Money Review
Λίγες μέρες πριν την έλευση του 2024, υπάρχει ένα πράγμα που περιμένουν οι οικονομολόγοι, οι επενδυτές, οι επιχειρηματίες και οι καταναλωτές από τη νέα χρονιά: Τις μειώσεις των επιτοκίων.
Με τις τελευταίες συνεδριάσεις τους για το 2023, οι κεντρικές τράπεζες στις περισσότερες ανεπτυγμένες αγορές ουσιαστικά έκλεισαν τον κύκλο των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων που καθόρισε το οικονομικό σκηνικό από το 2022. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία δεν σκοπεύει στο προσεχές μέλλον να εγκαταλείψει την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων.
Όμως, εάν όλες οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες μπορούν να σταματήσουν τις επιτοκιακές αυξήσεις, το χρωστούν στον πληθωρισμό, ο οποίος φάνηκε να έχει κορυφώσει μέσα στο 2023. Ο πληθωρισμός ξεκίνησε τη χρονιά σε επίπεδα κατά 3,7 φορές υψηλότερα από τον στόχο του 2% που διατηρούν η Federal Reserve των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα του Καναδά και η Τράπεζα της Ιαπωνίας. Όμως σήμερα, βρίσκεται μόνο 1,5 φορά πάνω από τον στόχο.
Ασφαλώς, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει και άλλη δουλειά, ώστε οι οικονομίες να διανύσουν αυτό το «τελευταίο μίλι» στη μάχη τους έναντι του πληθωρισμού.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θέλουν να ανακηρύξουν πρόωρα τη νίκη και προσπαθούν να περιορίσουν τις προσδοκίες των αγορών, ώστε να διατηρήσουν πλήρη ευελιξία κινήσεων. Όμως τα μηνύματά τους για «υψηλότερα και περισσότερο» ή ακόμα και για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων εάν χρειαστεί, δεν πείθουν κανέναν.
Όπως σημειώνει το Reuters, ο πληθωρισμός δεν χρειάζεται να υποχωρήσει, αναγκαστικά, έως το 2% για να ξεκινήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων. Το να κρατούν τα επιτόκια σταθερά όσο ο πληθωρισμός επιβραδύνεται περαιτέρω είναι μία άλλη μορφή σύσφιγξης της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, η οποία ενδεχομένως να μην είναι κατάλληλη για πολύ καιρό ακόμα. Ειδικά εάν οι policymakers ελπίζουν να επιτύχουν την «ομαλή προσγείωση» των οικονομιών τους, δηλαδή τη μείωση του πληθωρισμού χωρίς την πρόκληση μιας ύφεσης.
Και αυτό είναι κάτι το οποίο οι αξιωματούχοι της Fed παραδέχονται πλέον ανοικτά, καθώς δίνουν σήμα για τις επιτοκιακές μειώσεις του 2024.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες διατηρήσουν την περιοριστική νομισματική πολιτική για περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο, κινδυνεύουν να προκαλέσουν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και ενδεχομένως μια νέα ύφεση.
Ήδη, οι πιο ευαίσθητοι στα επιτόκια κλάδοι των οικονομιών, όπως οι κατοικίες και η μεταποίηση, νιώθουν τις επιπτώσεις από τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο.
Ενώ ο τομέας των υπηρεσιών καταφέρνει να εμφανίζει ανάπτυξη, η δραστηριότητα στη μεταποίηση στις ανεπτυγμένες οικονομίες βρίσκεται σε συρρίκνωση από τον Οκτώβριο του 2022.
Το βέβαιο είναι ότι οι προσδοκίες των αγορών απέχουν πολύ από τα σήματα που δίνουν οι κεντρικοί τραπεζίτες για τα επιτόκια. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ενώ η Fed προαναγγέλλει μειώσεις επιτοκίων 75 μονάδων βάσης για το 2024, οι αγορές ποντάρουν σε διπλάσια μείωση του κόστους δανεισμού.
Αντίστοιχη η εικόνα και στην Ευρώπη, όπου σύμφωνα με διαρροές από την ΕΚΤ, οι μειώσεις επιτοκίων δεν πρόκειται να συμβούν πριν από τον Ιούνιο, δηλαδή τρεις μήνες αργότερα από ό,τι περιμένει η αγορά.
Το κλειδί θα είναι το κατά πόσο οι κεντρικές τράπεζες θα ανεχθούν κάποιες πιέσεις στις οικονομίες, προκειμένου να ρίξουν τον πληθωρισμό στον στόχο τους.
Βέβαια, στην εξίσωση μπαίνουν και πολιτικοί παράγοντες, καθώς το 2024 είναι μία χρονιά με πάρα πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, κάτι που σημαίνει ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα θελήσουν να κάνουν κάποια κίνηση πολύ κοντά στις κάλπες, ώστε να μην υπάρξουν αμφισβητήσεις για την πολιτική ανεξαρτησία τους.
Και την ίδια στιγμή, την εμφάνισή του κάνει ένας ακόμα αστάθμητος παράγοντας, καθώς οι επιθέσεις των ανταρτών Χούθι σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο και προϊδεάζουν για νέες πληθωριστικές πιέσεις.