Kathimerini.com.cy
Την ολοκλήρωση των συναλλαγών αλλά και το αποτέλεσμα της υποχρεωτικής δημόσιας προσφοράς που θα υποβάλει η Eurobank για απόκτηση των μετοχών της Ελληνικής Τράπεζας, αναμένει ο οίκος αξιολόγησης Fitch, προκειμένου να εκτιμήσει τον πλήρη αντίκτυπο των συναλλαγών, εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης θα είναι ομαλή, παρά τους όποιους κινδύνους που υπάρχουν σε τέτοια μεγάλη εξαγορά.
Με δύο ανακοινώσεις την περασμένη βδομάδα η Eurobank ανακοίνωσε ότι προχώρησε σε συμφωνίες αγοραπωλησίας μετοχών με την αμερικανική Pimco για απόκτηση του μεριδίου 17,3% στο μετοχικό κεφάλαιο της Ελληνικής έναντι €167,9 εκατ. καθώς και για απόκτηση μεριδίου 1,6% από την Senvest Management LLC έναντι €15,5 εκατ., συναλλαγές που μετά τις εποπτικές εγκρίσεις θα αυξήσουν τη συμμετοχή της Eurobank στο μετοχικό κεφάλαιο της Ελληνικής από το 29,2% στο 48,1%. Παράλληλα η Eurobank είχε ανακοινώσει ότι βάσει της κυπριακής νομοθεσίας, η τράπεζα μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής θα προβεί σε δημόσια πρόταση για όλες τις μετοχές της Ελληνικής Τράπεζας.
«Ο πλήρης αντίκτυπος της προγραμματισμένης εξαγοράς και για τις δύο τράπεζες δεν θα είναι ξεκάθαρος μέχρι την ολοκλήρωση των συναλλαγών και την συνακόλουθη ολοκλήρωση της υποχρεωτικής (δημόσιας) προσφοράς», αναφέρει ο οίκος σε δελτίο που εξέδωσε την περασμένη Παρασκευή.
Ο οίκος σημειώνει ότι η ανακοίνωση της Eurobank για περαιτέρω αύξηση της συμμετοχής της στην Ελληνική, συνάδει με την εκφρασθείσα πρόθεση για απόκτηση και έλεγχο της κυπριακής τράπεζας, βάσει της στρατηγικής για εδραίωση της παρουσίας της σε βασικές αγορές του εξωτερικού, όπως την Κύπρο. «Βλέπουμε μεγάλη πιθανότητα η Eurobank να αποκτήσει πλειοψηφικό έλεγχο στην Ελληνική Τράπεζα μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής προσφοράς», συμπληρώνει ο Fitch.
«Το τελικό μερίδιο της Eurobank, καθώς και ο κεφαλαιακός αντίκτυπος της εξαγοράς, είναι ακόμη άγνωστα. Το τελευταίο θα είναι αποτέλεσμα του αριθμού των μετοχών που θα αποκτηθούν τελικά, την τιμή που θα καταβληθεί και την αρνητική υπεραξία που είναι πιθανόν να προκύψει από την εξαγορά», σημειώνει ο οίκος.
Σύμφωνα με τον οίκο, η Ελληνική Τράπεζα με περιουσιακά στοιχεία €20,2 δισ στο τέλος Μαρτίου αντιστοιχεί στο 20% των συνδυασμένων συνολικών περιουσιακών στοιχείων της Eurobank, περίπου €100 δισ.
«Αν ολοκληρωθεί, η εξαγορά θα βελτιώσει το επιχειρηματικό μοντέλο της Eurobank, αυξάνοντας την γεωγραφική διαφοροποίηση και θα έχει ως αποτέλεσμα ένα καλύτερο ισοζύγιο μεταξύ λιανικών και εταιρικών τραπεζικών δραστηριοτήτων», σημειώνει ο Fitch.
Σύμφωνα με τον οίκο, η Εurobank διαθέτει δείκτη κόκκινων δανείων 5,9% (εξαιρουμένων των δανείων που βρίσκονται σε τιτλοποίηση), ενώ ο αντίστοιχος δείκτης της Ελληνικής είναι στο 3,4% (εξαιρουμένων των δανείων που καλύπτονται από το Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων).
Ωστόσο, προσθέτει ο Fitch, από μόνος του, ο μειωμένος δείκτης ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της απόκτησης είναι απίθανο να είναι αρκετά σημαντικός για να διαφοροποιήσει την εκτίμησή του για την ενοποιημένη ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού.
Τονίζει δε ότι «αναμένουμε η δυνητική ενσωμάτωση να είναι ομαλή, παρά τους κινδύνους εκτέλεσης που εγκυμονούν σε μια μεγάλη εξαγορά, δεδομένου του συμπληρωματικού χαρακτήρα των επιχειρηματικών και πιστωτικών προφίλ των δύο τραπεζών και την ήδη καλή γνώση της Eurobank για την κυπριακή αγορά».
Τέλος, κρίνοντας από το τίμημα της εξαγοράς που η Eurobank κατέβαλε στην PImco και την Senvest (€2,35 ανά μετοχή), o Fitch εκτιμά ότι η εξαγορά όλου του μετοχικού κεφαλαίου της Ελληνικής θα στοιχίσει στην Eurobank περίπου €700 εκατ., που αντιστοιχεί στο 10% του κεφαλαιακού δείκτη Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) στο τέλος Ιουνίου ή του 50% της ετησιοποιημένης κερδοφορίας της το πρώτο μισό του 2023 «που πιστεύουμε ότι είναι διαχειρίσιμα».