Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Σε διαφορετικά μονοπάτια βρίσκονται οι τράπεζες και οι συντεχνίες των τραπεζοϋπαλλήλων σχετικά με τα εργασιακά και την υπογραφή των νέων συλλογικών συμβάσεων. Σε λίγες ημέρες εκπνέει το 2023, ωστόσο σε επίπεδο ανανέωσης συλλογικών συμβάσεων του έτους που φεύγει δεν έγιναν σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Αντιθέτως, είδαμε μέχρι και στάσεις εργασίας σε τράπεζες, όπως έγινε στο τελευταίο διάστημα στην Ελληνική Τράπεζα. Αμετακίνητα τα δύο μέρη, με τις τράπεζες να θέλουν να γίνεται σύνδεση του κόστους με την απόδοση, ενώ τις συντεχνίες να θέλουν να συνεχίσουν να δίδονται οι ετήσιες αυξήσεις, ανεξαρτήτως επίδοσης των τραπεζών στο εκάστοτε έτος. Οι συντεχνίες βλέποντας τα κέρδη που προέκυψαν στις τράπεζες από τα μέσα του 2022 μέχρι και σήμερα –δικαιολογημένα– ζητούν περισσότερα «πράγματα» για τα μέλη τους, ενώ οι τράπεζες παραμένουν στη θέση τους –πως τα μεγάλα κέρδη που απολαμβάνουν είναι παροδικά, θα εκλείψουν στα επόμενα έτη, και δεν γίνεται να υπογράψουν συμφωνίες που θα βασίζονται στις παρούσες οικονομικές συνθήκες.
Το κύριο μήνυμα που θέλουν να περάσουν οι τράπεζες είναι πως με το να δεχθούν οι συντεχνίες των τραπεζοϋπαλλήλων κάποια διασύνδεση του κόστους με την απόδοση του οργανισμού, δεν σημαίνει αυτομάτως πως έχει να «χάσει» ο υπάλληλος. Όπως μεταφέρουν τραπεζικές πηγές στην «Κ» αναφορικά με το 4% της προσαύξησης που ζητούν οι συντεχνίες σε ετήσια βάση για τα μέλη τους, θα ήταν ένα θετικότερο βήμα να δίδεται σταθερή προσαύξηση 1% και το υπόλοιπο 3% να δίδεται με βάση την απόδοση του υπαλλήλου, ή με βάση της κερδοφορίας του κάθε οργανισμού. Κάτι τέτοιο οι τράπεζες θα το συζητούσαν, καθώς η απόσταση μεταξύ των δύο πλευρών είναι στην παρούσα χρονική στιγμή μεγάλη. Όπως εξηγούν, θα ήταν προτιμότερο δίχως να «αγγίξουν» τα ύψη των ετήσιων προσαυξήσεων, να δίδονται σε σχέση με την απόδοση του οργανισμού και κερδοφορίας συγκεκριμένου ποσοστού και άνω, για να καλύπτεται –όπως υποστηρίζουν οι τράπεζες– το έξτρα κόστος. Αντιθέτως, αν καταγράφουν ζημιές ή ικανοποιητικά κέρδη να μην δίνονται αυξήσεις. Συνόψισαν, δηλαδή, ότι θα πρέπει οι προσαυξήσεις να συνδέονται με την κερδοφορία των οργανισμών και όχι «βρέξει χιονίσει». Ως τώρα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στον ορίζοντα, καθώς το 2023 δεν αποδείχτηκε και τόσο εποικοδομητικό για τις συζητήσεις στα εργασιακά.
Στόχος από εδώ και πέρα είναι να υπάρξει λύση στα εργασιακά των τραπεζών και να υπογραφούν νέες συλλογικές συμβάσεις, καθώς το 2024 θα αποδειχθεί κομβικό για τα τραπεζικά δεδομένα. Θα είναι ένα έτος που οι τράπεζες θα συνεχίσουν να καταγράφουν κέρδη, όμως πιθανώς στα μέσα του έτους να αρχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να μειώνει τα επιτόκια, και άρα τα κέρδη να αρχίσουν κατ’ επέκταση να μειώνονται. Το 2024 αναμένεται να γίνει και μια μεγάλη αλλαγή στα τραπεζικά δεδομένα, να δούμε την Ελληνική να απορροφάται από την Eurobank που έχει ήδη το 55% της μετοχής της. Η Ελληνική με τις συντεχνίες των τραπεζοϋπαλλήλων έχει να υπογράψει συλλογική σύμβαση από τα τέλη του 2018, άρα γίνεται αντιληπτό πως θα είναι μία δύσκολη εξίσωση που θα πρέπει να λυθεί στο άμεσο μέλλον.
Μπερδεμένο περιβάλλον
Το τραπεζικό περιβάλλον είναι γενικότερα σε μία «μπερδεμένη» κατάσταση γιατί αν και καταγράφουν κέρδη οι τράπεζες, βιώνουν τη μείωση στην παροχή δανεισμού. Πρόσθετα, είναι παρούσα η ψηφιακή μεταμόρφωση, για την οποία χρειάζονται οικονομικοί πόροι για να εφαρμοστεί ορθά. Όλα τα παραπάνω σε ένα οικονομικό περιβάλλον που αναμένεται παγκόσμια επιβράδυνση. Βάζοντάς τα σε μία εξίσωση, οι τράπεζες δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι θα είναι σε θέση να δίνουν με βιωσιμότητα τα όσα υπογραφούν σε σχέση με αυξήσεις στα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, αξίζει να καταγραφεί πως, οι τράπεζες έχουν μειώσει τον δείκτη κόστους προς έσοδα (cost to income), πράγμα που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα από μειώσεις προσωπικού και καταστημάτων, και έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για περιορισμό του. Μεγάλο ρόλο στη μείωση του κόστους τα τελευταία δύο χρόνια έχει και η αύξηση των εσόδων που προέρχεται από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Άρα, στα επόμενα χρόνια αφού τα έσοδα θα μειωθούν λόγω της επαναφοράς των επιτοκίων της ΕΚΤ σε ηπιότερα ποσοστά, το «κόστος προς τα έσοδα» με τη σειρά του θα αρχίσει ξανά να αυξάνεται. Και είναι κάτι το οποίο οι τράπεζες θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια.
Οι συντεχνίες, ωστόσο, με το δίκιο τους ζητούν παραπάνω πράγματα τουλάχιστον για το 2023, αφού κατέγραψαν κέρδη «μαμούθ» οι τράπεζες και τα όσα συμφωνηθούν θα ήταν πιθανώς ορθότερο να δοθούν υπό μορφή «bonus», –και άρα όχι με επαναλαμβανόμενο τρόπο. Εάν τα κέρδη συνεχίζουν, βεβαίως και να συνεχίσουν να δίνουν «πίσω» στους υπαλλήλους τους. Πιθανώς αυτή είναι μία δίκαιη προσέγγιση.
Από αρχές του 2023
Από αρχές του 2023 έχει λάβει από την Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (ΕΤΥΚ) ο Κυπριακός Εργοδοτικός Σύνδεσμος Τραπεζών (ΚΕΣΤ) τα «θέλω» των συντεχνιών αναφορικά με τα αιτήματα που αφορούν την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης για τα έτη 2023-2025. Τα αιτήματα της ΕΤΥΚ αφορούν αυξήσεις μισθών και μισθολογικών κλιμάκων από την πρώτη του χρόνου για κάθε χρόνο (2023, 2024, 2025) να παραχωρείται σε όλο το προσωπικό αύξηση στους βασικούς μισθούς 2% με ελάχιστη αύξηση στο βασικό μισθό σε μηνιαία βάση ύψους 42 ευρώ. Με την αύξηση αυτή σύμφωνα με την ΕΤΥΚ θα πρέπει να αναθεωρηθούν και οι υφιστάμενες μισθολογικές κλίμακες.
Πέραν των πάνω, η ΕΤΥΚ ζητά να γίνει αποκατάσταση των μειώσεων των μισθών και ωφελημάτων που έγιναν στην περίοδο της κρίσης του 2013, ενώ για το ωράριο, ζητά 4ήμερη εργασία και να αξιοποιηθεί καταλλήλως σε σχέση με το ωράριο η τεχνολογία.
Συγχρόνως, ζητά σε κάθε διοικητικό συμβούλιο τράπεζας να υπάρχει εκπρόσωπος των εργαζομένων και το Πάσχα να δίδεται ακόμα ένας μηνιαίος μισθός (14ος). Όσον αφορά τα επιδόματα, ζητά να δίδεται επίδομα φαγητού σε όσους παρατείνουν τον εργάσιμο χρόνο τους κατά μία ώρα τουλάχιστον πέραν του συμφωνημένου ωραρίου, και στις πολύτεκνες οικογένειες να καταβάλλεται επίδομα 50 ευρώ για κάθε παιδί. Το ίδιο, αναφέρει, να ισχύει και για μονογονείς. Πέραν των άνω, οι τράπεζες να αναλάβουν τη δημιουργία νηπιαγωγείων για σκοπούς διευκόλυνσης του προσωπικού τους.
Σε σχέση με το Ταμείο Προνοίας τα «θέλω» της ΕΤΥΚ είναι η εργοδοτική εισφορά να επανέλθει στο 14%, όπως ήταν δηλαδή πριν την κρίση, ενώ για τα συμβατικά δάνεια προσωπικού να βελτιωθούν οι όροι παραχώρησής τους. Για τα του Ταμείου Υγείας η κάθε τράπεζα θα πρέπει να εισφέρει κατά την ΕΤΥΚ κατ’ αναλογία και για τους αφυπηρετήσαντες τραπεζοϋπαλλήλους και η άδεια άνευ απολαβών να δίδεται μέχρι και δύο έτη για προσωπικούς λόγους.
Σε σχέση με τις οργανικές θέσεις η ΕΤΥΚ ζητά να αυξηθούν στο 35% του προσωπικού, να συμφωνηθούν κατά βαθμό, υπηρεσία, τμήμα και Επαρχία, ενώ όσοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα υπογραφής να είναι τουλάχιστον ενταγμένοι στην κλίμακα του βοηθού τμηματάρχη.
Όσον αφορά στις άδειες του προσωπικού, η ΕΤΥΚ ζητά να αυξηθεί η άδεια μητρότητας στους οκτώ μήνες και η άδεια πατρότητας στους τρεις και φυσικά να είναι με πλήρεις απολαβές. Ακόμα, ζητά πέντε επιπλέον ημέρες κανονικής άδειας σε γονείς παιδιών ΑΜΕΑ και παραχώρηση δύο επιπλέον ημερών κανονικής άδειας στα μέλη που έχουν ανήλικα τέκνα έως τεσσάρων ετών. Τέλος, ζητά παραχώρηση κανονικής άδειας δύο ημερών κατ’ έτος για την παρακολούθηση της σχολικής προόδου των παιδιών μέχρι και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ακόμα, όλες οι συμφωνημένες επιτροπές να έχουν ισάριθμη συμμετοχή ΕΤΥΚ – Τράπεζας, για το Ταμείο Ευημερίας να αυξηθεί το ποσοστό εισφοράς του εργοδότη από 0,3% σε 0,5% και τέλος, να γίνει αναθεώρηση/βελτίωση όλων των ειδικών συμφωνιών.
Διαπραγματεύεται ο ΚΕΣΤ
Μετά από την κατάργησή του ο Κυπριακός Εργοδοτικός Σύνδεσμος Τραπεζών (ΚΕΣΤ) το 2016, στα τέλη του 2022 «ξαναγεννήθηκε». Πλέον, οι τράπεζες της Κύπρου που είναι μέλη του Συνδέσμου Τραπεζών προχωρούν σε υπογραφή μεμονωμένων συλλογικών συμβάσεων με τις συντεχνίες των τραπεζικών υπαλλήλων, αλλά θα γίνεται μία ολιστική υπογραφή σύμβασης που θα υπάγονται όλες.