ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Προ των πυλών η παγκόσμια ύφεση

Η αλυσίδα από εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν αφήνει παρά ελάχιστα περιθώρια για αμφιβολίες

Kathimerini.gr

Ρουμπίνα Σπάθη

Η αλυσίδα από εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν αφήνει παρά ελάχιστα περιθώρια για αμφιβολίες, πολλώ δε μάλλον για αισιοδοξία, καθώς πληθώρα στοιχείων κατατείνουν στον ορατό και εντεινόμενο πλέον κίνδυνο παγκόσμιας ύφεσης. Και προειδοποιούν γι’ αυτό διεθνείς οργανισμοί, επενδυτικές τράπεζες και οικονομολόγοι. Με καταλύτη έναν επιθετικό πληθωρισμό, τον μεγαλύτερο που έχουν γνωρίσει οι αναπτυγμένες οικονομίες εδώ και δεκαετίες, οι κεντρικές τράπεζες εξωθούνται σε μια αύξηση του κόστους δανεισμού, που θα κάμψει τις δυνατότητές τους για ανάπτυξη. Εχοντας εγκαινιάσει από τον Μάρτιο αυτή τη στροφή σε περιοριστική πολιτική, η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αντιμετωπίζει ήδη την ύφεση, τουλάχιστον υπό μία τεχνική έννοια.

Οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων που αποφάσισε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, προχωρώντας για δεύτερο συναπτό μήνα σε αύξηση του κόστους δανεισμού κατά 75 μονάδες βάσης, προοιωνίζονται κάμψη της αμερικανικής οικονομίας, με την επιβράδυνση να καταγράφεται ήδη σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Την ίδια στιγμή η Γηραιά Ηπειρος απειλείται από βαθύτατη ύφεση εξαιτίας της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης, που μπορεί να γονατίσει τις βιομηχανίες της, ενώ ο διαρκώς επιταχυνόμενος πληθωρισμός εξωθεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης σε αύξηση του κόστους δανεισμού, ικανή να κάμψει τις οικονομίες της. Και την ίδια στιγμή, η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, η Κίνα, που επί χρόνια τροφοδοτούσε την παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται ανησυχητικά σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό και των αλλεπάλληλων lockdowns, της υπερχρέωσης και μιας βαθύτατης κρίσης εμπιστοσύνης.

Επί τρεις συνεχόμενες ημέρες αυτή την εβδομάδα η ειδησεογραφία σκιαγραφούσε την επερχόμενη ύφεση, με το ΔΝΤ να επισημαίνει πως η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να πλήττεται ακόμη από τις παρενέργειες της πανδημίας και οι τρεις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη παραμένουν σε στασιμότητα. Και παράλληλα το Ταμείο υποβαθμίζει την πρόβλεψή του για τη φετινή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,2%, ποσοστό που ωχριά μπροστά στην αύξηση κατά 6,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το περασμένο έτος. Πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι η πρόβλεψη μιλάει για ανάπτυξη κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες, κατώτερη της αμέσως προηγούμενης εκτίμησης του Ταμείου μόλις τον περασμένο Απρίλιο. Κι ενώ καλεί τις κεντρικές τράπεζες να παραμείνουν στην πορεία αύξησης του κόστους δανεισμού ως αναγκαία για να ανακοπούν οι πληθωριστικές πιέσεις, το Ταμείο δεν παραλείπει να τονίσει ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα κάμψουν αναπόφευκτα την οικονομία.

Ετσι, μια ημέρα αφότου υπέκυψε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ στην αδήριτη ανάγκη να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, που καλπάζει με 9,1% από τον Ιούνιο, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών –και προχώρησε για δεύτερο συναπτό μήνα σε μια ακόμη επιθετική αύξηση των επιτοκίων–, τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις πως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συρρικνώθηκε για δεύτερο συναπτό τρίμηνο. Και ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, παραδέχθηκε και πάλι πως έχουν στενέψει τα περιθώρια να αποφευχθεί η συρρίκνωση της οικονομίας.

Σε στασιμότητα η ατμομηχανή της Ευρώπης
Την ίδια στιγμή που η υπερδύναμη φαίνεται να διολισθαίνει σε ύφεση, η Ε.Ε. βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, βλέποντας να εξανεμίζονται οι ελπίδες της να γεμίσει τους ταμιευτήρες της με φυσικό αέριο, καθώς η Μόσχα μειώνει και πάλι την παροχή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που επισημαίνουν τόσο το ΔΝΤ όσο και η Goldman Sachs, αλλά σαφώς τρομάζει τους Ευρωπαίους, είναι η προοπτική, όχι μόνον ενός παγωμένου χειμώνα για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, αλλά μιας έλλειψης του καυσίμου που θα οδηγήσει σε μείωση ή και διακοπή της βιομηχανικής παραγωγής στην ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη Γερμανία. Σύμφωνα μάλιστα με το ΔΝΤ, στην περίπτωση πλήρους διακοπής του ρωσικού αερίου, η Ευρωζώνη αλλά και η αμερικανική οικονομία θα περιοριστούν σε σχεδόν μηδενική ανάπτυξη.

Εν μέσω όλων αυτών των προειδοποιήσεων για τον κίνδυνο ύφεσης, την Παρασκευή η Ευρωζώνη εξέπληξε θετικά, παρουσιάζοντας ρυθμό ανάπτυξης τριπλάσιο των προβλέψεων το β΄ τρίμηνο, όταν το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 0,7%. Η θετική εξέλιξη εξέπληξε, καθώς τις τελευταίες ημέρες τα στοιχεία ήταν απολύτως αποκαρδιωτικά, παρουσιάζοντας το οικονομικό αίσθημα να υποχωρεί σε ελεύθερη πτώση. Η ικανοποιητική ανάπτυξη οφείλεται, πάντως, κατά κύριο λόγο στα στοιχεία της Ισπανίας, της οποίας το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1% και της Γαλλίας κατά 0,5%. Σημάδι των καιρών, όμως, ότι την ίδια στιγμή η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, βρίσκεται σε στασιμότητα και βλέπει το φάσμα της ύφεσης προ των πυλών. Το ΔΝΤ έχει, άλλωστε, προειδοποιήσει πως η γερμανική οικονομία θα έχει φέτος τη χειρότερη επίδοση από όλες τις οικονομίες του G7, εξαιτίας ακριβώς της υπερβολικής εξάρτησής της από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Οπως, όμως, επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, τα ενθαρρυντικά στοιχεία της Ευρωζώνης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην τουριστική σεζόν, ενώ η ύφεση καραδοκεί πράγματι για τον χειμώνα και με ασαφείς ακόμη τις διαθέσεις του Κρεμλίνου. Εν μέσω όλων αυτών, μείζον θέμα αποτελεί και η απόφαση της ΕΚΤ να επισπεύσει το τέλος των αρνητικών επιτοκίων και να στραφεί σε περιοριστική νομισματική πολιτική. Εχοντας ώς τώρα αποφύγει μια εσπευσμένη αύξηση του κόστους δανεισμού, που θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ αιφνιδίασε προ ημερών. Προχώρησε σε αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, διπλασιάζοντας το άλμα του κόστους δανεισμού. Οι επιπτώσεις της στροφής σε περιοριστική νομισματική πολιτική δεν έχουν φανεί ακόμη. Και όπως χαρακτηριστικά τόνισε το ΔΝΤ, «είναι εύκολο να “παγώσεις” μια οικονομία που έχει υπερθερμανθεί, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να ανακόψεις τον πληθωρισμό όταν η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης».

Η Κίνα των μεγάλων ευκαιριών για τις ξένες εταιρείες έγινε χώρα των ισχνών αγελάδων
Των ΝΤΑΪΣΟΥΚΕ ΒΑΚΑΜΠΑΓΙΑΣΙ και ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΕΝ/THE NEW YORK TIMES

Η επιχείρηση A.H. Beard έχει ιστορία 123 ετών, παρασκευάζει στρώματα πολυτελείας και έχει έδρα την Αυστραλία. Γύρω στο 2010 άρχισε να ενδιαφέρεται για την Κίνα, καθώς με τα 1,4 δισ. καταναλωτών και μια ανερχόμενη μεσαία τάξη που αναζητούσε την πολυτέλεια, φαινόταν κατάλληλη αγορά για ανάπτυξη. Ανοιξε το πρώτο κατάστημά της στην Κίνα το 2013 και πριν από την πανδημία οι πωλήσεις αυξάνονταν πάνω από 30% ετησίως. Σήμερα, όπως και οι περισσότερες ξένες επιχειρήσεις, η A.H. Beard έχει αρχίσει να επανεξετάζει προσεκτικά τη στρατηγική της στη χώρα. Η αυστηρή πολιτική του Πεκίνου έναντι της πανδημίας έχει πλήξει τις επιχειρήσεις. Οι εξαγωγές της A.H. Beard στην Κίνα δεν αυξάνονται πια. Προ ημερών Κινέζοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν ότι η οικονομία σημείωσε τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης που έχει καταγράψει από το πρώτο κύμα της πανδημίας. Η ανεργία είναι σε υψηλά επίπεδα, η αγορά στέγης σε κρίση και οι καταναλωτές ζουν υπό τη συνεχή απειλή των lockdowns αποφεύγοντας τις δαπάνες. Σήμερα η άλλοτε ανθεκτική κινεζική οικονομία δείχνει ασταθής και οι επιχειρήσεις που συνέρρεαν στη χώρα τις εποχές της μεγάλης ανάπτυξης αντιμετωπίζουν μια θλιβερή πραγματικότητα: πενιχρή ανάπτυξη εκεί που κάποτε έβλεπαν μια μεγάλη ευκαιρία.

Μέχρι στιγμής οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν αλλάζουν πορεία, αλλά υπάρχει μια εντεινόμενη αίσθηση επιφυλακτικότητας που δεν υπήρχε πριν από μερικά χρόνια. Οι γεωπολιτικές εντάσεις και ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος έχουν προκαλέσει την επιβολή τιμωρητικών δασμών σε ορισμένες βιομηχανίες. Ο κορωνοϊός έχει ανακόψει τη ροή των προϊόντων ανεβάζοντας τις τιμές σχεδόν στα πάντα και καθυστερώντας τις παραδόσεις επί μήνες. Στην Κίνα η διαχείριση της πανδημίας με τις υπερβολικές καραντίνες και τα lockdowns έχει κρατήσει τους καταναλωτές στα σπίτια τους και μακριά από τα καταστήματα.
Στα 10 χρόνια που μεσολάβησαν από όταν άνοιξε το πρώτο κατάστημα η A.H. Beard, το κόστος της μεταφοράς ενός εμπορευματοκιβωτίου έχει εξαπλασιαστεί. Το κόστος των πρώτων υλών για την κατασκευή ενός στρώματος, του latex και των φυσικών ινών, έχει αυξηθεί σημαντικά. Και παράλληλα συντρέχουν άλλοι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες, όπως η κρίση στην αγορά στέγης που έχει σημασία, καθώς ένα καινούργιο σπίτι συνήθως σημαίνει και καινούργια στρώματα. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν ο υπόλοιπος κόσμος κλυδωνιζόταν, η Κίνα αναδυόταν ως η νέα επιτυχημένη αγορά και οι διεθνείς επιχειρήσεις έσπευδαν να την κατακτήσουν. Οι ευρωπαϊκοί οίκοι ειδών πολυτελείας άνοιξαν λαμπερά καταστήματα στις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες τροφίμων και καταναλωτικών ειδών κατέλαβαν χώρο στα κινεζικά σούπερ μάρκετ. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες απέκτησαν αντιπροσωπείες στη χώρα και οι νοτιοκορεατικές και ιαπωνικές βιομηχανίες μικροεπεξεργαστών προσέγγισαν τις κινεζικές κατασκευαστικές ηλεκτρονικών ειδών. Και οι Κινέζοι καταναλωτές έσπευσαν να ανταμείψουν όλες αυτές τις επενδύσεις ανοίγοντας τα πορτοφόλια τους. Αλλά η πανδημία υπονόμευσε την εμπιστοσύνη και τώρα για πολλά καταστήματα είναι η εποχή των ισχνών αγελάδων. Το 2016, όταν η Κίνα ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη και πιο προσοδοφόρα αγορά, ο Κάσπερ Ρόρστεντ, διευθύνων σύμβουλος της Adidas, τη χαρακτήρισε «αστέρι της εταιρείας» του. Η Adidas προχώρησε σε εκτεταμένες επενδύσεις στην Κίνα και από τα 9.000 καταστήματα που είχε το 2015 σήμερα έχει 12.000. Και μετά έσβησαν τα φώτα και η μουσική σταμάτησε. Είχε προβλέψει πως φέτος οι πωλήσεις στην Κίνα θα αυξάνονταν, αλλά τον Μάιο υποβάθμισε τις προσδοκίες, καθώς τα lockdowns αυξάνονταν και επεκτείνονταν. Σήμερα η εταιρεία εκτιμά πως τα έσοδά της από την Κίνα «θα μειωθούν σημαντικά».

Τα περιθώρια
«Δεν επιδιώκουμε να έχουμε ύφεση», δήλωσε ο διοικητής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, απαντώντας εμμέσως σε όσους προειδοποιούν πως η απότομη στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική θα οδηγήσει τις ΗΠΑ σε ύφεση. Παραδέχθηκε, ωστόσο, πως «έχουν στενέψει και ίσως στενέψουν περισσότερο τα περιθώρια ώστε να αποφευχθεί η ύφεση».

Η απόφαση
Καθιστώντας σαφές ότι στους κόλπους της ΕΚΤ υπερισχύει η ανησυχία για τον πληθωρισμό και όχι για το ενδεχόμενο ύφεσης, η πρόεδρος της τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, τόνισε πως «τα στελέχη εξέτασαν τα υπέρ και τα κατά μιας μικρότερης αύξησης επιτοκίων και καταλήξαμε ότι είναι κατάλληλο ένα μεγαλύτερο βήμα προς την έξοδο από τα αρνητικά επιτόκια».

 

Οι παθογένειες
Αποφεύγοντας να αναφερθεί στη ραγδαία επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κάλεσε τα υψηλόβαθμα στελέχη της ηγεσίας να εστιάσουν τις προσπάθειες «στις ανισορροπίες και στα μειονεκτήματα της ανάπτυξης» και ανέφερε ως παθογένειες τη χαμηλή ποιότητα της ανάπτυξης, το έλλειμμα καινοτομίας και την εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X