Ο αγώνας της Ευρώπης να εξασφαλίσει νέες πηγές ενεργειακής τροφοδοσίας, πέραν των ρωσικών, βρίσκεται πια στην κόψη του ξυραφιού, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά σε ανάλυσή τους οι New York Times, βλέποντας τον ευρωπαϊκό στόχο της μεσομακροπρόθεσμης μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να έχει πλέον δώσει τη θέση του σε βραχυπρόθεσμες προσπάθειες που στόχο έχουν να αποτρέψουν τα χειρότερα μιας μεγάλης ενεργειακής κρίσης τους επόμενους μήνες.
Καθώς η Ρωσία σφίγγει τον κλοιό των πιέσεων περιορίζοντας τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η Γηραιά Ήπειρος από την άλλη πλευρά ψάχνει παντού για ενέργεια στην προσπάθειά της να κρατήσει τις μηχανές των ευρωπαϊκών οικονομικών σε λειτουργία.
«Απόσβεση» ελλείψεων
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής που έκαιγαν άνθρακα μπαίνουν ξανά σε λειτουργία. Παράλληλα, επενδύονται δισεκατομμύρια σε τερματικούς σταθμούς για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από σχιστολιθικά κοιτάσματα στο Τέξας. Την ίδια ώρα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αρχηγοί κρατών πετούν στο Κατάρ, στο Αζερμπαϊτζάν, στη Νορβηγία και στην Αλγερία με αποστολή να συνάψουν νέες ενεργειακές συμφωνίες.
Μέχρι στιγμής, αυτό το «κυνήγι» καυσίμων θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχές, όπως σημειώνει ο Στάνλεϊ Ριντ μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, καθώς ο καιρός περνά, με τις τιμές της ενέργειας από τη μια πλευρά να ανεβαίνουν ολοένα ψηλότερα και τις ρωσικές απειλές από την άλλη να μην παρουσιάζουν διαθέσεις υποχώρησης, τα περιθώρια λάθους στενεύουν.
«Η ανησυχία για αυτόν τον χειμώνα είναι πολύ μεγάλη και δικαιολογημένη», δηλώνει στους New York Times ο Μάικλ Στόπαρντ, διευθυντικό στέλεχος της S&P Global.
Οι ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου που φτάνουν στην Ευρώπη έχουν πια περιοριστεί σε λιγότερο από το 1/3 των ποσοτήτων που εισάγονταν από τη Ρωσία πριν από έναν χρόνο.
Προ ημερών, η Gazprom περιόρισε ακόμη περισσότερο τις μειωμένες ροές στον αγωγό Nord Stream 1 από τη Ρωσία στη Γερμανία, με την ΕΕ από την άλλη πλευρά να «απαντά» προωθώντας σχέδια μείωσης της ζήτησης/κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15% εντός των ευρωπαϊκών συνόρων.
Αυτή η απομάκρυνση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο – μια κίνηση που θεωρούταν σχεδόν αδιανόητη προ ετών – προκαλεί ανησυχίες ωστόσο στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και τα εργοστάσια της Γηραιάς Ηπείρου, αναγκάζοντας έτσι τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, οι προσπάθειες αυτές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχουν σε μεγάλο βαθμό επιτύχει στο να αντισταθμίσουν τις μειώσεις στις ροές από την πλευρά της Ρωσίας. Παρά τις περικοπές της Gazprom, οι προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του 2022 ήταν περίπου ίσες με αυτές της ίδιας περιόδου πέρυσι, σύμφωνα με τον Τζακ Σαρπλς του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης (Oxford Institute for Energy Studies). Αυτό επετεύχθη χάρη στις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, μεγάλο μέρος των οποίων προήλθε από τις ΗΠΑ.
Πλέον, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν επιδοθεί σε μια κούρσα αποθήκευσης όσο το δυνατόν περισσότερου φυσικού αερίου, προκειμένου να έχουν έτσι στη διάθεσή τους ικανά αποθέματα στην περίπτωση που η Ρωσία κλείσει τους αγωγούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποθηκευτικοί χώροι φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν πλέον γεμίσει σε ποσοστό 67% της συνολικής τους χωρητικότητας, ενώ πριν από έναν χρόνο το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 57%. Αυτά τα επίπεδα δίνουν μια κάποια ανάσα στις ευρωπαϊκές χώρες δημιουργώντας παράλληλα και την προσδοκία ότι θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί – έστω στο περίπου – ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για 80% πληρότητα αποθήκευσης πριν από τον χειμώνα.
Αβεβαιότητες και κίνδυνοι
Ωστόσο, οι ανησυχίες όχι μόνο παραμένουν αλλά και εντείνονται. Οι κινήσεις της Ρωσίας που μειώνει τις ήδη μειωμένες ροές θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και ως μια προσπάθεια από την πλευρά της Μόσχας να εκτροχιάσει/υπονομεύσει τις κινήσεις που επιχειρούν οι Ευρωπαίοι προκειμένου να είναι καλυμμένοι από άποψη αποθεμάτων τον ερχόμενο χειμώνα.
Κατά τα λοιπά ωστόσο, τα σχέδια των Ευρωπαίων θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν και από άλλες έκτακτες εξελίξεις: ένας βαρύς χειμώνας… μια καταιγίδα στη Βόρεια Θάλασσα που θα πλήξει την παραγωγή φυσικού αερίου στη Νορβηγία… τυφώνες στον Ατλαντικό που θα καθυστερήσουν στο ταξίδι τους τα πλοία με το LNG… όλα αυτά είναι στοιχεία θα μπορούσαν να προκαλέσουν πρόσθετα προβλήματα και ελλείψεις στην Ευρώπη, όπως σημειώνει ο Στάνλεϊ Ριντ στο άρθρο του.
Ακόμη και ένας ψυχρός χειμώνας στην Ασία, που ήταν για χρόνια η περιοχή με τις μεγαλύτερες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό των ασιατικών κρατών με την Ευρώπη για τις προς πώληση ποσότητες LNG.
Αβεβαιότητες υπάρχουν όμως και σε άλλα μέτωπα. Από τις περίπου 20 τερματικούς σταθμούς LNG που διαθέτει επί του παρόντος η Ευρώπη, κανένας δεν βρίσκεται στη Γερμανία. Το Βερολίνο τρέχει να αποκτήσει έως και τέσσερις τέτοιου τύπου εγκαταστάσεις βάζοντας στην άκρη 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά ακόμη δεν είναι σαφές εάν αυτές θα είναι έτοιμες και συνδεδεμένες στα δίκτυα αρκετά γρήγορα ώστε να μπορούν να συμβάλουν στην κάλυψη αναγκών αυτόν τον χειμώνα.
Και όλα αυτά, ενώ οι ενεργειακές εξελίξεις έχουν ήδη αρχίσει να πλήττουν ευρωπαϊκές γραμμές παραγωγής.
Ήδη κυκλοφορούν ειδήσεις για κλείσιμο εργοστασίων και περικοπές στην παραγωγή. Στη Ρουμανία, ο Όμιλος ALRO (ALRO Group) ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σταματά την παραγωγή σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αλουμινίου και απολύει 500 άτομα, επικαλούμενος ως αιτία το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι πάροχοι ενέργειας δεν έχουν ακόμη μετακυλίσει πλήρως αυτό το κόστος στους πελάτες τους, πράγμα που σημαίνει ότι τα… χειρότερα ακόμη δεν έχουν έρθει για εκατομμύρια καταναλωτές.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να δούμε μια έκρηξη των τιμών της ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις βιομηχανίες αυτόν το χειμώνα…», προειδοποιεί από την πλευρά του ο Χένινγκ Γκλόισταϊν του Eurasia Group.
Πηγή: New York Times