ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ο «κριός» της τουρκικής βιομηχανίας

Η Άγκυρα χρησιμοποιεί τις εξαγωγές αμυντικού υλικού ως γεωπολιτικό εργαλείο. Έχει όμως τα συμμαχικά εχέγγυα για να γίνει μόνιμος εταίρος στην αμυντική δομή της Ευρώπης;

Βασίλης Κωστούλας

«Μια αρχιτεκτονική ασφαλείας που αφήνει έξω μια στρατιωτική δύναμη όπως η Τουρκία δεν θα ήταν πολύ ρεαλιστική», έλεγε πρόσφατα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, σε μια τοποθέτηση η οποία κρίνεται με τη σειρά της για τον ρεαλισμό της.

Ουδείς αμφισβητεί το γεγονός ότι η Τουρκία συνιστά υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη. Ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ ανήκει στο «τοπ 5» των χωρών που συνεισφέρουν σε αποστολές της διατλαντικής συμμαχίας εντός και εκτός Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η χώρα έχει μεθοδικά αναπτύξει από τις αρχές του 2000 μια αμυντική βιομηχανία 3.500 επιχειρήσεων, που παράγουν 250 κατηγορίες προϊόντων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της γραμματείας αμυντικών βιομηχανιών της Τουρκίας για το 2024, οι εξαγωγές της άμυνας διαμορφώθηκαν στα 7,1 δισ. δολάρια, σημειώνοντας άλμα σχεδόν 30% από το 2023.

Διπλό όφελος

Η Αγκυρα έχει στρατηγικά χρησιμοποιήσει την αμυντική βιομηχανία της ως μέσο ενίσχυσης των σχέσεων με τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, μέσα από τις πωλήσεις στους πελάτες της με επίκεντρο τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. «Υπάρχουν στρατηγικοί λόγοι για τους οποίους η ευρωπαϊκή αγορά είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Τουρκία. Ως χώρα εκτός Ε.Ε., οι πωλήσεις σε ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα σε μέλη της Ε.Ε., προσθέτουν αξιοπιστία στο επιχείρημα της Τουρκίας ότι συνιστά σημαντικό παράγοντα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αποκτά έτσι μεγαλύτερη σημασία ο ρόλος της δραστηριότητας της αμυντικής βιομηχανίας της ως τρόπου ενίσχυσης των διμερών σχέσεων. Παράλληλα, η επικράτηση σε διαγωνισμούς έναντι ευρωπαϊκών και αμερικανικών εταιρειών σε ρυθμιζόμενες και διαφανείς διαγωνιστικές διαδικασίες, δίνει ένα κύρος σε συστήματα και εταιρείες που θα μπορούσαν να ωθήσουν την επιτυχία αλλού. Επιπλέον, οι τουρκικές εταιρείες είναι σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες στο ευρωπαϊκό αμυντικό – βιομηχανικό οικοσύστημα, με εταιρείες που ανήκουν τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στον οργανισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να έχουν μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις με Ευρωπαίους ομολόγους τους», διαβάζουμε σε report του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών – IISS.

Από αυτή την οπτική, δεν θα πρέπει ίσως να εκπλήσσει η επιλογή να κληθεί η Τουρκία στη σύνοδο του Λονδίνου για την Ουκρανία, όπου συμμετείχαν 12 ευρωπαϊκές χώρες. Η Αγκυρα από την πλευρά της δεν είχε παρά να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να τοποθετηθεί ξανά με ενεργό ρόλο στις εξελίξεις, δεδομένου ότι είχε επίσης αποκλειστεί από τις αντίστοιχες συνομιλίες ΗΠΑ – Ρωσίας που διεξήχθησαν στη Σαουδική Αραβία.

Ο διαχωρισμός

«Οι αλλαγές που εκτυλίσσονται μετά την εκλογή Τραμπ απαιτούν μια νέα προσέγγιση, που θα αντιμετωπίζει την ευρωπαϊκή ασφάλεια με την ευρύτερη έννοια, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, που δεν συμμετέχουν στην Ε.Ε. Ενας δομημένος εξωτερικός διάλογος για την ασφάλεια μεταξύ της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νορβηγίας και της Ε.Ε. είναι απαραίτητος. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει επίσης να στοχεύει στο να συμπεριληφθούν ευρωπαϊκά κράτη εκτός Ε.Ε. και εκτός ΝΑΤΟ, όπως η Ουκρανία. Για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Ρωσία παραμένει η πιο άμεση απειλή και η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια για ένα δόγμα ασφαλείας που θα τίθεται εναντίον της Μόσχας και θα αποκλείει την Τουρκία ταυτόχρονα. Η Μαύρη Θάλασσα, η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή δεν είναι ξεχωριστές ζώνες στη ρωσοδυτική αντιπαράθεση. Αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ενιαίος χώρος. Και η Τουρκία εκτείνεται σε όλες αυτές τις περιοχές», αναφέρει στην «Κ» από το Λονδίνο ο Γκαλίπ Νταλάι, ανώτερος συνεργάτης στο Chatham House. Θεωρεί μάλιστα ότι η βελτίωση του κλίματος με την Ελλάδα έχει παίξει κι αυτή τον ρόλο της: «Σε στρατηγικό επίπεδο σημειώθηκαν πρόσφατα κάποια θετικά βήματα στις σχέσεις Τουρκίας – Ευρώπης. Τον Οκτώβριο, το Βερολίνο ενέκρινε ένα μεγάλης κλίμακας πακέτο εξαγωγών όπλων στην Αγκυρα, συμπεριλαμβανομένων υλικών για τον εκσυγχρονισμό τουρκικών υποβρυχίων και φρεγατών. Τον Νοέμβριο, έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, το Βερολίνο ήρε επίσης το βέτο κατά της πώλησης αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία. Ομοίως, η αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο και οι πρόσφατες βελτιώσεις στις τουρκοελληνικές σχέσεις έχουν προσφέρει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον διαλόγου για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Η κρίση της Ανατολικής Μεσογείου είχε καταστεί αναμφισβήτητα το πιο ακανθώδες ζήτημα εξωτερικής πολιτικής μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, φέρνοντας την Αγκυρα σε αντιπαράθεση με την Αθήνα, τη Λευκωσία και το Παρίσι. Ομως οι σχέσεις βελτιώνονται σταθερά και σε μια συνάντηση – ορόσημο που έδειξε αλλαγή του κλίματος στις σχέσεις έγινε τον Αύγουστο, όταν η Ε.Ε. κάλεσε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στην άτυπη συγκέντρωση των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. που πραγματοποιείται κάθε έξι μήνες στο Γκίμνιχ».

Αφερέγγυος σύμμαχος

Ακόμη κι αν εξαιρέσει κανείς –εν είδει υπόθεσης εργασίας– την παράμετρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι σε χώρες της Ε.Ε. όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, ωστόσο προκύπτουν ούτως ή άλλως ζητήματα από το γεγονός ότι η Αγκυρα έχει παίξει σε διπλό ταμπλό στην κρίση της Ουκρανίας. Στα πρώτα στάδια του πολέμου η Τουρκία ήταν από τους λίγους προμηθευτές στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία και η Αγκυρα έχει καλλιεργήσει βαθιά αμυντική συνεργασία με το Κίεβο. Ομως, την ίδια ώρα, έχει στενούς δεσμούς με τη Μόσχα και ο Ταγίπ Ερντογάν τρέφει μια φιλική προσωπική σχέση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Μάλιστα η Τουρκία δεν συμμετείχε στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και, επιπλέον, τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά της συμφέροντα σαφώς περιπλέκονται λόγω της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο. Είναι μόνο κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους στο τέλος της ημέρας «η Δύση μπορεί να είναι επιφυλακτική όσον αφορά την έγκριση ενός βασικού ρόλου της Αγκυρας στον τερματισμό της σύγκρουσης, δεδομένης της αβεβαιότητας για τη μελλοντική θέση της Τουρκίας στην ευρύτερη Δύση», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ανάλυση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών – CSIS.

Αρβύλες ή φρόνημα

«Οποιοσδήποτε ευρωπαϊκός στρατός θα πρέπει οπωσδήποτε να παραλείψει την Τουρκία. Πρώτον, ενώ η Αγκυρα καυχιέται για το μέγεθος του στρατού της, οι προηγούμενες επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ δείχνουν ότι αυτό δεν είναι το μέτρο που έχει σημασία. Δεν είναι το μέγεθος, αλλά η προθυμία των πολιτικών ηγετών να συνεισφέρουν με στρατεύματα όταν ξεσπάσει η κρίση. Δεύτερον, έχει σημασία το ιστορικό των εκβιασμών από την πλευρά της Τουρκίας. Εάν η Ευρώπη προσκαλέσει την Τουρκία σε έναν ευρωπαϊκό στρατό, ειλικρινά θα της αξίζει όταν ο Ερντογάν συνάψει μια ξεχωριστή συμφωνία με τους Ρώσους. Τρίτον, έχει σημασία η ιδεολογία. Κάθε Ευρωπαίος ηγέτης πρέπει να κάνει δύο ερωτήσεις: Εχει η Τουρκία σήμερα περισσότερα κοινά με το Βέλγιο ή με το Ιράν; Και είναι η Τουρκία διατεθειμένη να ζήσει εντός των συνόρων της; Αν η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να φύγει αύριο από την Κύπρο, τότε η απάντηση είναι καθαρή: Η Τουρκία δεν είναι η λύση, αλλά το πρόβλημα», τονίζει στην «Κ» από την Ουάσιγκτον ο Μάικλ Ρούμπιν, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute. Ο ίδιος μάλιστα αμφισβητεί ακόμη και τα στοιχεία που εμφανίζονται ως πλεονεκτήματα της Τουρκίας στην εξίσωση: «Διπλωμάτες, αναλυτές και λομπίστες της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον και την K Street (σ.σ. οδός που είναι γνωστή ως κέντρο λόμπι στην αμερικανική πρωτεύουσα) συγχέουν τη στρατιωτική ισχύ της με τη στρατηγική σημασία της. Σπάνια εξετάζουν εάν η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας είναι πραγματική. Ο Ερντογάν πήρε έναν στρατό τον οποίο προσπάθησε να ξαναφτιάξει κατ’ εικόνα του. Οι εκκαθαρίσεις με πολιτικά κριτήρια οδήγησαν, για παράδειγμα, έναν στους πέντε Τούρκους πιλότους F-16 στη φυλακή. Οι αντικαταστάτες τους είχαν μόλις ένα κλάσμα της εμπειρίας των φυλακισμένων συναδέλφων τους. Αντιστοίχως, οι χερσαίες δυνάμεις της Τουρκίας επιχειρούν στη Συρία μόνο με πληρεξούσιους ή εναντίον ελαφρά οπλισμένων αντιπάλων. Και στις επιχειρήσεις στα σύνορα με το Ιράκ δεν ενεπλάκησαν με το Ισλαμικό Κράτος. Αυτό έχει δύο εξηγήσεις: είτε δεν θεωρούν εχθρό το Ισλαμικό Κράτος είτε φοβούνται ότι μια άμεση συμπλοκή θα αποκάλυπτε την αδυναμία τους. Επιπλέον, στη Λιβύη είχαμε ουσιαστικά ισοπαλία του “δεύτερου μεγαλύτερου στρατού του ΝΑΤΟ” με την ομάδα Wagner. Παράλληλα, με εξαίρεση ίσως κάποιες δυνάμεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τόσο η αεροπορική υποστήριξη της επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν κατά των Αρμενίων όσο και η παροχή drones στην άμυνα της Ουκρανίας δεν αφορούσε την ανάπτυξη τουρκικών στρατευμάτων στο πεδίο».

Τα εμπόδια

Η Τουρκία πάντως θα ήταν μάλλον πιο πρόθυμη να εμπλακεί στρατιωτικά στο πλαίσιο μιας διευθέτησης στην Ουκρανία από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Η Τουρκία θέλει μια ασφαλή και σταθερή ευρωπαϊκή γειτονιά, γι’ αυτό και έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια. Σίγουρα δεν θέλει η Μαύρη Θάλασσα να γίνει ρωσική λίμνη. Βεβαίως, η Αγκυρα μπορεί επίσης να το δει και ως έναν τρόπο να αποσπάσει κάτι απτό από την Ε.Ε. στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές», επισημαίνει στην «Κ» από τις Βρυξέλλες η Αμάντα Πολ, ανώτερη αναλύτρια στο European Policy Centre, η οποία σημειώνει: «Θα ήταν προς το συμφέρον της Ε.Ε. να εμβαθύνει τη συνεργασία με την Αγκυρα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, αν και τα διμερή προβλήματα μεταξύ της Τουρκίας και ορισμένων κρατών-μελών είναι πιθανό να παραμείνουν εμπόδιο για μια ουσιαστική πρόοδο».

Η Τουρκία βρίσκεται σε αξιοσημείωτη στρατιωτική και στρατηγική θέση. Ομως οι δεσμοί της με το Κρεμλίνο και οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της, όπως αυτές έχουν καταγραφεί, εγείρουν τουλάχιστον ερωτήματα στο σενάριο ενός ευρωπαϊκού αμυντικού σχήματος με τη συμμετοχή της.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Διπλωματία: Τελευταία Ενημέρωση