Kathimerini.gr
Το οικονομικό κόστος της παχυσαρκίας αυξάνεται ραγδαία. Το 2019 αντιπροσώπευε το 2,19% του παγκόσμιου ΑΕΠ και θα αυξηθεί στο 3,29% μέχρι το 2060.
Αυτές είναι οι προβλέψεις του World Obesity Atlas 2023, που δημοσιεύει η Παγκόσμια Ομοσπονδία Παχυσαρκίας, η οποία αναλύει τις οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου σε 161 χώρες.
Περισσότεροι από 1,5 δισ. ενήλικοι και σχεδόν 400 εκατ. παιδιά –ένας στους τέσσερις ανθρώπους στον κόσμο– θα ζουν με παχυσαρκία μέσα σε 12 χρόνια, η πάθηση δεν θα περιοριστεί. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τις χώρες με λιγότερους πόρους.
Εάν δεν αλλάξει τίποτα, ο οικονομικός αντίκτυπος της παχυσαρκίας παγκοσμίως θα φτάσει τα 4,32 τρισ. δολάρια σε απώλειες ετησίως έως το 2035. Το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει σχεδόν το 3% του τρέχοντος παγκόσμιου ΑΕΠ, συγκρίσιμο με τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 το 2020.
Η παχυσαρκία απορροφάει τις δαπάνες για τη δημόσια υγεία λόγω του υψηλού κόστους των χρόνιων ασθενειών που σχετίζονται με αυτήν. Ευθύνεται για το 71% του συνολικού κόστους θεραπείας του διαβήτη, το 23% των δαπανών για καρδιαγγειακές παθήσεις και το 9% του κόστους για τον καρκίνο.
Αυτοί οι ασθενείς –των οποίων το προσδόκιμο ζωής μειώνεται κατά μέσον όρο κατά τρία χρόνια– χρειάζονται μεγαλύτερο αριθμό ιατρικών επισκέψεων, νοσηλειών, εργαστηριακών και ακτινολογικών εξετάσεων, σημειώνει η El Pais.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσον όρο, η παχυσαρκία επιβαρύνει τα έξοδα κατά 8,4%, μειώνοντας το ΑΕΠ κατά 3,3%. Σε ορισμένες χώρες –όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες– η επιβάρυνση είναι ακόμη μεγαλύτερη, στο 14%.
Λίγες χρόνιες ασθένειες έχουν προχωρήσει τόσο γρήγορα τις τελευταίες δεκαετίες –ανεξάρτητα από το οικονομικό και γεωγραφικό πλαίσιο– όσο η παχυσαρκία, την οποία ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ταξινομεί ως επιδημία.
Αυτή η επέκταση της παχυσαρκίας σημειώθηκε παρά το γεγονός ότι, την τελευταία δεκαετία, έχουν γίνει προσπάθειες για την προώθηση των συνηθειών υγιεινού τρόπου ζωής.