Kathimerini.gr
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιμένει ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών της στόχων, στην πραγματικότητα όμως η ΕΚΤ ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στο ενιαίο νόμισμα, τόσο μέσω της νομισματικής πολιτική όσο και μέσω των φραστικών παρεμβάσεων.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έρευνα της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας(Bundesbank), καταδεικνύοντας ότι η επιρροή της ΕΚΤ στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είναι μεγάλη και έχει αυξηθεί από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η άνοδος του ευρώ σε υψηλά διετίας, στο 1,20 έναντι του δολαρίου, αποτελεί ακόμη έναν «πονοκέφαλο» για την ΕΚΤ στις προσπάθειες στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όμως η ΕΚΤ είναι σε δύσκολη θέση, προσπαθώντας έμμεσα να συγκρατήσει την άνοδο του ευρώ, αποφεύγοντας παράλληλα την εντύπωση παρέμβασης στις αγορές συναλλάγματος και έναρξης ενός συναλλαγματικού πολέμου. Κατά καιρούς ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, έχει εξαπολύσει μύδρους εναντίον των βασικών εμπορικών εταίρων της Αμερικής για χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Οι μελέτες της Bundesbank δείχνουν ότι η επιρροή της ΕΚΤ στη συναλλαγματική ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος είναι μεγάλη και μάλιστα έχει αυξηθεί από την εποχή της πιστωτικής κρίσης, όπως και η μεταβλητότητα τις ημέρες που ανακοινώνει τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.
Σε μία από τις μελέτες της Bundesbank διαπιστώνεται ότι ο αντίκτυπος της ΕΚΤ είναι μεγαλύτερος όταν τα μέτρα νομισματικής πολιτικής πιέζουν προς τα κάτω τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, με εκτίμηση για αποδυνάμωση 0,70% του ευρώ έναντι του δολαρίου, ιαπωνικού γιέν και της βρετανικής στερλίνας όταν υποχωρούν οι αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων κατά δέκα μονάδες βάσης.
«Αυτό δείχνει ότι πιθανές επιπτώσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επικοινωνία της νομισματικής πολιτικής», αναφέρει η Bundesbank.
FED, ΕΚΤ και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες υιοθετούν επιθετικά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, μέσω των οποίων αποδυναμώνουν τα εθνικά νομίσματα και επιχειρούν να προσφέρουν στήριγμα στις οικονομίες που λυγίζουν υπό το βάρος της πανδημίας του κορωνοϊού.