Του Βασίλη Νέδου
Η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν παρήγαγε – τουλάχιστον δημοσίως – ορισμένα αποτελέσματα τα οποία ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα: Μετά το προαναγγελθέν τετ-α-τετ Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (18 Σεπτεμβρίου) στη Νέα Υόρκη, ακολουθούν οι υπόλοιποι τρεις θεσμοθετημένοι δίαυλοι: του πολιτικού διαλόγου (με τις διερευνητικές επαφές ενταγμένες σε αυτό το πλαίσιο), των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) σε στρατιωτικό επίπεδο και της θετικής ατζέντας.
Στις συνολικά τρεις και πλέον ώρες που οι δύο υπουργοί Εξωτερικών και τα επιτελεία τους συνομίλησαν στην Άγκυρα επιβεβαιώθηκε η βούληση για συνεργασία, και χαράχτηκε ένας οδικός χάρτης που ουσιαστικά οδηγεί τις Ελληνοτουρκικές επαφές ως το τέλος του χρόνου.
Οι δύο πρωθυπουργοί κρατούν, βεβαίως, τον τόνο της προσπάθειας να γίνουν συνομιλίες, ενώ οι υπουργοί Εξωτερικών έχουν τη γενικότερη πολιτική επιστασία των επαφών. Το πολύ βασικό σκέλος της δουλειάς που πρέπει να γίνει τους επόμενους μήνες φαίνεται ότι περνάει σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών, από την πλευρά της Ελλάδας της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, η οποία θα είναι επικεφαλής της ομάδας που θα εξετάσει το πιο ουσιαστικό σκέλος των επαφών, δηλαδή τον πολιτικό διάλογο.
Είναι γνωστό ότι για την Αθήνα το ιδανικό τέλος αυτής της διαδικασίας θα ήταν να καταλήξει η διαφορά της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Από την προηγούμενη φορά που κάτι τέτοιο ήταν στον ορίζοντα, δηλαδή το 2010, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν αλλάξει θεμελιωδώς και μάλιστα με ευθύνη της Άγκυρας. Η Ελλάδα παρέμεινε πιστή στο δόγμα της αδράνειας τουλάχιστον μέχρι το 2019, όταν η Άγκυρα με το τουρκολιβυκό, αλλά και την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και του ερευνητικού στόλου της ουσιαστικά μετατόπισε τον άξονα των ελληνοτουρκικών για πρώτη φορά μετά το 1995-96, έτη εμφάνισης του “casus belli” και της κρίσης των Ιμίων, η οποία βασίστηκε στη θεωρία των αποκαλούμενων «γκρίζων ζωνών».
Πως πρέπει να βλέπει κάποιος τις επικείμενες πυκνές ελληνοτουρκικές επαφές; Με δύο τρόπους:
Ο πρώτος περνά ξεκάθαρα μέσα από ένα πρίσμα θετικό. Από τις διαρκείς παραβιάσεις, υπερπτήσεις και την πολεμική ατμόσφαιρα στο Αιγαίο, ιδιαίτερα από το 2016 και έπειτα, επιτέλους επικρατεί επιχειρησιακή νηνεμία. Πρακτικά υπάρχει μορατόριουμ από τον Φεβρουάριο μέχρι σήμερα, ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις Ελλάδας και Τουρκίας επανήλθαν σε Νατοϊκά γυμνάσια όχι ονομαστικά, αλλά συνεργαζόμενες επί της ουσίας. Όσο κρατά αυτή η περίοδος, ο κίνδυνος ατυχήματος απομακρύνεται. Ενώ δημιουργούνται και συνθήκες συζήτησης για κάποια πρόοδο σε θέματα «χαμηλής» πολιτικής
Το δεύτερο πρίσμα αντανακλά τις σκληρές, διαχρονικές και πάγιες θέσεις της Τουρκίας, αλλά και το κράμα που προέκυψε την τελευταία πενταετία: τη «Γαλάζια Πατρίδα». Αξίζει να διερωτηθεί κάποιος αν η Τουρκία, είτε η σημερινή, υπό τον κ. Ερντογάν, είτε η επόμενη ηγετική έκφανσή της, είναι διατεθειμένη να αλλάξει πορεία.
Από την ελληνική πλευρά οι ελληνοτουρκικές διαφορές γίνονται αντιληπτές ως προσπάθεια της Τουρκίας να «ροκανίσει» κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.
Από την τουρκική πλευρά οι ελληνοτουρκικές διαφορές διαβάζονται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Πέρα από τον ηγεμονισμό της Άγκυρας, όπως αυτός απλώνεται τα τελευταία χρόνια από τα Βαλκάνια ως την Ανατολική Μεσόγειο και από τη Μέση Ανατολή ως την Βόρεια Αφρική, οι ελληνοτουρκικές διαφορές είναι κατά την τουρκική οπτική γωνία ζητήματα που έχουν μείνει αδιευκρίνιστα και ως εκ τούτου ανεπίλυτα, λόγω της παρελκυστικής τακτικής των Ελλήνων. Άλλωστε οι Τούρκοι συνηθίζουν να υποστηρίζουν ότι εκπροσωπούν έναν λαό της «πράξης», έναντι των Ελλήνων που προτιμούν τη «θεωρία».
Στη διπλωματία, βέβαια, όλα αυτά είναι σχετικά και μπορεί να ανατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι Τούρκοι πάντως αισθάνονται ότι το μομέντουμ είναι θετικό γι’ αυτούς, με βάση και μεγέθη όπως η δημογραφία, η οικονομία και η δυναμικότητα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι για τη Τουρκία η Δύση είναι μια από τις πολλές επιλογές, ενώ για την Ελλάδα η μοναδική.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ένα μείγμα πολιτικής και ιστορίας, με τη μία να μη μπορεί να ξεχωρίσει από την άλλη. Όλα θα κριθούν από τη λεπτότητα και τη διακριτικότητα των χειρισμών.
Ως υποσημείωση:
Από τη σημερινή συνάντηση προέκυψε ανάγλυφα και κάτι ακόμα, που – φαινομενικά τουλάχιστον – μέχρι πρότινος θεωρείτο σκόπελος στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακόμα και στο πιο θετικό σενάριο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό δεν θα διαδραματίσει κανένα ρόλο. Η απόφαση των δύο πλευρών να αφήσουν το Κυπριακό εκτός ουσιαστικής ατζέντας αποτελεί από τη μία ένδειξη των αντικειμενικών δυσκολιών που συνδέονται με το θέμα, από την άλλη απόδειξη ότι Αθήνα και Άγκυρα δεν επιθυμούν να βαρύνουν την ατζέντα με κάτι που μπορεί να θεωρείται πρακτικά αδύνατον να επιλυθεί υπό τις παρούσες συνθήκες.