Ρουμπίνα Σπάθη
Πριν από περίπου 20 χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν απελευθέρωσε την Τουρκία από τον στενό εναγκαλισμό του ΔΝΤ ξεχρεώνοντας εσπευσμένα το δάνειό της. Οδήγησε την τουρκική οικονομία σε μια πορεία συνεχούς ανάπτυξης μετά την ολέθρια κρίση που εξαφάνισε την παλιά πολιτική τάξη της. Τον είχε ευνοήσει η διεθνής συγκυρία καθώς η νομισματική πολιτική που εφάρμοζαν τότε οι περισσότερες δυτικές οικονομίες οδηγούσε επί χρόνια τους επενδυτές στους τουρκικούς τίτλους και το ξένο κεφάλαιο εισέρρεε μαζικά στην Τουρκία. Την βοηθούσε, έτσι, να καλύπτει τα ελλείμματά της. Σήμερα, κι ενώ έχει πολλές πιθανότητες να επανεκλεγεί πρόεδρος, ο Ταγίπ Ερντογάν οδηγεί την τουρκική οικονομία σε μια τριπλή κρίση που την φέρνει απειλητικά κοντά στο ΔΝΤ. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης προειδοποιούν και η Fitch, που ήδη έχει δώσει στην Τουρκία βαθμολογία Β με αρνητική προοπτική, τονίζει ότι η ενδεχόμενη υποβάθμισή της θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα εφαρμοστεί ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής «πιο αξιόπιστο και πιο συνεπές».
Η μόνη δυνατότητα διαφυγής από το ΔΝΤ είναι τα κεφάλαια των αραβικών χωρών του Κόλπου, του Κατάρ, των Εμιράτων αλλά και τελευταία της Σαουδικής Αραβίας, που στις αρχές Μαρτίου προσέφερε στην Τράπεζα της Τουρκίας 5 δισ. δολ. Παράλληλα όμως ενέσεις κεφαλαίου στην Τουρκία προσφέρουν και η Κίνα και η Νότια Κορέα. Ισως και τα σκοτεινά κεφάλαια των Ρώσων ολιγαρχών που βρίσκονται στις τουρκικές τράπεζες σε ένα λογιστικά αινιγματικό καθεστώς.
Η αντίδραση, πάντως, των αγορών στον πρώτο νικητήριο για τον Ερντογάν γύρο των προεδρικών εκλογών προδίδει πως η οικονομία της Τουρκίας αντιμετωπίζει τρεις τουλάχιστον κρίσεις: εκτός από τη νομισματική και την κρίση του κόστους διαβίωσης, βρίσκεται επίσης στα πρόθυρα μιας κρίσης χρέους. Η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί 80% τα τελευταία πέντε χρόνια και ο πληθωρισμός είναι στο 44% και προ ολίγων μηνών βρισκόταν στο 85%. Ομως, την ίδια στιγμή, το κόστος ασφάλισης έναντι χρεοκοπίας της Τουρκίας έχει αυξηθεί δραματικά φτάνοντας στις 700 μονάδες βάσης, με περισσότερες από 200 μ.β. να έχουν προστεθεί μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών. Παράλληλα, οι επενδυτές πωλούν μαζικά τα ομόλογα της Τουρκίας, που σημειώνουν πτώση, όπως και τα μακροπρόθεσμα ομόλογα σε δολάρια. Ο αυτονόητος λόγος ασφαλώς είναι οι αυξημένες πιθανότητες επανεκλογής του Ερντογάν, δηλαδή οι αυξημένες πιθανότητες να συνεχιστεί η ίδια αυθαίρετη και ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που οδηγεί το νόμισμα σε πτώση, τον πληθωρισμό σε εκτόξευση όπως και το κόστος δανεισμού της χώρας και τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα σε εξαφάνιση.
Εν ολίγοις, η αντίδραση της αγοράς αντανακλά την ανησυχία πως θα συνεχιστούν όλες εκείνες οι πρακτικές που προκάλεσαν συλλήβδην φυγή του ξένου επενδυτικού κεφαλαίου από την Τουρκία και τους τίτλους της. Σήμερα το σύνολο των τουρκικών τίτλων, ομολόγων και μετοχών, που βρίσκονται στα χέρια ξένων επενδυτών ανέρχεται σε λιγότερο από 24 δισ. δολ., όταν πριν από μια δεκαετία είχε φτάσει στα 152 δισ. δολ. Σύμφωνα με τον τραπεζικό όμιλο Citi, η επιστροφή της Τουρκίας σε πιο ορθόδοξη οικονομική και νομισματική πολιτική μπορεί να φέρει στη χώρα ξένα επενδυτικά κεφάλαια ύψους 40 έως 50 δισ. δολ. και μάλιστα μέσα σε μόλις 12 μήνες.
Ξεμένει από συνάλλαγμα
Μείζων κίνδυνος για την τουρκική οικονομία είναι το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που επί χρόνια καλυπτόταν από το ξένο κεφάλαιο αλλά τώρα έχει πάρει την ανιούσα, και το πρώτο τρίμηνο του έτους έφτασε στα 24 δισ. δολάρια. Αναλυτές της Barclays υπολογίζουν πως μπορεί να εκτοξευθεί στα 40 δισ. δολ. μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Εν μέρει, αιτία ήταν η χαίνουσα πληγή της τουρκικής οικονομίας, η συνεχής υποχώρηση του νομίσματος. Επειτα από πέντε και πλέον χρόνια ελεύθερης πτώσης η ισοτιμία της τουρκικής λίρας βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τις 20 λίρες προς ένα δολάριο. Αναλυτές των τραπεζών JP Morgan Chase και HSBC Holdings προβλέπουν πως η τουρκική λίρα θα υποχωρήσει περαιτέρω και η ισοτιμία της θα διαμορφωθεί στις 24 με 25 λίρες προς ένα δολάριο. Δεν αποκλείουν ακόμη και την περαιτέρω πτώση στις 27 λίρες προς το δολάριο.
Το νόμισμα της Τουρκίας μπήκε σε πτωτική πορεία πριν από πέντε χρόνια, το 2018, όταν άρχισε να εφαρμόζεται η ανορθόδοξη πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν με κύρια χαρακτηριστικά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των επιτοκίων παρά τον υψηλό πληθωρισμό, διάφορες έμμεσες προσπάθειες χειραγώγησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών και προπαντός τις συστηματικές παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος.
Αυτές οι συστηματικές παρεμβάσεις ευθύνονται που έχουν εξανεμισθεί τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας. Εκτιμάται πως η Τράπεζα της Τουρκίας έφτασε στο σημείο να δαπανήσει 177 δισ. δολ. μέσα σε λιγότερο από τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με περιορισμένα αποτελέσματα.
Ετσι, τα συνολικά συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας της Τουρκίας έχουν υποχωρήσει σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά ύστερα από 21 χρόνια και συγκεκριμένα στα μείον 13 δισ. δολ., όταν μόλις πριν από ένα χρόνο ανέρχονταν στο 1,4 δισ. δολ. Και όμως σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα περίπου 28 δισ. δολ. που έχει εξασφαλίσει η Αγκυρα μέσα από συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με φιλικές χώρες.
Οι ανορθόδοξες πολιτικές με τις οποίες προσπαθεί η Τράπεζα της Τουρκίας να στηρίξει το νόμισμα θα μπορούσαν, άλλωστε, να προκαλέσουν και ένα είδος τραπεζικής κρίσης στη χώρα. Κατά καιρούς έχει επιβάλει ασφυκτικούς περιορισμούς στο ποσοστό των καταθέσεων που επιτρέπεται να διατηρούν σε ξένο συνάλλαγμα, αυξάνει επίσης συχνά τον όγκο των κρατικών ομολόγων που υποχρεούνται να κρατούν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους.
Παράγοντες του τραπεζικού κλάδου έχουν επανειλημμένως χαρακτηρίσει την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι τουρκικές τράπεζες έμμεσους ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίου. Ενδεικτική και πάλι η αντίδραση της αγοράς που αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών οδήγησε σε πτώση 8% τις μετοχές των τουρκικών τραπεζών, ενώ την εβδομάδα πριν από τις εκλογές κι ενώ οι δημοσκοπήσεις έδειχναν προβάδισμα της αντιπολίτευσης, οι τραπεζικές μετοχές είχαν σημειώσει άλμα 26%.
Το 2013 ξεκίνησε η κατάρρευση της οικονομίας
Η κακοδαιμονία της τουρκικής οικονομίας και υπ’ αυτήν την έννοια και του ιδίου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε περίπου πριν από 10 χρόνια, το 2013, οπότε και άρχισε να αντιστρέφεται η ανοδική πορεία της ανάπτυξης και της ευημερίας. Ηταν η εποχή που ο τότε πρόεδρος της Federal Reserve, Μπεν Μπερνάνκι, προετοίμασε την αγορά για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων ύστερα από χρόνια και προκάλεσε αιμορραγία κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές προς τις ΗΠΑ και γενικότερα προς τη Δύση. Τότε το ξένο κεφάλαιο άρχισε να εγκαταλείπει τους τουρκικούς τίτλους, τα ομόλογα, τα δάνεια και το νόμισμα.
Δύο χρόνια νωρίτερα, το 2011, είχε αρχίσει να καταγράφεται διεύρυνση της ανισότητας τόσο ως προς το εισόδημα όσο και ως προς την κατανομή του πλούτου. Η τάση επιταχύνθηκε το 2013 διαγράφοντας τότε μεγάλο μέρος από τα οφέλη που είχε προσποριστεί η τουρκική κοινωνία στο διάστημα 2006-2010. Από το διάστημα δηλαδή που η τουρκική οικονομία είχε ανακάμψει δυναμικά, αφήνοντας πίσω της τη χειρότερη κρίση που την είχε πλήξει μετά τη δεκαετία του 1970. Η αύξηση της παραγωγικότητας που είχε σημειωθεί στη διάρκεια της πρώτης θητείας Ερντογάν άρχισε να αντιστρέφεται μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009 και κύριος μοχλός της ανάπτυξης έγινε ο δανεισμός. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας που ακολούθησε συνδυάστηκε με τους άλλους παράγοντες και οδήγησαν στην αντιστροφή της πορείας στην Τουρκία.
Υπάρχουν, πάντως, τομείς όπως της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, των υποδομών και της πρόσβασης στην αγορά που παραμένουν σε καλή κατάσταση, μετά τη θεαματική βελτίωση που έφερε ο Ερντογάν από το 2003 και μετά. Κατά πολλούς, αυτές οι καλές επιδόσεις εξηγούν την αντοχή της δημοτικότητας του Τούρκου προέδρου. Ο συγγραφέας Σονέρ Καγκαπτάι στο βιβλίο του με τίτλο «Ενας σουλτάνος το φθινόπωρο» τονίζει πως ο Ερντογάν διαθέτει «μια βάση πιστών οπαδών αποτελούμενη από πολίτες που γνώρισαν μαζί του αισθητά καλύτερο βιοτικό επίπεδο σε σύγκριση με όσα είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα». Μιλώντας στο Reuters, ο Μπουλέν Γκιουλτεκίν, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας και νυν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γουόρτον, τονίζει πως «όλοι θυμούνται τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ερντογάν, όταν έβλεπαν ότι προσπαθούσε να συμπεριλάβει στα σχέδιά του όλη την κοινωνία. Τελικά, όμως, άφησε πολλά στρώματα της κοινωνίας εντελώς εξαρτημένα από τη βοήθεια του κράτους και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ».
Κατάρρευση
«Μπορείς να αναβάλεις κάποια πράγματα για λίγο αλλά στο τέλος πρέπει να πληρώσεις τον λογαριασμό», επισημαίνει ο Μπουλέντ Γκιουλτεκίν, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Τουρκίας και νυν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γουόρτον, που προεξοφλεί «πλήρη κατάρρευση αν ο Ερντογάν νικήσει και συνεχίσει την ίδια οικονομική πολιτική».
8,5% είναι το ύψος των επιτοκίων, με πληθωρισμό 44% και προσφάτως 85%.
Τα τρικ Ερντογάν
Βετεράνος αναλυτής των αναδυόμενων αγορών, ο Καρτίκ Σανκαράν, διαπιστώνει πως τα ισχυρά θεμέλια της τουρκικής οικονομίας «της δίνουν τη δυνατότητα να αντεπεξέρχεται στις οικονομικές κρίσεις και να αναπτύσσεται γρήγορα», αλλά αυτή τη φορά η επιστροφή στην ευημερία προϋποθέτει «πως ο Ερντογάν θα εγκαταλείψει τα οικονομικά και νομισματικά κόλπα του».
80% η πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου τα τελευταία πέντε χρόνια.
Τέλεια καταιγίδα
Σχολιάζοντας το μείγμα αυταρχισμού και ανορθόδοξης οικονομικής πολιτικής που επέβαλε στην Τουρκία ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, ο Ατές Αλτινορντού, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Σαμπαντσί, τονίζει πως «ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων αποτέλεσε την τέλεια καταιγίδα για μια οικονομική καταστροφή».