Της Μαρίνας Οικονομίδου
Την ώρα που η θέση για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ενισχύονταν από τον Νίκο Χριστοδουλίδη και στη Λευκωσία εξελισσόταν η διακυβερνητική σύνοδος Ελλάδας-Κύπρου, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό διάφορα ανοικτά μέτωπα. Τα τρία από αυτά ήταν εξόχως πολιτικά, καθώς περίπου τρεις διαφορετικοί εργασιακοί τομείς έρχονταν σε σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι γιατροί της ΠΑΣΥΚΙ προχωρούσαν σε 48ωρη απεργία αφήνοντας για μέρες ανοικτό το ενδεχόμενο επιπλέον μέτρων, ο κλάδος του έτοιμου σκυροδέματος βρισκόταν σε ευθεία σύγκρουση με τους εργοδότες, η σύμβαση στην ξενοδοχειακή βιομηχανία έχει ακόμα ανοικτά ζητήματα και πλέον ανοίγει ένα νέο μέτωπο της υπουργού Παιδείας με την ΟΕΛΜΕΚ για την αξιολόγηση των καθηγητών. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί και την εικόνα της, καθώς η δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρεία RAI για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΑΛΦΑ, παρουσίαζε το υπάρχον πολιτικό σύστημα να διολισθαίνει, εμπέδωσε την εμφανή πτώση της δημοτικότητας και αποδοχής του Νίκου Χριστοδουλίδη, αλλά και το σοβαρό πλέον πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κομματικό σύστημα οριζοντίως. Τα χαμηλά ποσοστά, η ενισχυμένη απαξίωση στους θεσμούς και το κλίμα οργής που επικρατεί εγείρει ερωτήματα για το ποια θα είναι η επόμενη μέρα εν γένει του πολιτικού συστήματος και κυρίως του Νίκου Χριστοδουλίδη, ο οποίος ολοκληρώνει μόλις τον δεύτερο χρόνο διακυβέρνησής του.
Οι διπλωματικές νίκες
Στο Προεδρικό ήλπιζαν πως η κινητικότητα στην εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να ανατρέψει κάπως την υπάρχουσα αρνητική εικόνα. Πράγματι το φθινόπωρο ήταν πλήρες εξελίξεων, καθώς είχαμε την πρόθεση διευρυμένης συνάντησης –πιθανότατα στις αρχές του νέου χρόνου– για το Κυπριακό, τη συνάντηση του Προέδρου με τον Τζο Μπάιντεν, ακόμα και τον περιβόητο καφέ που προέκυψε στη Βουδαπέστη με τον Τούρκο πρόεδρο. Όπως λοιπόν φρόντισε πολλές φορές να επαναλάβει το Προεδρικό, ο Νίκος Χριστοδουλίδης ήταν ο πρώτος πρόεδρος μετά από το 1996 που συναντήθηκε με πρόεδρο των ΗΠΑ στον Λευκό Οίκο, με τη συνάντηση να κλειδώνει τον δυτικό προσανατολισμό της Κύπρου τον οποίο απέφυγαν προκάτοχοί του, αλλά και να στέλνει παράλληλα το μήνυμα –ασχέτως των αμερικανικών προθέσεων και της μετέπειτα ήττας των Δημοκρατικών– πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει έναν αξιόπιστο εταίρο στον οποίο μπορεί να βασιστεί. Αποκορύφωμα όλων αυτών υπήρξε το επιβεβαιωτικό ρεπορτάζ της «Κ» ότι ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης έχει ως στρατηγικό στόχο με τη λύση του Κυπριακού την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Όλο αυτό που προηγήθηκε συνεπώς στην εξωτερική πολιτική θεωρήθηκε ότι θα βελτίωνε την κατάσταση στο εσωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι το Προεδρικό φρόντισε να αξιοποιήσει επικοινωνιακά πλήρως τις εξελίξεις, μέσω αναρτήσεων, σωρείας δηλώσεων και συνεντεύξεων. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πως αν έξω πάμε καλά, για ποιο λόγο αυτές οι κινήσεις δεν αποτυπώνονται σε μετρήσεις;
Ο Πρόεδρος με τις δηλώσεις του περί ετοιμότητας για το Κυπριακό, ένταξης στο ΝΑΤΟ, θέλει μεταξύ άλλων να δεσμεύσει κοντά του τον ΔΗΣΥ για την υπόλοιπη θητεία του
Χάνοντας στο εσωτερικό
Η επιτυχία στην εξωτερική πολιτική ουδέποτε ήταν μετρήσιμη, εκτός από την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Ακόμη και τότε, όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για να επανεκλέξει τον Γλαύκο Κληρίδη για τρίτη θητεία. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης σίγουρα δεν έχει ένα τέτοιο χαρτί στο μανίκι του. Άλλωστε στην κυπριακή κοινωνία επικράτησε με την πάροδο των χρόνων μία μεγάλη δυσπιστία γύρω από τις πιθανές συμμαχίες. Όχι μόνο γιατί πολλοί πολιτικοί –περιλαμβανομένου του Νίκου Χριστοδουλίδη– αύξησαν κατά πολύ τις προσδοκίες με δηλώσεις τους που στόχο είχαν την εσωτερική κατανάλωση χωρίς αποτέλεσμα, αλλά κυρίως εξαιτίας του κουρέματος που εμπέδωσε σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας πως τα μεγάλα συμφέροντα συνήθως δεν ευνοούν την Κύπρο. Αυτό που διαπιστώνεται είναι πως αν στο εσωτερικό παρουσιάζονται προβλήματα που επηρεάζουν άμεσα τον πολίτη, τότε οι όποιες διπλωματικές νίκες δεν είναι αρκετές να αλλάξουν την άποψη του ψηφοφόρου και την εικόνα του ηγέτη. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αυτή τη στιγμή να διαχειριστεί πολλαπλά μέτωπα σε ουσιαστικά ζητήματα. Είναι το προφανές ζήτημα της ακρίβειας–πληθωρισμού που ενισχύει και τη δυσφορία αλλά και την οργή των πολιτών. Είναι όμως και άλλα που στέλνουν το μήνυμα ανεπάρκειας στην εξεύρεση λύσης. Οι δημόσιες συμβάσεις για παράδειγμα, όντως έγιναν επί της προηγούμενης διακυβέρνησης και η κακή τους πορεία βαραίνει κυρίως τη διακυβέρνηση Αναστασιάδη. Το ερώτημα όμως είναι αν πέραν του επικοινωνιακού κομματιού, όπου το Προεδρικό φρόντισε να καταστήσει σαφές πως το ναυάγιο οφείλεται στην κακή διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης, πόσο επωφελής θα είναι τελικώς για την οικονομία η απόφαση της υφιστάμενης κυβέρνησης να διακόψει τις συμφωνίες που έχουν γίνει, από το να προσπαθήσει να βρει τελικώς μια λύση; Και κυρίως, πόσο περισσότερο θα στοιχίσει στον φορολογούμενο; Η αίσθηση είναι πως αυτή η κυβέρνηση αδυνατεί να λάβει τολμηρές αποφάσεις και από τα ανοικτά μέτωπα που υπήρξαν σε εργασιακούς τομείς της κοινωνίας. Το πώς βεβαίως έφτασε η κυβέρνηση να έχει αυτούς τους ανοιχτούς λογαριασμούς είναι ένα ζήτημα που συζητείται ποικιλοτρόπως. Κάποιοι οικονομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι είναι αποτέλεσμα του κόστους ζωής, κάποιοι πολιτικοί παράγοντες πως είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης και απουσίας σωστής διαπραγματευτικής ικανότητας. Άλλοι σημειώνουν πως η απουσία οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τα γενναιόδωρα ωφελήματα που έδωσε η κυβέρνηση στους δημόσιους υπαλλήλους άνοιξε το κουτί της Πανδώρας για διεκδικήσεις. Από πλευράς πάντως της κυβέρνησης, θεωρείται ότι οι κρίσεις θα εκτονωθούν σύντομα, ενώ στο παρασκήνιο υπαινίσσονται πως συγκεκριμένοι πολιτικοί κύκλοι υπονομεύουν την εργασιακή ειρήνη. Καθόλου τυχαία και η πολλών αντιδράσεων έκκληση του υπουργού Εργασίας προτού καταθέσει νέα πρόταση, προς τους βουλευτές να απευθυνθούν σε όσους έχουν επιρροή για να συνδράμουν στην εξεύρεση λύσης.
Αντισύστημα μέσω συστήματος
Στον Λόφο, η κύρια απάντηση είναι πως η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση είναι ισοπεδωτική σε τέτοιο σημείο που δεν εκμηδενίζονται και τα καλά. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στελέχη της, αλλά και συγκεκριμένα troll accounts στην πλατφόρμα Χ, μιλούν για έναν πόλεμο που δέχεται από το «σύστημα» βάζοντας μέσα σε αυτό το σύστημα, ΜΜΕ, δημοσκοπήσεις, οικονομικούς κύκλους και πολιτικούς φορείς. Πόσο δόκιμο είναι όμως να παρουσιάζεται πλέον ως απέναντι από το σύστημα; Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανελίχθηκε απότομα εξαιτίας και της καλής σχέσης που είχε με μερίδα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, είχε από την αρχή τη στήριξη μεγάλων επιχειρηματικών κύκλων, ενώ προεκλογικά οι δημοσκοπήσεις αποτελούσαν το μεγάλο του ατού. Παραδόξως είχε εμπεδωθεί ευρέως ως ο υποψήφιος που βρίσκεται απέναντι από το κατεστημένο προεκλογικά, ασχέτως και πως ήταν πρωταγωνιστής κατά τη δεκαετή διακυβέρνηση Αναστασιάδη. Αυτός ήταν και ένας λόγος για τον οποίο ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τα παραδοσιακά τους κόμματα και τον στήριξαν. Το αν ήταν αντισυστημικός στο παρελθόν ως υποψήφιος είναι ένα άλλο θέμα, το σίγουρο είναι πως ένας Πρόεδρος με τις εξουσίες μάλιστα που έχει βάσει συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν μπορεί να παίζει το χαρτί του αντισυστημικού.
Τα τρία λάθη
Μπορεί ο ίδιος να μην εμπλέκεται σε σκάνδαλα διαφθοράς, να μην υπάρχουν σκιές για επαγγελματικές δραστηριότητές του όπως υπήρξε σε περίπτωση άλλων πολιτικών αρχηγών και προέδρων, ωστόσο θεωρείται πως έχει εκμεταλλευθεί πλήρως το σύστημα και μέσα σε αυτό έχει αφομοιωθεί με διαφορετικούς τρόπους.
Το φάντασμα του νεποτισμού
Πολλά έχουν λεχθεί για τον στενό συγγενικό περίγυρό του που βρίσκεται στο Προεδρικό, από την πρώτη μέρα του σχηματισμού της κυβέρνησης. Κίνηση που ενίσχυσε την αίσθηση της ημετεροκρατίας και του κυνικού ρουσφετιού όλο αυτό το διάστημα. Όμως, πέραν των όσων συζητούνται για τον νεποτισμό στο Προεδρικό για τον οποίο κάποιοι μπορούν να πουν ότι θέλει κοντά του πρόσωπα πλήρους εμπιστοσύνης λόγω της ανασφάλειας που τον διακατέχει μετά τη δημοσιοποίηση των προσωπικών του μηνυμάτων στον «Π» από πρώην στενό συνεργάτη του, η αλήθεια είναι πως στη συνέχεια κατάφερε να διευρύνει την ημετεροκρατία, βάζοντας σε θέσεις-κλειδιά δικά του πρόσωπα. Για παράδειγμα, στο πηδάλιο της Κεντρικής Τράπεζας έβαλε τον Χρίστο Πατσαλίδη, ο οποίος ήταν στο επιτελείο του, τον Κώστα Καδή στο γεμάτο κύρος πόστο της Κομισιόν, την Πόλυ Παπαναστασίου στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης του υπουργείου Οικονομικών, ακόμα και στη θέση του γενικού ελεγκτή επέλεξε τον Ανδρέα Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έκλεισε συνοπτικά το ζήτημα των ωφελημάτων και για κάποιους θεωρείται δικός του αν ληφθεί υπόψη ότι δούλεψε στο προεκλογικό του πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή, ξήλωσε το σύστημα του Αβέρωφ Νεοφύτου που υπήρχε σε θέσεις-κλειδιά, ή έστω επικριτών του όπως για παράδειγμα τον Γιώργο Παντελή από τη γενική διεύθυνση του υπουργείου Οικονομικών, τον ισχυρό στους επιχειρηματικούς κύκλους και καθαρά αβερωφικό Άγγελο Γρηγοριάδη από το Δ.Σ. της Κεντρικής Τράπεζας και βεβαίως τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
Aποαβερωφοποίηση
Ελέγχοντας συνεπώς πλήρως το σύστημα, πώς μπορεί ο ίδιος να δηλώνει αντισυστημικός; Σε αυτό το περιβάλλον, το προφίλ του αξιοκράτη και πολιτικού που θα φέρει το νέο, έπληξε η προφανής συνδιαλλαγή που υπήρξε με τη Νομική Υπηρεσία. Ο ίδιος ο Πρόεδρος έχει πει πως η Γενική Εισαγγελία τού ζήτησε να υπογράψει την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη και ο ίδιος δεν το έκανε για να μην επηρεάσει τη Δικαιοσύνη. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι με τον τρόπο που χειρίστηκε την περίπτωση του ελεγκτή σε συνδυασμό με τη σύγκρουση που είχαν εξαιτίας του ότι ο κ. Μιχαηλίδης είχε αποκαλύψει ζητήματα για τα επιδόματα, τη σύνταξη και τη μεταφορά των θυγατέρων του, εμπέδωσε σε ένα μεγάλο μερίδιο της κοινωνίας την αίσθηση πως επεδίωκε το φάγωμα του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Ένα φάγωμα το οποίο δεν τόλμησε ούτε ο Νίκος Αναστασιάδης. Η στήριξη που είχε παράλληλα από τη Νομική Υπηρεσία με την αθωωτική γνωμάτευση των ωφελημάτων του, αλλά και από πλευράς του η αναφορά στο Ανώτατο του νόμου για το πόθεν έσχες της Γενικής Εισαγγελίας και κατ’ επέκταση της συγκάλυψης γύρω από τα περιουσιακά τους στοιχεία, ενέτεινε την αίσθηση πως οι δύο θεσμοί βρίσκονται σε πλήρη συνεργασία και συνεννόηση.
Σε πλήρη συνεργασία με τον θεσμό, που σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις δέχεται την περισσότερη αμφισβήτηση. Όμως, οι φερόμενες σχέσεις συνεργασίας Χριστοδουλίδη με τη Γενική Εισαγγελία δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο αφομοίωσης του Προέδρου με το κατεστημένο που άλλοτε έλεγε πως πολεμούσε. Οι αρχικές του εξαγγελίες για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας στην πολιτική, φαίνεται να αναιρέθηκαν πλήρως με τη δημοσιοποίηση επιδομάτων, ωφελημάτων και διπλών συντάξεων.
Το ΝΑΤΟ και το comeback
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί προς όφελος της κυβέρνησης. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης έχει ακόμη τρία χρόνια διακυβέρνησης και σίγουρα υπάρχει το ενδεχόμενο αλλαγής κλίματος. Σε αυτό θα παίξουν ρόλο πολλά. Πρώτο και κύριο είναι να αποδείξει στους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ότι παρά το κακό ξεκίνημά του είναι έτοιμος για μία επανεκκίνηση αποτινάσσοντας την ημετεροκρατία και επιβάλλοντας τη διαφάνεια. Ίσως και το ενδεχόμενο ενός ανασχηματισμού, αν ληφθεί υπόψη πως λίγα μέλη του υπουργικού είναι αποδεχτά. Σημαντικό βεβαίως είναι και το να βρει συμμάχους σε αυτή τη διαδρομή.
Αν κάτι κατέδειξε η διαφοροποίηση Χριστοδουλίδη από τις προεκλογικές του θέσεις στο ζήτημα ΝΑΤΟ, δεν είναι μόνο η σαφής δυτική πορεία αλλά και οι βλέψεις που έχει για συμμαχίες. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται πως το αριστερό ακροατήριο –σε αντίθεση με το 2023– δεν αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τον ίδιο. Παράλληλα, όμως, όπως γνωρίζει η «Κ», οι συγκυβερνώντες δεν ήταν ενήμεροι πριν από το δημοσίευμα της «Κ» για τις επιδιώξεις του Προέδρου. Φρόντισε στη συνέχεια να διαβεβαιώσει πως κάτι τέτοιο θα γίνει μετά τη λύση του Κυπριακού. Όμως, ακόμα και αυτή η διαχείριση καταδεικνύει την απόσταση που υπάρχει μεταξύ των δύο μερών. Μία απόσταση που δεν φαίνεται διατεθειμένος να επιλύσει μέσω κινήσεών του. Αντιθέτως, δείχνει για ακόμη μία φορά πως το βλέμμα του είναι στραμμένο στον ΔΗΣΥ. Όχι μόνο με τις δηλώσεις του ότι με την Αννίτα Δημητρίου έχουν μία πολύ καλή συνεργασία, αλλά και εξαιτίας του ότι μπαίνουν σε καίριες θέσεις κυρίως Συναγερμικοί και ικανοποιούνται όλα τα συναγερμικά αιτήματα μέσω υπουργών όπως οι Ιωάννου και Πάλμας, οι οποίοι χειρίζονται κρίσιμα –για τους ψηφοφόρους– πόστα. Κυρίως, όμως, οι δηλώσεις περί ένταξης στο ΝΑΤΟ, οι δηλώσεις ετοιμότητάς του για εξελίξεις στο Κυπριακό, δείχνουν πως ο ίδιος θέλει να δεσμεύσει κοντά του τον ΔΗΣΥ, έστω και μέσω μίας άτυπης–σιωπηρής συγκυβέρνησης για το υπόλοιπο της θητείας του.