Του Παύλου Νεοφύτου
Με την κλιματική αλλαγή να επικρέμαται ως απειλή, το πρόβλημα της ανεπάρκειας υδάτων χρόνο με τον χρόνο επιτείνεται. Μάλιστα, μετά τον φετινό άνυδρο χειμώνα, η αγωνία είναι διάχυτη στην κυπριακή κοινωνία. Καθώς τα περιθώρια στενεύουν, πέρα από τα τετριμμένα που είναι οι εκκλήσεις για αλλαγή κουλτούρας για το νερό, επιτακτική είναι η ανάγκη για επανασχεδιασμό της πολιτικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων, ώστε το πρόβλημα να μην αντιμετωπίζεται κάθε χρόνο πυροσβεστικά. Σε συνέχεια του ρεπορτάζ της «Κ» την περασμένη Κυριακή, όπου με αφορμή την προαναγγελία του υπουργείου Γεωργίας για νέα στρατηγική, ειδικοί από τον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο κατέθεσαν τις απόψεις τους για το πώς πρέπει να σχεδιαστεί και να λειτουργήσει μία νέα πολιτική διαχείρισης του ούτως αποκαλούμενου «νέου χρυσού» της εποχής μας, που είναι το νερό, δίνουμε σήμερα τον λόγο και στον αρμόδιο φορέα διαχείρισης αυτού του πόρου, στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.
Έργα που εκκρεμούν
Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ των ήδη ανακοινωθέντων πλάνων από πλευράς υπουργείου, είναι η δημιουργία ακόμη δύο μονάδων αφαλάτωσης, σε Λεμεσό και ελεύθερη Αμμόχωστο, και ο εκσυγχρονισμός των γεωργικών υποδομών. Όπως πληροφορείται η «Κ», στην παρούσα φάση το υπουργείο ετοιμάζει τους όρους της ανάθεσης ώστε να βγει σε διαγωνισμό για μελετητές που θα υποδείξουν το γενικό πλαίσιο της νέας στρατηγικής. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι μπορεί η κυβέρνηση να ετοιμάζεται για τη νέα πολιτική, ωστόσο εκκρεμεί η υλοποίηση στόχων που τέθηκαν στο παρελθόν και ακόμη δεν υλοποιήθηκαν. Συγκεκριμένα, εκκρεμεί η εφαρμογή έξι μέτρων της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά (WFD). Αυτά είναι: Η μείωση απαιτήσεων άρδευσης σε επίπεδο υδροφορέα, η αναβάθμιση του μητρώου καταγραφής των σημείων απόληψης των υπογείων υδάτων και η λειτουργική του ένταξη στη διαδικασία αδειοδότησης νεών ανορύξεων, η ένταξη της προοπτικής εμπλουτισμού υπογείων υδάτων στον σχεδιασμό αντιπλημμυρικών έργων και λοιπών σχετικών έργων φυσικής κατακράτησης υδάτων, η εξέταση δυνατότητας εθελοντικής καταγραφής των ποσοτήτων που καταναλώνονται από υπόγεια ύδατα μέσω Διαδικτύου με τη δημιουργία ειδικής εφαρμογής και σχετικής ενημέρωσης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών, ο περιορισμός απολήψεων σε επιλεγμένα Υδάτινα Σώματα με στόχο την προστασία σημαντικών οικολογικών χαρακτηριστικών και ενδιαιτημάτων, και η κατάρτιση ειδικού προγράμματος δράσης για την αντιμετώπιση των ομβρίων απορροών από οικιστικές περιοχές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις με σκοπό την προστασία των υδάτων.
Στις προσφορές ο αγωγός
Για το πρόβλημα της απόρριψης στη θάλασσα ανακυκλωμένου νερού, όταν βρέχει πολύ και η ζήτηση για άρδευση ή άλλες χρήσεις είναι χαμηλή, ενώ θα μπορούσε να αποθηκευόταν, η αιτία μέχρι σήμερα ήταν η έλλειψη χώρων με επαρκή χωρητικότητα. Σύμφωνα με το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, με στόχο τον τερματισμό της απόρριψης του ανακυκλωμένου νερού εκτελούνται έργα τα οποία θα προσφέρουν τη δυνατότητα για χειμερινή αποθήκευση του νερού, όπως το Φράγμα Τερσεφάνου χωρητικότητας 4,3 εκατ. κ.μ. νερού, το οποίο μπορεί να έχει ολοκληρωθεί πρόσφατα, όμως η διαδικασία εγκατάστασης του αγωγού, μέσω του οποίου θα μεταφέρεται το νερό, βρίσκεται στη διαδικασία των προσφορών. Σύμφωνα πάντα με το Τμήμα, ως αποτέλεσμα των έργων που έχουν εκτελεστεί τα τελευταία χρόνια, με στόχο την αποθήκευση και διανομή του ανακυκλωμένου νερού, παρουσιάζεται συνεχής μείωση στην απόρριψη από 4,72 εκατ. κ.μ. το 2021 σε 1,45 εκατ. κ.μ. το 2023, ενώ οι ποσότητες που θα απορριφθούν κατά τη φετινή χρονιά αναμένεται να είναι οι ελάχιστες.
Το τοπίο σήμερα
Στα 95,9 εκατ. κ.μ. νερού, δηλαδή στο 33%, ανέρχεται η συνολική αποθηκευμένη ποσότητα νερού στα φράγματα, ενώ η αντίστοιχη περσινή πληρότητα ανερχόταν στο 56,1%, όπως δήλωσε στην «Κ» η ανώτερη εκτελεστική μηχανικός του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, Έλενα Φοινικαρίδου Στυλιανού, σημειώνοντας ότι οι συνολικές ανάγκες ύδρευσης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες φέτος είναι ελαφρώς αυξημένες σε σχέση με τις αντίστοιχες περσινές. Οι λόγοι, είπε, ποικίλουν. Μεταξύ άλλων είναι η πληθυσμιακή αύξηση, η αύξηση στις τουριστικές ροές από το εξωτερικό, η μείωση στις τουριστικές ροές ντόπιων προς το εξωτερικό, η αύξηση στη θερμοκρασία.
Περιγράφοντας τη σημερινή εικόνα για τις ποσότητες άρδευσης και ύδρευσης νερού, η κα Φοινικαρίδου είπε ότι βάσει του Σεναρίου Κατανομής Νερού (ΣΚΝ), η εγκεκριμένη ποσότητα νερού άρδευσης ανέρχεται σε 39,7 εκατ. κ.μ. νερού, και μέχρι το τέλος Ιουλίου 2024 έχουν καταναλωθεί τα 23,3 εκατ. κ.μ. νερού. Υπέδειξε ότι η κάλυψη των αναγκών άρδευσης καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τις αποθηκευμένες ποσότητες νερού στα φράγματα, αλλά και από ανακτημένο νερό μετά από τριτοβάθμια επεξεργασία αστικών λυμάτων. Η κα Φοινικαρίδου πρόσθεσε ότι όσον αφορά την ύδρευση οι πέντε Μονάδες Αφαλάτωσης Παγκύπρια συνεχίζουν να λειτουργούν με πλήρη παραγωγή για περισσότερο από 1,5 χρόνο, σημειώνοντας ότι η πλήρης παραγωγή των Μονάδων Αφαλάτωσης δημιουργεί μειωμένες ανάγκες διύλισης από τα αποθέματα νερού των φραγμάτων.
Τόνισε ακόμη ότι το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, στοχεύοντας στην αύξηση της αξιοπιστίας της υποδομής ύδατος, αλλά και στην κάλυψη της αυξημένης ζήτησης, προγραμματίζει/ υλοποιεί, μέσα από την εκτέλεση έργων –οι δαπάνες καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή/και συγχρηματοδοτούνται από Ευρωπαϊκά Προγράμματα (όπως το Ταμείο Συνοχής, το Σχέδιο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, κ.λπ.)– αντικατάστασης πεπαλαιωμένων κεντρικών αγωγών και κατασκευής νέων υποδομών ύδατος, όπως δεξαμενές, αντλιοστάσια και αγωγούς.
Η γεωργική πολιτική
Ένα εγχείρημα αλλαγής της υδατικής πολιτικής πρέπει να περιλαμβάνει μία πιο ολιστική προσέγγιση σε σύγκριση με το τι γινόταν μέχρι σήμερα και με καλύτερο συντονισμό μεταξύ της γεωργικής, αστικής –εδώ συμπεριλαμβάνεται και ο τουρισμός– και βιομηχανικής χρήσης του νερού, τόνισαν στο προηγούμενο ρεπορτάζ της «Κ» ειδικοί από τον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο. Σημείωσαν ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, εντός της κυπριακής πραγματικότητας που λέγεται κατακερματισμός ευθυνών και δικαιοδοσιών, θα πρέπει επιτέλους να συνεννοηθούν, εκφράζοντας με ωριμότητα τα «θέλω» και τους περιορισμούς τους, με γνώμονα, εκτός από το οικονομικό όφελος, και τον κοινωνικό αντίκτυπο. Για τον δρα Χρίστο Αναστασίου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Frederick, «μία αλλαγή πλεύσης της γεωργική πολιτικής μπορεί να είναι μία παράλληλη προσπάθεια για την επίλυση του υδατικού προβλήματος», δεδομένου ότι από τα περίπου 370 εκατ. κ.μ. νερού, που είναι κάθε χρόνο το υδατικό απόθεμα της Κύπρου, το μεγαλύτερο ποσοστό, της τάξης του 65%, διοχετεύεται στη γεωργική δραστηριότητα (άρδευση), ενώ το 20% για οικιστική χρήση (ύδρευση), όπου εντάσσεται και ο τουρισμός. Σύμφωνα με τον δρα Αναστασίου, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί να γίνει μία διαφοροποίηση στα είδη που καλλιεργούνται σήμερα. Από την πλευρά του ο ερευνητής στο Κέντρο Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Υδάτινων Πόρων του Ινστιτούτου Κύπρο δρ Χρίστος Ζουμίδης, τόνισε ότι η γεωργία, ως ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές νερού, ιδίως για καλλιέργειες που απαιτούν πολύ νερό, πρέπει να υιοθετήσει πιο αποδοτικές πρακτικές χρήσης νερού. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών προγραμματισμού άρδευσης (π.χ. με αισθητήρες υγρασίας εδάφους).
Οι αφαλατώσεις
Σχολιάζοντας την πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου Γεωργίας για την προσθήκη δύο νέων μονάδων αφαλάτωσης, ο δρ Ζουμίδης ανέφερε ότι εγείρονται την ίδια ώρα ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών των λύσεων, ειδικά όσον αφορά τη διάθεση της άλμης και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Για τον μετριασμό αυτών των επιπτώσεων τόνισε ότι είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στις διαδικασίες αφαλάτωσης.
Δεύτερη «εθνική συμφορά» το 1974
Το υδατικό πρόβλημα στην Κύπρο χρονίζει. Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετά, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για υδατικά έργα, όπως για τη δημιουργία φραγμάτων, αγωγών και μονάδων αφαλάτωσης. Το περασμένο Σάββατο απεβίωσε ο δρ Ανδρέας Παπασολομώντος, πρώην υπουργός Γεωργίας (1985 1987) και λειτουργός καριέρας στο υπουργείο, ο οποίος είχε ενεργή εμπλοκή στη δημιουργία μερικών από τα μεγαλύτερα αρδευτικά έργα της Κύπρου, όπως το αρδευτικό έργο της Πάφου, το σχέδιο Βασιλικού - Πεντάσχοινου και το Σχέδιο του Νότιου Αγωγού. Με αφορμή τον θάνατό του, ανατρέξαμε και εντοπίσαμε στο ψηφιακό αρχείο του ΡΙΚ ένα ρεπορτάζ της εκπομπής «Καλειδοσκόπιο» στις 10 Αύγουστου 1973, όπου ο κ. Παπασολωμόντος, ως διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας, μιλούσε για την ανομβρία του 1973 και τις επιπτώσεις της στη γεωργία, την κτηνοτροφία και άλλους τομείς της οικονομίας. Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι οι μόνιμες ξηρικές καλλιέργειες, όπως τα αμπέλια, οι αμυγδαλιές, οι χαρουπιές και οι ελιές, λόγω των δύο συνεχόμενων χρόνων ανομβρίας, είχαν ήδη εξαντληθεί και θα απαιτείτο ένα διάστημα δύο περίπου ετών, για να συνέρχονταν πλήρως, ώστε να επανερχόταν η παραγωγή τους στα φυσιολογικά επίπεδα. Στο σενάριο που η ανομβρία συνεχιζόταν με την ίδια ένταση και έκταση και κατά τον επόμενο χειμώνα, είπε χαρακτηριστικά ότι «το αποτέλεσμα θα είναι ουσιαστικά μία εθνική συμφορά άνευ προηγουμένου», αλλά, όπως είναι γνωστό σήμερα, η εθνική συμφορά το 1974 δεν προήρθε από την ανομβρία, αλλά από τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής.