φωνή της ραγίζει.
Η κ. Περικλέους – Παπαδοπούλου την ακουμπά με τρυφερότητα, σαν για να την ηρεμήσει, και πιάνουμε να μιλάμε για το βιβλίο, για τα δέκα χρόνια εξαντλητικής έρευνας που χρειάστηκε η συγγραφέας προκειμένου να αλιεύσει στοιχεία μέσα από χαώδη αρχεία, να αποσπάσει και να αποκωδικοποιήσει μαρτυρίες ανθρώπων ταμπουρωμένων στον φόβο, να ανιχνεύσει ιστορίες –δεν υπήρχε έως τότε καμία καταγραφή–, να αποκρυπτογραφήσει στεναγμούς. Και να μετατρέψει το τεράστιο ακατέργαστο υλικό σε ένα συνταρακτικό αποτύπωμα του δράματος στο νησί, μετά την εισβολή του ’74, προστατεύοντας με τη μυθοπλασία τα μυστικά ευάλωτων ανθρώπων.
Τα πέτρινα χρόνια
«Δεν περιγράφεται εύκολα η ζωή της Ελένης», λέει η βραβευμένη ποιήτρια, πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. «Και δεν είναι μόνο η ζωή της Ελένης, είναι και η ιστορία της Καρπασίας, τα μαρτύρια των εγκλωβισμένων και των ξεριζωμένων από τον πανάρχαιο τόπο τους, την Αχαιών Ακτή. Είναι η ζωή των μαθητών της Αγίας Τριάδας εκείνα τα πέτρινα χρόνια, που από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν να πηγαίνουν σε ένα σχολείο με διαλυμένες στέγες –οι έποικοι έκλεβαν τα κεραμίδια–, σπασμένα τζάμια, υπό την απειλή των όπλων· ο “Αττίλας” ήταν αδυσώπητος, το μεγαλύτερο πρόβλημα μετά τη σκλαβιά ήταν ο τρόμος. Ομως, κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο μου είναι η Ελένη, η ηρωίδα δασκάλα που αγωνιζόταν κάτω από την μπότα του κατακτητή να κρατήσει στα κατεχόμενα την ελληνική γλώσσα και την ορθοδοξία».
Στο άκουσμα της λέξης «ηρωίδα» η κ. Φωκά δυσανασχετεί. «Θυμώνει όταν την αποκαλώ ηρωίδα, δεν θέλει, από σεμνότητα», λέει η κ. Περικλέους – Παπαδοπούλου.
«Για μένα ο χαρακτηρισμός αυτός με αφοπλίζει, αισθάνομαι να μου κόβει τα πόδια. Διότι αυτό που θέλω, η λευτεριά του τόπου μας, ακόμη δεν ήρθε. Δεν επετεύχθη τίποτα, τι ηρωίδα;», παρεμβαίνει η κ. Φωκά.
«Δεν είναι ηρωίδα μια γυναίκα που στερήθηκε τα πάντα μέσα σε μια τουρκοκρατούμενη γη; Που κράτησε ζωντανό τον ελληνικό πολιτισμό, την ανάμνηση των προγόνων, που έδωσε αρχές στους μαθητές, τους έμαθε να αγαπούν την πατρίδα, τη θάλασσα, ακόμη και το πιο ταπεινό λουλούδι; Που τους έλεγε σιωπηρά το Πάτερ Ημών, ψιθυριστά τον Εθνικό Υμνο και τον Θούριο του Ρήγα; Αν δεν ήταν η Ελένη Φωκά θα μιλούσαμε μόνο τουρκικά, λένε σήμερα οι μαθητές της. Υπήρξαν άλλες δύο δασκάλες που έμειναν να λειτουργούν το σχολείο στο Ριζοκάρπασο, η Ανδρούλλα Βασιλείου και η Δέσποινα Κολατσή – Μουζούρη, με τη διαφορά ότι εκείνες κατάφεραν να φτιάξουν τη ζωή τους. Η Ελένη αρνήθηκε την προσωπική ζωή, δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε οικογένεια, τα παιδιά τη φώναζαν Δεσποσύνη, δηλαδή Δεσποινίς. “Διά της ιδίας θελήσεως” αρνήθηκε τον ίδιο τον εαυτό της. Μια τεράστια προσφορά προς την πατρίδα. Είναι το σύμβολο της Καρπασίας».
«Οπου πάω, πενθώ», αντιγυρίζει η κ. Φωκά. «Πέρασαν 28 χρόνια και μου είναι ακόμη αδύνατον να αποδεχθώ ότι δεν μπορώ να επιστρέψω στον τόπο μου». Η αγωνιζόμενη δασκάλα υπέστη φρικτά μαρτύρια από τον κατακτητή για 23 χρόνια στο χωριό της, την Αγία Τριάδα, μέχρι το 1997 που εκδιώχθηκε από το καθεστώς Ντενκτάς. Μετέβη στις ελεύθερες περιοχές για λόγους υγείας και δεν της επέτρεψαν να επιστρέψει ποτέ ξανά στον τόπο της. «Πριν από την εισβολή η Αγία Τριάδα είχε 1.200 κατοίκους και 200 μαθητές στο δημοτικό. Μετά την εισβολή, 74. Για να φοιτήσουν οι μαθητές στο γυμνάσιο, που το είχε κλείσει ο “Αττίλας”, έπρεπε να ξεριζωθούν. Το κατοχικό καθεστώς υποχρέωνε 11χρονα παιδιά να υπογράψουν μια αίτηση ότι θα μεταβούν “διά της ιδίας θελήσεως” στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Το 1997 είχαν απομείνει στο δημοτικό μόνο έξι μωρά. Τότε γράφτηκε ένα τέλος». Η φωνή της σπάει ξανά.
Η Ελένη Φωκά φωτογραφημένη στο σπίτι της στην Κύπρο. Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα για να παρουσιάσει το βιβλίο που ιστορεί τη ζωή και τον αγώνα της να κρατήσει ανοιχτό το σχολείο του κατεχόμενου χωριού της. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ]
Ποια ήταν τα χειρότερα μαρτύρια; «Υπάρχουν εκείνα που λέγονται και εκείνα που δεν λέγονται. Δολοφονίες, συλλήψεις, βιασμοί, απαγωγές, βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί, κλοπές. Και χλευασμοί, εξευτελισμοί. Σηκωνόμουν πολύ πρωί να τρέξω στο σχολείο να το καθαρίσω. Τα πρώτα χρόνια οι έποικοι έβαζαν ακαθαρσίες σε νάιλον σακούλες και τις έδεναν στο πόμολο της πόρτας ή τις περιέχυναν στις αίθουσες, στους τοίχους, στην αυλή. Αφόρητη δυσοσμία. Τι έφταιγαν τα αθώα μωρά να μολυνθούν και να αρρωστήσουν; Ετρεχα στο διπλανό πηγάδι να τραβήξω νερό, γιατί το ντεπόζιτο του σχολείου το κατέστρεψαν, έριχναν μέσα ψόφια ζώα, περιττώματα, μετά έκοψαν τους σωλήνες. Μισούσα τον εαυτό μου. Αισθανόμουν τη διαρκή ταπείνωση, όμως έλεγα το κάνουν για να μας διώξουν, έτσι αντιστεκόμουν και αγόγγυστα καθάριζα. Και προσπαθούσα να προστατέψω τα μωρά από την επιθετικότητα των παιδιών των εποίκων, που τα καταδίωκαν και τα πετροβολούσαν. Ακόμη και στο αποχωρητήριο τα πήγαινα η ίδια και φύλαγα απέξω».
Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν στο χωριό ή να πλησιάζουν τη θάλασσα. «Οι 250 που είχαμε απομείνει δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, να μιλήσουμε, ζούσαμε μες στη σιωπή. Εχασα την ομιλία μου, τη σκέψη μου».
«Σκέφτομαι τον τόπο μου»
Σήμερα ζει σε έναν προσφυγικό συνοικισμό της Λευκωσίας, όμως «σκέφτομαι καθημερινά τον τόπο μου. Ημουν η πρώτη από εννιά παιδιά. Ο πατέρας μου εργαζόταν σκληρά για να τα μορφώσει όλα. Μου έλεγε, να μάθεις αρχαία ελληνικά. Εκτιμούσε την Ελλάδα, τους αγώνες της, τους ήρωές της. Είχα χωριανό αμόρφωτο, που ήξερε απ’ έξω την Οδύσσεια. Είμαστε Ελληνες Κύπριοι. Αυτή τη ρίζα προσπαθούμε να κρατήσουμε. Εβγαζα τους μαθητές μου στη φύση να γνωρίσουν τον ειδυλλιακό τόπο τους και τα πήγαινα και στις ρημαγμένες εκκλησιές, στη Βασιλική της Αγίας Τριάδας, όπου δεν είχε απομείνει ούτε εικόνα ούτε δισκοπότηρο ούτε εξαπτέρυγα, είχαν καταληστέψει όλα τα ιερά σκεύη, είχαν σπάσει τους σκαμνούς. Και με μια φωτογραφική μηχανή που είχα προμηθευτεί στην Αθήνα αποτύπωνα την κατοχική βαρβαρότητα πάνω στα σπίτια, στα μνημεία μας, γιατί με τα λόγια αυτά δεν μεταφέρονται».
«Τη λάτρευαν την Ελένη οι μαθητές της», λέει η κ. Περικλέους – Παπαδοπούλου. «Ενιωθαν κοντά της προστατευμένοι. Τους έδειχνε μεγάλη τρυφερότητα και αγάπη. Αυτά τα παιδιά που έγιναν προσφυγάκια για να φοιτήσουν στο γυμνάσιο ορθοπόδησαν, σπούδασαν, βρήκαν τον δρόμο τους. Ομως, το τραύμα της εισβολής, της αποκόλλησης από τον ομφάλιο λώρο το κουβαλούν ακόμη. Ηταν απομονωμένα, δεν είχαν κοινές εμπειρίες με τα παιδιά στις ελεύθερες περιοχές, δεν είχαν δει ποτέ τηλεόραση, δεν γνώριζαν το κουδούνι στο σχολείο, δεν είχαν στολή, δεν ήξεραν τι είναι το καινούργιο παπούτσι, δεν βρήκαν μια μέρα φαΐ μαγειρεμένο, δεν έφαγαν σοκολάτα. Οι άνθρωποι εκεί δεν ήξεραν πώς να τα αντιμετωπίσουν, τα έλεγαν τουρκάκια, φοβέριζαν τα παιδιά τους ότι θα έρθει ο πρόσφυγας να φάει το φαΐ τους. Οσα φιλοξενούνταν σε οικογένειες ένιωθαν να τους είναι βάρος. Ηταν παιδιά που είχαν ζήσει και τη σκλαβιά και το ξερίζωμα, που δεν είχαν ακούσει ποτέ τη φωνή του πατέρα. Σε έναν ολόκληρο συνοικισμό στη Λεμεσό, κανένα παιδί δεν έχει ακούσει τη λέξη “μπαμπάς”».
Η πατρίδα της μνήμης
«Η Παναγιώτα Σολωμή περίμενε για χρόνια τον άνδρα και τον γιο της. Οταν τους μάζεψαν ένα βράδυ μαζί με άλλους 14 χωριανούς, ο άνδρας ήταν 40 χρόνων κι ο γιος 15. Το μόνο που της είχαν επιτρέψει οι Τούρκοι να πάρει μαζί της στην προσφυγιά ήταν ένα καρυδένιο ερμάρι. Εκεί είχε τακτοποιημένα τα ρούχα τους. Ηταν πάντα ανοιχτό στο μικρό της διαμέρισμα στον προσφυγικό συνοικισμό», διηγείται η κ. Περικλέους – Παπαδοπούλου. «Και κάθε μεσημέρι και βράδυ έβαζε τα πιάτα τους στο τραπέζι και περίμενε. Εφυγε με αυτόν τον πόνο. Η Παναγιώτα Σολωμή πρωτοστατούσε στις πορείες γυναικών, όπως όλες οι ηρωίδες των οδοφραγμάτων, η Χαρίτα Μάντολες, που είδε να εκτελούν μπροστά της έξι συγγενείς της, η Ελένη Ευθυμίου και τόσες άλλες. Ο Σεφέρης έλεγε, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. Η Ελένη και η Χαρίτα είναι μεγάλες πέτρες, βουλιάζει όποιος πάει να τις σηκώσει». Για τη ζωή της Χαρίτας Μάντολες, η Ευρυδίκη Περικλέους – Παπαδοπούλου έχει γράψει το βιβλίο «Ως Αληθώς», άλλη μία συνταρακτική ιστορία μαρτυρίων, αγώνων και πόνου. «Θα πρέπει να κάνουμε κάτι για να μη χαθεί το παρελθόν και για να υπάρξει μέλλον», λέει η συγγραφέας. «Τα παιδιά διψούν να μάθουν. Το βιβλίο για την Ελένη είναι γραμμένο σαν λογοτέχνημα, ώστε να μπορεί να μπει στα σχολεία και να διαβαστεί από τις κατοπινές γενιές. Γινόμαστε απάτριδες αν δεν έχουμε μνήμη».
Η συνάντηση
Γευματίσαμε στο Olive Garden του «Τιτάνια». Ξεκινήσαμε με πράσινη σαλάτα και συνεχίσαμε με ψητό λαβράκι και σκιουφιχτά Κρήτης, που συνοδεύσαμε με ένα ποτήρι κρασί. «Λένε, μα 50 χρόνια δεν βαρεθήκατε να λέτε τα ίδια; Ξεχάστε το. Ομως, το τραύμα είναι εκεί, η σκλαβιά είναι εκεί – δεν αναπνέουμε», λέει η κ. Περικλέους – Παπαδοπούλου. «Στην Αγία Τριάδα έχουν μείνει 50 άτομα, στο Ριζοκάρπασο 300, από τα οποία 15 παιδιά. Με πρωτοβουλία του Νίκου Λυγερού λειτούργησε και πάλι το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου και λίγες οικογένειες επέστρεψαν. Ομως, η ζωή εκεί έχει σταματήσει στο ’74». «Πρέπει», λέει η κ. Φωκά, «να προβληματιστούν οι ηγέτες στην Κύπρο και στην Ελλάδα, εκείνοι που ορίζουν τις τύχες μας και να ανακόψουν αυτή την καταστροφή». «Είναι δυνατόν στον 21ο αιώνα της εξέλιξης, του πολιτισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να διαπράττεται αυτή η αδικία, να εγκαταλείπεται ένας ολιγάριθμος αδύναμος λαός στα χέρια του δυνάστη; Δεν θέλουμε πόλεμο, μόνο δικαιοσύνη και ελευθερία».