ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το ξέπλυμα απειλεί οικονομία και κοινωνία

Κατερίνα Συκιώτη: Ερχονται αλλαγές στην αντιμετώπιση του προβλήματος από την Ε.Ε.

Του Ανδρέα Καραμήτα

Σημαντική απειλή για την ακεραιότητα της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας συνιστά η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στην Ε.Ε. Τα έσοδα που παράγονται από το οργανωμένο έγκλημα είναι τουλάχιστον 139 δισ. ευρώ. ετησίως. Αυτό τονίζει η Κατερίνα Συκιώτη Χαραλαμπάκη, καθηγήτρια και δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Αναφερόμενη στην Κύπρο και τις φήμες για ξέπλυμα υπογραμμίζει ότι , αυτή μπορεί να αλλάξει μόνο με τη γρήγορη ενσωμάτωση στο εγχώριο δίκαιο των σχετικών οδηγιών της Ε.Ε. και τη συνεπή εφαρμογή τους. Με αφορμή σχετική ημερίδα που διεξήχθη χθες στο πανεπιστήμιο του FREDERICK για το μεγάλο αγκάθι της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μας εξηγεί τις αλλαγές που έρχονται για την αντιμετώπιση του ζητήματος μετά και την πρόσφατη ευρωπαϊκή οδηγία.

–Ποια είναι η κλίμακα του προβλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στην Ε.Ε. και γιατί τη θεωρεί σημαντική;

–Η κρισιμότητα του προβλήματος της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στην Ε.Ε. εντοπίζεται στο γεγονός ότι συνιστά σημαντική απειλή για την ακεραιότητα της οικονομίας και της κοινωνίας, λόγω των μεγάλων εσόδων που παράγονται από το οργανωμένο έγκλημα (τουλάχιστον 139 δισ. ευρώ ετησίως). Μάλιστα, τα προαναφερθέντα έσοδα «νομιμοποιούνται» μέσω ενός παράλληλου υπόγειου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η διαθεσιμότητα/ νομιμοποίηση επομένως των εν λόγω εσόδων από εγκληματικές ενέργειες και η πιθανή χρησιμοποίησή τους στην εξυπηρέτηση περαιτέρω εγκληματικών σκοπών διαβρώνει επιπλέον το κράτος δικαίου και πλήττει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Εν συνεχεία, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι το κύριο κίνητρο του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, περιλαμβανομένων των εγκληματικών δικτύων υψηλού κινδύνου, είναι το οικονομικό κέρδος.

Τι είναι το αυτοξέπλυμα και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί;

–Αυτοξέπλυμα υφίσταται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης της νομιμοποίησης είναι και ο δράστης του βασικού εγκλήματος. Παλαιότερα είχαν εγερθεί επιφυλάξεις ως προς το εάν στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η τιμωρία του δράστη και για ξέπλυμα, όμως πλέον, τόσο σε επίπεδο οδηγιών όσο και σε νομολογιακό επίπεδο, το ζήτημα έχει λυθεί υπέρ της άποψης ότι μια τέτοια διπλή τιμωρία είναι πλέον δυνατή.

Η Κύπρος χρόνια τώρα έχει τη φήμη του κράτους που ξεπλένει μαύρο χρήμα. Πώς μπορεί (η Κύπρος) να αλλάξει αυτή τη φήμη;

–Εάν όντως υπάρχει τέτοια φήμη, αυτή μπορεί να αλλάξει μόνο με τη γρήγορη ενσωμάτωση στο εγχώριο δίκαιο των σχετικών οδηγιών της Ε.Ε. και τη συνεπή εφαρμογή τους.

Μπορεί το κυπριακό νομικό σύστημα να θωρακίσει την οικονομία από ζητήματα νομιμοποίηση εσόδων;    

–Το νομικό πλαίσιο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, προσφέρει μια αρκετά ικανοποιητική θωράκιση στην οικονομία από ζητήματα σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Πώς η Κύπρος μπορεί να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια της Ε.Ε. για την πάταξη των παράνομων εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες;

–Αφενός με την ορθή λειτουργία των εγχώριων αρμοδίων υπηρεσιών, αφετέρου με την απρόσκοπτη συνεργασία με τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε.

Οι δικηγόροι

–Πώς εμπλέκονται οι δικηγόροι σε ζητήματα νομιμοποίησης εσόδων;

–Η τήρηση του δικηγορικού απορρήτου έχει θεμελιώδη σημασία για την προστασία του ιδιωτικού βίου και είναι ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας τόσο στην ελληνική έννομη τάξη όσο και στην κυπριακή, δεδομένου ότι προστατεύεται το δικηγορικό απόρρητο. Εν προκειμένω ανακύπτει προφανώς το ερώτημα σχετικά με την κάμψη του δικηγορικού απορρήτου και την υποχρέωση συνάμα υποβολής αναφοράς στις αρμόδιες αρχές. Πιο συγκεκριμένα, οι δικηγόροι περιλαμβάνονται στα υπόχρεα πρόσωπα που υποχρεούνται να αναφέρουν τις υπόνοιές τους για ύποπτες συναλλαγές όταν λειτουργούν για λογαριασμό των πελατών τους σε υποθέσεις για παράδειγμα αγοραπωλησίας ακινήτων, ανοίγματος και διαχείρισης τραπεζικών λογαριασμών, σύστασης, λειτουργίας ή διοίκησης εταιρειών. Στην Ελλάδα βάσει της νομοθεσίας (ν. 4734/2020) οι δικηγόροι είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν τις υπόνοιές τους για τις ύποπτες συναλλαγές, σε 5μελή επιτροπή δικηγόρων, στην Κύπρο υπάρχει επίσης υποχρέωση αναφοράς της ύποπτης συναλλαγής ή υποψίας από μέρους των δικηγόρων πρωτίστως στον λειτουργό Συμμόρφωσης σε πρώτο στάδιο. Στη συνέχεια, ο λ.σ. μπορεί να αποφασίσει να ενημερώσει σχετικά τη ΜΟ.Κ.Α.Σ (Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης).     Το σκεπτικό της υποχρέωσης αναφοράς κατά τα ανωτέρω είναι ότι οι δικηγόροι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ασκούν καθήκοντα στον πυρήνα του λειτουργήματός τους αλλά λειτουργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι.

Όμως ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των δύο ιδιοτήτων του δικηγόρου δεν φαίνεται εφικτός, γι’ αυτό ευλόγως μπορεί να τεκμαίρεται σε κάθε περίπτωση ότι ο δικηγόρος ενεργεί υπό την κύρια ιδιότητά του, αυτή δηλαδή του νομικού συμβούλου.

Ευρωπαϊκή οδηγία

–Ποιες είναι οι πιο πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

–Σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόλις πρόσφατα ψηφίστηκε η οδηγία (Ε.Ε.) 2024/1260 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στις 24 Απριλίου του 2024 για την ανάκτηση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων ύστερα από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είχε κατατεθεί τον Μάιο του 2022. Στο πεδίο εφαρμογής τής ως άνω οδηγίας περιλαμβάνεται και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το δικαιο-πολιτικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης οδηγίας, η οποία διευκολύνει τη διασυνοριακή συνεργασία, είναι, μεταξύ άλλων, ότι οι εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, στοχεύουν στο οικονομικό κέρδος και συνήθως επανεπενδύουν μέρος των κερδών τους Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της συγκεκριμένης οδηγίας υπήρχε η ανάγκη ταχείας ανίχνευσης και ο εντοπισμός των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος, καθώς και όλων των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι αποτελούν προϊόντα εγκληματικής προέλευσης. Αυτό είναι εφικτό μέσα από ένα αποτελεσματικό σύστημα ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων αλλά και μέσα από την επικαιροποίηση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου.    

–Πως αντιμετωπίζεται το ζήτημα της παραβίασης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

–Ένα ζήτημα που δυστυχώς εγείρεται συχνά στη νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτό της τυχόν παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις προτεινόμενες νέες ρυθμίσεις καθώς και της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Εξ αυτού του λόγου είναι αδήριτη ανάγκη να τονιστεί ότι οι περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο και να συμβαδίζουν με το βασικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στον χάρτη. Θα πρέπει να εξασφαλίζονται ειδικές εγγυήσεις και μέσα ένδικης προστασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σύμφωνα με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το τεκμήριο της αθωότητας, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δήμευση μη βασιζόμενη σε καταδίκη και ανεξήγητος πλούτος

–Ποια είναι τα σημαντικότερα σημεία που πιστεύετε ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής από τον νομικό κόσμο;

–Είναι βέβαιο ότι η νέα οδηγία θα αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από τον νομικό κόσμο. Σοβαρούς προβληματισμούς γεννά σύμφωνα με τις σκέψεις της οδηγίας η πρόθεση να περιληφθούν στην έννοια του «προϊόντος προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα» ακόμη και τα έμμεσα οφέλη από μια τέτοια ενέργεια. Ειδικότερα, σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να προβλεφθεί ευρύς ορισμός των προϊόντων εγκλήματος, ο οποίος θα περιλαμβάνει τα άμεσα προϊόντα εγκλήματος και όλα τα έμμεσα οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της μεταγενέστερης επανεπένδυσης ή της μετατροπής άμεσων προϊόντων, σύμφωνα με τους ορισμούς του Κανονισμού (Ε.Ε.) 2018/1805 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Συνεπώς, στα προϊόντα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα θα πρέπει να περιλαμβάνεται οποιασδήποτε μορφής περιουσιακό στοιχείο, ακόμα και εκείνο που έχει «μετατραπεί» ή «μεταμορφωθεί», πλήρως ή εν μέρει, σε άλλο περιουσιακό στοιχείο και εκείνο που έχει αναμειχθεί με περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από νόμιμες πηγές, έως και την εκτιμώμενη αξία των αναμεμειγμένων προϊόντων. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει το εισόδημα ή άλλα οφέλη που απορρέουν από προϊόντα εγκλήματος ή από περιουσιακά στοιχεία στα οποία μετατράπηκαν ή μεταμορφώθηκαν τα εν λόγω προϊόντα ή με τα οποία αναμείχθηκαν. Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται είναι η «δήμευση μη βασιζόμενη σε καταδίκη», όπως φαίνεται και στο άρθρο 15 της Οδηγίας. Η δήμευση δηλαδή οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει κινηθεί ποινική διαδικασία αλλά η διαδικασία δεν μπόρεσε να συνεχιστεί για λόγους όπως     ασθένεια, φυγοδικία, θάνατος και λοιποί λόγοι που αναφέρονται στο οικείο άρθρο. Επιπρόσθετα, κορύφωση αποτελεί η «δήμευση ανεξήγητου πλούτου» που συνδέεται με εγκληματικές δραστηριότητες (Άρθρο 16 της Οδηγίας), ώστε να καθίσταται δυνατή η δήμευση περιουσιακών στοιχείων που εντοπίζονται στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με αξιόποινη πράξη, εφόσον το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι τα εντοπισθέντα περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από εγκληματική συμπεριφορά που διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, και εφόσον η συμπεριφορά αυτή ενδέχεται να αποφέρει, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστικό οικονομικό όφελος.

Βλέπουμε λοιπόν ότι, οι διατάξεις για τη νομιμοποίηση στην εξελικτική τους πορεία και όπως διαμορφώνονται πλέον, καθιστούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ένα ανεξάρτητο έγκλημα που τιμωρεί τον παράνομο ή ύποπτο πλουτισμό, χωρίς στενή πλέον σύνδεση με συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα. Τέλος, νεοτερισμό αποτελεί και η υπόδειξη της πρότασης Οδηγίας προς τα κράτη-μέλη να συστήσουν υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία πριν από τη δήμευση και να διατηρούν την αξία τους, εν αναμονή οριστικής απόφασης σχετικά με τη δήμευση.

Who is who

Η Κατερίνα Συκιώτη Χαραλαμπάκη είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω με μεγάλη εμπειρία στο Φορολογικό Δίκαιο, στο Αστικό Δίκαιο, στο Ασφαλιστικό Δίκαιο, στο Εμπορικό Δίκαιο, στο Ποινικό Δίκαιο και στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Αποφοίτησε από τη νομική σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια έλαβε πτυχίο παιδαγωγικών σπουδών. Ενεγράφη στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και από τότε ασκεί ενεργό δικηγορία. Παράλληλα, το 2002 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στο ποινικό δίκαιο (Νομική σχολή ΔΠΘ). Από το έτος 2004 είναι διδάκτωρ ποινικού δικαίου της νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Τον Ιανουάριο του 2011 και μέχρι τον Ιούνιο του 2014 στελέχωσε την Νομική Υπηρεσία της Περιφερειακής Διοίκησης Αττικής, του υπουργείου Παιδείας. Διετέλεσε μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του υπουργείου Δικαιοσύνης (2010), για την ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη της Απόφασης – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου, τη σύνταξη της σχετικής Αιτιολογικής Έκθεσης Αξιολόγησης Συνεπειών και Ρυθμίσεων και το κείμενο της προς ενσωμάτωση Απόφασης – Πλαίσιο. Από το 2018 διδάσκει Ποινικό Δίκαιο και Οικονομικό Έγκλημα στο Πανεπιστήμιο Frederick της Κύπρου, αρχικά ως επισκέπτρια καθηγήτρια και από το 2019 στη βαθμίδα της επίκουρης καθηγήτριας. Από το 2023 διδάσκει ως συνεργαζόμενο διδακτικό προσωπικό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Ανδρέα Καραμήτα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση