Kathimerini.gr
Σε τροχιά σύγκρουσης με τον νέο πρόεδρο της υπερδύναμης βρίσκεται η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, καθώς χθες, στην πρώτη συνεδρίασή της από την αρχή της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η Federal Reserve διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια του δολαρίου κωφεύοντας στις πιέσεις του νέου προέδρου, που ζητάει γενναία μείωση του κόστος δανεισμού. Εχει από τον Δεκέμβριο προϊδεάσει την αγορά ότι το 2025 θα περιορίσει τις μειώσεις των επιτοκίων σε μόνο μισή εκατοστιαία μονάδα καθώς τώρα βλέπει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες για νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού.
Οπως επισημαίνουν αναλυτές, ο διοικητής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, είναι αναγκασμένος να αντισταθεί στις πιέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ, προκειμένου να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αποφύγει νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού. Δεδομένου, άλλωστε, ότι η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να παρουσιάζει υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ διατήρησε τα επιτόκια στη διακύμανση από 4,25% έως 4,5%, ενώ σε σχετική ανακοίνωσή της τόνισε πως η αμερικανική αγορά εργασίας παραμένει «συμπαγής» και η ανεργία «έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα».
Οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά, ώστε έχουν επιτρέψει στον Πάουελ να μειώσει τα επιτόκια κατά μία εκατοστιαία μονάδα σε τρεις συνεδριάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας από τον περασμένο Σεπτέμβριο και μετά. Ωστόσο, ο πληθωρισμός της υπερδύναμης παραμένει σε επίπεδα πάνω από τον στόχο του 2% και υποχρεώνει τη Fed να διακόψει προς το παρόν την πορεία προς τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσπαθεί να βρει τη σωστή ισορροπία και να ανακόψει τον πληθωρισμό χωρίς όμως να πληγούν η αμερικανική αγορά εργασίας και η απασχόληση. Στη διάρκεια του καλοκαιριού επικράτησε ανησυχία για το ενδεχόμενο να μειωθούν δραματικά οι νέες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, αλλά κατά τους τελευταίους μήνες προέκυψε πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους, ενώ την ίδια στιγμή είναι πολύ περιορισμένες οι απολύσεις.
Η πρόκληση για τη Fed είναι, όμως, ότι στο μεταξύ επιχειρεί να επιβάλει την πολιτική του ατζέντα από την πρώτη κιόλας ημέρα της δεύτερης θητείας του ο Ντόναλντ Τραμπ, γι’ αυτό και άρχισε να ασκεί πιέσεις την περασμένη εβδομάδα ζητώντας να μειωθούν πολύ τα επιτόκια και δηλώνοντας ότι «γνωρίζει τα επιτόκια πολύ καλύτερα από όσο τα γνωρίζουν αυτοί», αναφερόμενος στα στελέχη της Fed. Στο τέλος, προσέθεσε μάλιστα ότι σίγουρα τα γνωρίζει «πολύ καλύτερα από εκείνον που βρίσκεται επικεφαλής στη λήψη αποφάσεων», αναφερόμενος εμφανώς προσβλητικά στον Τζερόμ Πάουελ. Από την πλευρά τους, τα στελέχη της Fed δείχνουν να ανησυχούν ιδιαιτέρως για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν οι δασμοί στην αμερικανική οικονομία.
Οι επίμονες πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ έχουν προκαλέσει την αντίδραση οικονομολόγων και πολιτικών, οι οποίοι προειδοποιούν για την ενδεχόμενη κακή έκβαση μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην κεντρική τράπεζα και στον πρόεδρο. Ο Λόρενς Σάμερς, που διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μπιλ Κλίντον, υπογράμμισε πως «τέτοιου είδους παρεμβάσεις από πλευράς της κυβέρνησης μπορεί να αποβούν επιζήμιες» και συμπλήρωσε ότι «η Fed δεν πρόκειται να υπακούσει». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Κλόντια Σαμ, επικεφαλής των οικονομολόγων της New Century Advisors και πρώην στέλεχος της Fed, που προειδοποίησε πως «όταν οι πρόεδροι αρχίζουν να αναμειγνύονται στις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική, το πράγμα μπορεί να πάει άσχημα». Σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου οι κεντρικές τράπεζες έχουν τον απόλυτο έλεγχο της νομισματικής πολιτικής από τις δεκαετίες 1970 και 1980, όταν ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε και ήταν πολύ δύσκολο να ανακοπεί η άνοδός του εν μέσω πολιτικών παρεμβάσεων. Ως εκ τούτου, οι παρεμβάσεις στο έργο των κεντρικών τραπεζών είναι σπάνιες στην εποχή μας εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.