Kathimerini.gr
Δεν ήταν όπως το φοβερό 2020 που βρήκε την παγκόσμια οικονομία και την ανθρωπότητα απροετοίμαστη για τη λαίλαπα της πανδημίας. Ηταν, ωστόσο, μια χρονιά ίσως πολύ πιο πλούσια σε απρόσμενες εξελίξεις, παρεπόμενα και πάλι της πανδημίας, αλλά ικανές να μεταβάλουν το τοπίο της οικονομίας αν όχι σε μόνιμη βάση τουλάχιστον για έναν χρονικό ορίζοντα ετών.
Η πρωτοφανής συμφόρηση στην εφοδιαστική αλυσίδα έφερε στο φως τα κενά της παγκοσμιοποίησης και ανέδειξε τις ρωγμές σε ένα σύστημα εξάρτησης των ανεπτυγμένων οικονομιών από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας. Προκάλεσε προπαντός μια άνευ προηγουμένου έλλειψη επεξεργαστών που γονάτισε τις βιομηχανίες ανά τον κόσμο και εξώθησε τις κυβερνήσεις σε Ευρώπη, Αμερική αλλά και Κίνα να αρχίσουν να μεθοδεύουν την αυτάρκειά τους στα αναγκαία αυτά εξαρτήματα. Σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις και το αυξημένο κόστος των μεταφορών, φαίνεται ήδη να οδηγεί σε επαναπατρισμό μέρους τουλάχιστον της παραγωγής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ή σε περιοχές πολύ πλησιέστερα στο έδαφός τους.
Παράλληλα όμως η επανεμφάνιση του πληθωρισμού επαναφέρει την αγωνία για έναν φαύλο κύκλο ανόδου των τιμών ανάλογο εκείνου της δεκαετίας του 1970, ενώ φέρνει ενώπιον διλημμάτων τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες που καλούνται να αναχαιτίσουν τον καλπασμό των τιμών ενώ δεν έχει εκλείψει η ανάγκη για στήριξη των οικονομιών τους. Αναμφίβολα, όμως, η μεγαλύτερη και πλέον καθοριστική κρίση της χρονιάς που λήγει, εκείνη που φαίνεται να επιφέρει μακροπρόθεσμες συνέπειες, ήταν η ενεργειακή κρίση.
Φέρνοντας βιομηχανίες, λαούς και κυβερνήσεις ενώπιον του φάσματος ενός παγωμένου χειμώνα χωρίς επάρκεια ενεργειακών πόρων, η κρίση που στην Ευρώπη αποσοβήθηκε τις τελευταίες ημέρες του 2021 τείνει να εξωθήσει τους ιθύνοντες σε έναν προβληματισμό για τα ενεργειακά τους σχέδια, συμπεριλαμβανομένης και της στροφής στην πράσινη οικονομία.
Η Νέα Τάση: Η «μεγάλη παραίτηση» χιλιάδων εργαζομένων
Ισως η πλέον απρόβλεπτη εξέλιξη που χαρακτήρισε το 2021 και επέφερε δραματικές μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία ήταν η απόφαση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να εγκαταλείψουν τις θέσεις εργασίας τους. Συνεπεία της πανδημίας, άνθρωποι κυρίως απασχολούμενοι σε βαριές εργασίες –οδηγοί βαρέων φορτηγών, λιμενεργάτες, υπάλληλοι εστιατορίων και σούπερ μάρκετ, έως και εργαζόμενοι στην καθαριότητα– αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις εργασίας τους προσπαθώντας να αποφύγουν τη μόλυνσή τους από τον κορωνοϊό.
Η τάση συνδυάστηκε, όμως, με την αποχώρηση χιλιάδων μεταναστών από τη Βρετανία, που πριν από ακριβώς έναν χρόνο εγκατέλειπε και τυπικά την Ε.Ε. καθιστώντας παράτυπη και προβληματική την παραμονή Ευρωπαίων εργαζομένων στη χώρα. Εγινε σύντομα αισθητή η έλλειψη τουλάχιστον 25.000 οδηγών φορτηγών στη Βρετανία, που σε συνδυασμό με την επαναφορά των ελέγχων στα τελωνεία προκάλεσε από τις αρχές του έτους πρωτοφανές έμφραγμα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Ακολούθησαν, όμως, τον ίδιο δρόμο ακόμη και υπάλληλοι ιδιωτικών επιχειρήσεων που είδαν την πανδημία και τα lockdowns ως ευκαιρία για να επαναξιολογήσουν τις προτεραιότητές τους και τη δουλειά τους και να αναζητήσουν καλύτερη απασχόληση, ιδιαιτέρως όταν δεν ήσαν ικανοποιημένοι από τις αποδοχές τους. Το φαινόμενο πήρε διαστάσεις στις ΗΠΑ όπου και χαρακτηρίστηκε «μεγάλη παραίτηση», οδήγησε σε απίστευτες ελλείψεις σε προσωπικό σε όλων των ειδών τις επιχειρήσεις και στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων.
Οι περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις προσφέρουν αυξήσεις μισθών και μπόνους κατά την πρόσληψη, ενώ σχεδιάζουν αυξήσεις για το επόμενο έτος. Οι τελευταίες έρευνες του Conference Board φέρουν το 39% των στελεχών αμερικανικών επιχειρήσεων να αποταμιεύουν κεφάλαια για να τα διαθέσουν για αυξήσεις μισθών. Την ίδια στιγμή πολλές από τις πλούσιες χώρες που ηγούνται της ανάκαμψης έχουν αποδυθεί σε κούρσα ταχύτατης έκδοσης βίζας, ζητώντας κατεπειγόντως μετανάστες.
Ο Πονοκέφαλος: Η εκτόξευση του πληθωρισμού και η μάχη των επιτοκίων
Το φάσμα του πληθωρισμού που είχε ξεχαστεί εδώ και χρόνια επέστρεψε δυναμικά το 2021 ως συνεπακόλουθο των ελλείψεων και της πυρετώδους ζήτησης από όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Καλλιέργησε φόβους για επαναφορά των μεγάλων οικονομιών στον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και στον φαύλο κύκλο στον οποίο οι αυξήσεις των μισθών θα επανατροφοδοτούν την άνοδο των τιμών.
Με την Ευρωζώνη να καταγράφει εκτόξευση του δείκτη στο 4,9% τον Νοέμβριο και τις ίδιες ημέρες ο δείκτης στις ΗΠΑ να επιταχύνεται στο απίστευτο ποσοστό του 6,8%, σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό που έχει παρουσιαστεί στην αμερικανική οικονομία από το 1982, η άλλοτε ξεχασμένη παθογένεια της οικονομίας αναδείχθηκε στον χειρότερο πονοκέφαλο των κεντρικών τραπεζών.
Αφού πρώτα επέμειναν συντονισμένα πως πρόκειται για παροδική εξέλιξη, οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν σταδιακά να προβληματίζονται για την ακρίβεια των εκτιμήσεών τους. Τις τελευταίες εβδομάδες παρουσιάστηκαν σημαντικές αποκλίσεις στη θέση τους, με την αμερικανική Federral Reserve να ανακοινώνει μέσα στον Δεκέμβριο ότι επισπεύδει τη λήξη του προγράμματος αγορών ομολόγων μέσα στους πρώτους μήνες του νέου έτους, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τις πρώτες αυξήσεις των επιτοκίων του δολαρίου, ενδεχομένως τρεις αυξήσεις, μέσα στο 2022.
Με την Τράπεζα της Αγγλίας να ακολουθεί περίπου στον ίδιο δρόμο, διαφοροποιείται έντονα έως τώρα τουλάχιστον η ΕΚΤ που παραμένει συγκριτικά αισιόδοξη και θεωρεί ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα διατηρηθεί μεν στο 3,2% το επόμενο έτος, αλλά θα υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω του στόχου του 2% τον μεθεπόμενο χρόνο.
Λόγω Πανδημίας: Η παγκόσμια ενεργειακή κρίση και η στάση της Μόσχας
Συνεπακόλουθο και πάλι της πανδημίας ήταν η ενεργειακή κρίση που έπληξε καίρια την Ευρώπη αλλά και μεγάλο μέρος του πλανήτη τους τελευταίους μήνες. Ηταν απότοκος μιας ραγδαίας μείωσης της παραγωγής ενέργειας στην αρχή της πανδημίας και στο πρώτο lockdown, και της αναπόφευκτης εκτόξευσης της ζήτησης όταν άρχισε να ανακάμπτει η παγκόσμια οικονομία και τα εργοστάσια να δουλεύουν με πυρετώδεις ρυθμούς.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρώπη, την οδήγησε σε κορύφωση η στάση της Ρωσίας, η οποία ενώ πλησίαζε ο χειμώνας άρχισε να μειώνει τις ροές φυσικού αερίου προς τη Γηραιά Ηπειρο εν μέρει και για να εκβιάσει μια εσπευσμένη πιστοποίηση και έγκριση του αγωγού Nord Stream 2. Ακολούθησε διελκυστίνδα ανάμεσα στη Μόσχα και τις Βρυξέλλες και οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύθηκαν στα ύψη προκαλώντας ρίγη ανησυχίας στην Ευρώπη και ειδικότερα στις βόρειες χώρες που έβλεπαν τον παγωμένο χειμώνα να καταφθάνει.
Παράλληλα, η αυξημένη ζήτηση από τις χώρες της Ασίας για αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μείωνε περαιτέρω την προσφορά προς την Ευρώπη, αλλά ήταν ακριβώς η αύξηση της προσφοράς του αμερικανικού LNG που οδήγησε σε συνεχή αποκλιμάκωση των τιμών στην Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες του έτους.
Παγκοσμιοποίηση: Πρωτοφανές έμφραγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα
Μια πρωτοφανής εξέλιξη που σημάδεψε το 2021 και τείνει να ανατρέψει εν μέρει τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης, ενδεχομένως και να επαναπατρίσει μέρος της παραγωγής από τον αναπτυσσόμενο στον πρώτο κόσμο, στις χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Οι ελλείψεις ναυτικών και λιμενεργατών, οδηγών φορτηγών και κάθε είδους προσωπικού, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα ανά τον κόσμο οδήγησαν σε μείωση των διαθέσιμων πλοίων για μεταφορά εμπορευμάτων, προκαλώντας συμφόρηση σε λιμάνια, τελωνεία και σταθμούς.
Ακολούθησαν καθυστερήσεις στη μεταφορά εμπορευμάτων που έπληξαν τις βιομηχανίες ανά τον κόσμο και τις ανάγκασαν να μειώσουν ή να αναβάλουν την παραγωγή τους. Αυτοκινητοβιομηχανίες από τη Γερμανία έως την Ιαπωνία ανακοίνωσαν επανειλημμένως θεαματική μείωση της παραγωγής και διαφυγόντα κέρδη, σε μια στιγμή που η οικονομία ανέκαμπτε και η ζήτηση αυξανόταν παγκοσμίως.
Από τη Σιγκαπούρη μέχρι τον Πειραιά η συμφόρηση και ο συνωστισμός των πλοίων στα λιμάνια κλιμακωνόταν διαρκώς. Διαψεύδοντας τις ελπίδες για σταδιακή αποκλιμάκωση της συμφόρησης, ακόμη και τις τελευταίες εβδομάδες ο αριθμός των πλοίων που παρέμεναν σταθμευμένα στον σταθμό κοντέινερ του Πειραιά ήταν τα περισσότερα που είχαν καταγραφεί την περίοδο από τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβριο.
Την ίδια στιγμή, 79 πλοία έκαναν ουρά έξω από το λιμάνι του Λος Αντζελες και άλλα 53 περίμεναν έξω από τον σταθμό κοντέινερ της Σιγκαπούρης. Στα σούπερ μάρκετ αναπτυγμένων οικονομιών εμφανίστηκαν πρωτοφανείς ελλείψεις, η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, η Moller Maersk, αναγκάστηκε να αγοράσει δύο αεροσκάφη της Boeing για να μεταφέρει εμπορεύματα, ενώ στις σαφώς πιο δαπανηρές αερομεταφορές στράφηκαν και μεγάλες αλυσίδες λιανικής.
Τουρκία: Η κατρακύλα της λίρας και τα «κόλπα» Ερντογάν
Παρά το μέγεθός της και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η οικονομία της Τουρκίας παρέμεινε για όλη τη χρονιά στη δίνη της νομισματικής κρίσης που την κλονίζει τα τελευταία χρόνια, προϊόν κυρίως της αλλοπρόσαλλης πολιτικής του Τούρκου προέδρου. Μια ακόμη αποπομπή ενός κεντρικού τραπεζίτη που έχαιρε της εμπιστοσύνης της αγοράς, η αντικατάστασή του από έναν υπάκουο οπαδό του Ταγίπ Ερντογάν και ένας καταιγισμός μειώσεων των επιτοκίων κατά συνολικά 400 μονάδες βάσης μέσα στους τελευταίους τέσσερις μήνες, οδήγησαν και πάλι το τουρκικό νόμισμα σε ιλιγγιώδη πτώση.
Με τον πληθωρισμό της χώρας να υπερβαίνει το 21% και το νόμισμα να διολισθαίνει ασταμάτητα, ο τουρκικός λαός βρέθηκε σε δεινή θέση, με χαμηλότερα εισοδήματα, και με τους ψηφοφόρους του Ερντογάν να μην μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες. Το δολάριο έφτασε προ ημερών να αντιστοιχεί σε περισσότερες από 18 τουρκικές λίρες, ενώ πριν από δεκαετία ισοδυναμούσε με μόλις 1,8 τουρκική λίρα.
Προκειμένου να μην υπαναχωρήσει από τις εμμονές του και να πείσει τους πολίτες, ο Τούρκος πρόεδρος κατέφυγε για μια ακόμη φορά στα προσφιλή του τεχνάσματα υποσχόμενος πως η κεντρική τράπεζα θα αναπληρώνει εφεξής όποιο τμήμα των καταθέσεων χάνεται εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος. Επέτυχε, προσωρινά τουλάχιστον, την ανάκαμψη του νομίσματος, αλλά επικρίνεται ότι επιδοτεί τους πλουσίους που διατηρούν καταθέσεις με τα χρήματα των φορολογουμένων.
Κίνα: Επιβράδυνση ανάπτυξης και κρίση στην αγορά στέγης
Αν και ήταν η μοναδική από τις μεγάλες οικονομίες που δεν συρρικνώθηκε το φοβερό πρώτο έτος της πανδημίας, όταν όλες οι υπόλοιπες βυθίζονταν στην ύφεση, η οικονομία της Κίνας αντιμετώπισε μια εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία το 2021.
Η ενεργειακή κρίση οδήγησε την πιο ενεργοβόρο οικονομία του πλανήτη σε μεγάλες ελλείψεις ενέργειας και υπαγόρευσε αναστολή της λειτουργίας εργοστασίων της, μειώνοντας δραστικά τη βιομηχανική παραγωγή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις βύθισε ολόκληρες περιοχές στο σκοτάδι. Αναπόφευκτο συνεπακόλουθο, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης. Η επιβράδυνση συνδυάστηκε όμως με μια αιφνιδιαστική κρίση στην αγορά στέγης, όταν ο στεγαστικός κολοσσός Evergrande βρέθηκε στα πρόθυρα πτώχευσης και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα ντόμινο από πτωχεύσεις στον κλάδο.
Ετσι, η κεντρική τράπεζα της χώρας αποτελεί μια ακόμη εξαίρεση στη γενικότερη τάση για στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική, καθώς τις τελευταίες ημέρες πριν από την εκπνοή του έτους αύξησε τη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στη συνέχεια η ηγεσία της χώρας υποσχέθηκε πως το 2022 θα παραχωρήσει νέες φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις για να τις ενθαρρύνει να αυξήσουν τις επενδύσεις τους.
Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει για το νέο έτος να προχωρήσει σε σειρά μέτρων τόσο νομισματικής όσο και δημοσιονομικής πολιτικής που θα τονώσουν και θα σταθεροποιήσουν την ανάπτυξη.