Kathimerini.gr
Χρύσα Λιάγγου
Μέτρα άµεσης παρέμβασης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σπεύδει να λάβει η Ε.Ε. για να προλάβει τα χειρότερα, καθώς η ενεργειακή κρίση απειλεί με αποσταθεροποίηση τα πλέον ισχυρά οικονομικά οχυρά της Ευρώπης και αφήνει «γυμνό τον βασιλιά» της ευρωπαϊκής οικονομίας, την υψηλά εξαρτώμενη από το ρωσικό φυσικό αέριο Γερμανία.
Οι ηχηρά και απαξιωτικά πολλές φορές αντιδρώντες στις προτάσεις της Ελλάδας και άλλων χωρών του Νότου για επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου και αποσύνδεση αυτών με τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, πρωτοστατούν σήμερα για να ληφθούν άμεσες παρεμβάσεις σε αυτή την κατεύθυνση, αίτημα που με καθυστέρηση τουλάχιστον επτά μηνών φαίνεται να υιοθετεί και η Ε.Ε.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν γνωστοποίησε προχθές την πρόθεση της Ε.Ε. για «επείγουσα παρέμβαση και διαρθρωτική μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», ενώ χθες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ενημέρωσε με γραπτό μήνυμα τους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι το Βερολίνο πιθανόν να εξετάσει την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου στις 9 Σεπτεμβρίου, που θα πραγματοποιηθεί η έκτακτη σύνοδος των υπουργών Ενέργειας.
Αξιολογούνται οι επιπτώσεις από μια σκληρή αντίδραση της Μόσχας, όπως η πλήρης διακοπή των ροών αερίου.
Ολοι πλέον μιλούν για την ανάγκη μιας ευρωπαϊκής λύσης, αίτημα που η Ελλάδα διατύπωσε διά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από τον περασμένο Οκτώβριο, με τα σενάρια της επιβολής πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου και της αποσύνδεσης τιμών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας να βρίσκονται στο επίκεντρο και τα αρμόδια επιτελεία της Ε.Ε. και των κρατών-μελών να σταθμίζουν τα υπέρ και τα κατά. Ζητούμενο, το πλέον αποτελεσματικό μέτρο που θα επαναφέρει την αγορά φυσικού αερίου σε κάποια ισορροπία και θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση τις τιμές, διορθώνοντας και τις επιπτώσεις στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο βέβαια για να επιτευχθεί προϋποθέτει τη συναίνεση των χωρών-μελών.
Στην περίπλοκη αυτή άσκηση η Ευρώπη ξεκινάει με τη βεβαιότητα ότι οποιοδήποτε μέτρο και να πάρει θα προκαλέσει και την άμεση αντίδραση της Ρωσίας. Εχει προεξοφλήσει επίσης ότι άσχετα με τη στάση που θα κρατήσει η Ε.Ε., η Ρωσία θα συνεχίσει να μειώνει τις ροές αερίου, επικαλούμενη κάθε φορά κάποιον λόγο, σε συνέχιση μιας πολιτικής περικοπών που ξεκίνησε με την απειλή της πληρωμής σε ρούβλια, συνεχίστηκε με τον αγωγό Nord Stream 1 που θα επαναλειτουργήσει τελικά στις 3 αντί στις 2 Σεπτεμβρίου και με τις περιορισμένες παραδόσεις αερίου στη γαλλική Engie.
Οι επιπτώσεις κεντρικά και ανά χώρα από μια σκληρή αντίδραση της Ρωσίας, όπως πλήρη διακοπή των ροών αερίου, αξιολογούνται ενόψει της συνόδου των υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. στις 9 Σεπτεμβρίου, είναι κυρίαρχη ωστόσο η αντίληψη ότι η Ευρώπη πρέπει να αντιδράσει και μάλιστα χωρίς ιδεοληψίες και ταμπού ως προς τις αναγκαίες παρεμβάσεις στις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. «Εχουμε φτάσει σε ένα σημείο που δεν διαφαίνεται βελτίωση και για αυτό βλέπουμε και μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες να ζητάνε δομικές αλλαγές στην αγορά. Εξάλλου δεν πάμε να πειράξουμε το βέλτιστο ή το πολύ καλό. Πάμε να παρέμβουμε στο εξωπραγματικό, που είναι οι τιμές που βλέπουμε των τελευταίων εβδομάδων» αναφέρει στην «Κ» παράγοντας με γνώση των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με τον ίδιο, ούτε το σύστημα TTF που αναπτύχθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια ούτε το target model θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν να είναι Βίβλος.
Τα σενάρια
Γύρω από την επιβολή πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου διαμορφώθηκαν δύο βασικές ομάδες στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Η μία που υποστήριξε την επιβολή δασμού στις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου με στόχο να πλήξει τα έσοδα της Ρωσίας, η οποία όμως δεν προχώρησε διότι θα παραβίαζε τις συμβάσεις με την Gazprom χωρίς να είναι απαραίτητο ότι θα περιόριζε τις τιμές.
Η δεύτερη, η οποία επανέρχεται προς συζήτηση, είναι η επιβολή πλαφόν στο TTF της Ολλανδίας. Κάποιες χώρες ανησυχούν για τις παρενέργειες που μπορεί να προκαλέσει και θα πρέπει να πειστούν, ενώ κάποιες άλλες τάσσονται εκ προοιμίου κατά οποιασδήποτε παρέμβασης στην αγορά.
Ακόμη όμως και οι χώρες που υποστηρίζουν την επιβολή πλαφόν, αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν μικρότερα και μεγαλύτερα εμπόδια και παρενέργειες στην εφαρμογή του, που θα πρέπει να μελετηθούν και να αξιολογηθούν. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο παρέμβασης, δεδομένου ότι το TTF είναι μια ιδιωτική εταιρεία. Τις δυνατότητες παρέμβασης εξετάζουν οι σύμβουλοι των κυβερνήσεων και της Ε.Ε.
Η μεγαλύτερη ανησυχία ωστόσο εστιάζεται στο πώς θα αντιδράσει η αγορά και στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο να προκύψουν προβλήματα επάρκειας. «Εάν βάλουμε ένα πλαφόν στα 200 ευρώ/MWh και ο πωλητής LNG μπορεί να το πουλήσει αλλού ακριβότερα, γιατί να το φέρει στην Ευρώπη;», είναι το ερώτημα που απασχολεί, όπως μεταφέρεται στην «Κ» από αρμόδιους παράγοντες, επισημαίνοντας τους κινδύνους επάρκειας που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή του μέτρου.
Ενα τέτοιο μέτρο, σύμφωνα με άλλους παράγοντες γνώστες της λειτουργίας της αγοράς, μπορεί να εκληφθεί από τη Ρωσία ως παραβίαση των συμβολαίων με τους Ευρωπαίους πελάτες της Gazprom τα οποία τιμολογούν βάσει του TTF και να οδηγούσε σε πλήρη παύση των ροών ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που εκτός των προβλημάτων επάρκειας θα προκαλούσε και νέα εκτόξευση τιμών. Ενα από τα ζητήματα που επίσης θα πρέπει να απαντηθούν είναι σε τι τιμή θα μπει το πλαφόν, για πόσο διάστημα και σε ποια βάση θα επαναπροσδιορίζεται.
Το μοντέλο της Ιβηρικής Χερσονήσου και η πρόταση της Ελλάδας
Μεγαλύτερη αποδοχή φαίνεται να συναντάει η πρόταση επιβολής πλαφόν στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή, κατά το μοντέλο που έχει εφαρμοστεί στις χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου. Αυτή φαίνεται να είναι και η εισήγηση του Βερολίνου στη σύνοδο της 9ης Σεπτεμβρίου, παρότι αντιστάθηκε σθεναρά το προηγούμενο διάστημα. Αν και το ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στη Γερμανία περιορίζεται στο 19%-20%, η υποχώρηση το καλοκαίρι της στάθμης των ποταμών και οι δυσκολίες στη μεταφορά φορτίων άνθρακα για τη λειτουργία των ανθρακικών μονάδων ανέβασε σημαντικά τη χρήση του φυσικού αερίου, που καθορίζει και την τιμή του συστήματος, εκτοξεύοντας στα ύψη τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά και σε ιστορικά επίπεδα (πάνω από τα 1.000 ευρώ/MWh) τα προθεσμιακά συμβόλαια. Το βασικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί για την εφαρμογή πανευρωπαϊκά του ιβηρικού μοντέλου είναι η χρηματοδότησή του. Η κάλυψη δηλαδή της διαφοράς της τιμής που θα τεθεί ως ταβάνι για το φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή και της τιμής εισαγωγής. Το ποσό αυτό που θα αυξάνεται όσο ανεβαίνουν οι χρηματιστηριακές τιμές φυσικού αερίου, αφού δεν επηρεάζονται από το μέτρο, θα πρέπει να καλυφθεί είτε από τους κρατικούς προϋπολογισμούς είτε από κονδύλια που θα πρέπει να διαθέσει η Ε.Ε. κεντρικά. «Είναι σαν να επιδοτείς την κερδοσκοπία, σαν να καις λεφτά και όχι αέριο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει παράγοντας της αγοράς στην «Κ».
• Η ελληνική πρόταση. Κάποιοι περιγράφουν ως ιδανικό μοντέλο μια παρέμβαση ταυτόχρονα σε τρία επίπεδα: μείωση της κατανάλωσης, παρέμβαση στο TTF και αποσύνδεση της τιμής φυσικού αερίου με την τιμή του ρεύματος. Η Ελλάδα αναμένεται να επαναφέρει στη σύνοδο της 9ης Σεπτεμβρίου την πρότασή της για μείωση της βιομηχανικής κατανάλωσης φυσικού αερίου έναντι αποζημίωσης. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται πυρετωδώς ενόψει της συνόδου, ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται η αποσαφήνιση της θέσης της Ε.Ε.
Γερμανία, η πιο ευάλωτη χώρα στην ενεργειακή κρίση
Χρειάστηκε να περάσουν πολλοί μήνες και να κινδυνεύσει ανεπανόρθωτα η Γερμανία για να αναζητηθεί μια ενιαία ευρωπαϊκή λύση αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Από τη δεκαετία του ’70 που ξεκίνησε τις πρώτες εισαγωγές ρωσικού αερίου πληρώνοντας με χαλυβδοσωλήνες παραγωγής Thyssen-Krupp, που είχε τότε απόλυτη ανάγκη η Σοβιετική Ενωση για να αναπτύξει τα δικά της δίκτυα φυσικού αερίου και πετρελαίου, η Γερμανία σταδιακά και με πιο εντατικούς ρυθμούς επί καγκελαρίας Μέρκελ ενίσχυσε τους ενεργειακούς δεσμούς της με τη Μόσχα. Mε σύμμαχο την Gazprom σχεδίασε από νωρίς διαδρόμους μεταφοράς φυσικού αερίου που παρέκαμπταν την προβληματική ουκρανική δίοδο, Nord Stream 1 και Nord Stream 2 (αν και ο τελευταίος δεν κατάφερε ποτέ να λειτουργήσει), και διασφάλισε προνομιακούς όρους προμήθειας ρωσικού αερίου. Στο φθηνό ρωσικό αέριο στηρίχθηκε η ισχυρή γερμανική βιομηχανική παραγωγή, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% του ΑΕΠ της Γερμανίας και σήμερα απειλείται από τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου και τη στενότητα των προμηθειών.
Η υψηλή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο (55% πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και 35% σήμερα) είναι το τίμημα που πληρώνει σήμερα η Γερμανία, η οικονομία της οποίας είναι η πλέον ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση από τις χώρες της Ε.Ε. και που εάν βρεθεί σε ύφεση θα συμπαρασύρει ολόκληρη την Ευρώπη, αφού η οικονομία της αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ των χωρών του ευρωπαϊκού μπλοκ. Η σημερινή Γερμανία σε τίποτα δεν μοιάζει με αυτή της χρηματοοικονομικής κρίσης που «κουνούσε το δάχτυλο» στους «απείθαρχους» του Νότου. Είναι αυτή που προστρέχει στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, με τον Ολαφ Σολτς να επαναλαμβάνει σε δραματικούς τόνους για συνέπειες-ντόμινο και κίνδυνο μιας πρωτοφανούς ύφεσης, την οποία παρομοιάζει με την κρίση που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Βrothers το 2008. Οι ελλειμματικές ρωσικές ροές αερίου και οι υψηλές τιμές ρεύματος έχουν αλλάξει την καθημερινότητα των Γερμανών πολιτών μέσω εθελοντικών και υποχρεωτικών μέτρων μείωσης της κατανάλωσης και έχουν φέρει σε δύσκολη θέση τον καγκελάριο Oλαφ Σολτς και τον κυβερνητικό συνασπισμό.