Ρουμπίνα Σπάθη
Δεν είναι πρώτη φορά που η Ρωσία προκαλεί ρίγη στην παγκόσμια αγορά τροφίμων και ο κόσμος βλέπει με τρόμο να αποκόπτεται από τα ρωσικά σιτηρά και να διαγράφεται μπροστά του το φάσμα της πείνας. Μόνο δύο χρόνια έχουν παρέλθει από την άνοιξη του 2020, όταν η Μόσχα απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτηρών και άλλων βασικών ειδών διατροφής αντιδρώντας στο έμφραγμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, συνεπακόλουθο της πανδημίας και των πρώτων lockdowns. Πριν από 12 χρόνια, το καλοκαίρι του 2010, ένα κύμα καύσωνα με τις μεγαλύτερες θερμοκρασίες των τελευταίων 130 ετών μείωσε δραστικά τη σοδειά της Ρωσίας και η Μόσχα κατέφυγε στο ίδιο μέτρο. Η είδηση του καταστρεπτικού καύσωνα είχε προκαλέσει την εκτίναξη των τιμών των σιτηρών παγκοσμίως και στόχος της Μόσχας ήταν να ανακόψει τις τιμές στη ρωσική αγορά.
Τώρα, όμως, τη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία συνοδεύει το πλέον εφιαλτικό σενάριο μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης, έστω και αν ο κίνδυνος δεν είναι εξίσου άμεσος για όλες τις χώρες. Οι προειδοποιήσεις είχαν αρχίσει ακόμη και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αφού οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι οι μεγαλύτεροι σιτοβολώνες της Ευρώπης, που αντιπροσωπεύουν το 25% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών και σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού. Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται πλέον στον δεύτερο μήνα, ο κώδωνας του κινδύνου γίνεται όλο και πιο ηχηρός, με τον Ντέιβιντ Μπίσλεϊ, επικεφαλής του Επισιτιστικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών, να προειδοποιεί τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι αν αφήσουν στη μοίρα τους τις φτωχές χώρες της Αφρικής, θα αντιμετωπίσουν την «κόλαση» ενός άνευ προηγουμένου μεταναστευτικού κύματος από τους λιμοκτονούντες Αφρικανούς. Οι χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής εξαρτώνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη Ρωσία για τα βασικά είδη διατροφής, ενώ οι πληθυσμοί τους αδυνατούν ήδη να αντεπεξέλθουν στην ακρίβεια των τροφίμων. Στο Ιράκ έχουν εκδηλωθεί ταραχές λόγω της ακρίβειας, ενώ η Αίγυπτος προσέφυγε στο ΔΝΤ για τον ίδιο λόγο και όλα θυμίζουν τη συγκυρία που οδήγησε στις ταραχές του 2011 και στη λεγόμενη Αραβική Ανοιξη.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι ευρωπαϊκές χώρες είναι ασφαλείς παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις τόσο του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, πως «η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο έλλειψης τροφίμων», όσο και του επιτρόπου Γεωργίας, Γιάνους Βοτζιετσόφσκι, ότι «η Ε.Ε. είναι μια αγροτική υπερδύναμη και οι αγρότες της θα έχουν την πλήρη στήριξη της Κομισιόν». Τη σοβαρότητα της κατάστασης προδίδει η προθυμία με την οποία αποφάσισε η Κομισιόν να υπαναχωρήσει από τη λεγόμενη Πράσινη Συμφωνία μέσα στην εβδομάδα και να θέσει σε προτεραιότητα την αυτάρκεια σε τρόφιμα με αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Εν ολίγοις, χαλάρωσε τους κανόνες για τη βιώσιμη αγροτική παραγωγή, επιτρέποντας την καλλιέργεια εκτάσεων αφιερωμένων στη βιοποικιλότητα. Παράλληλα, κάλεσε τις χώρες της Ε.Ε. να περιορίσουν δραστικά τις καλλιέργειες για βιοκαύσιμα και να περιοριστούν στην παραγωγή τροφίμων για ανθρώπους και για ζώα. Την ανησυχία της προδίδει πρωτίστως η πρότασή της για άμεση στήριξη στους αγρότες της Ε.Ε. με κεφάλαια ύψους 500 εκατ. ευρώ και η χαλάρωση των κανόνων ανταγωνισμού στον κτηνοτροφικό τομέα.
Μέτρα από Ε.Ε. και ΗΠΑ για αύξηση της παραγωγής τροφίμων, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται πλέον στον δεύτερο μήνα.
Ακόμη και ο Τζο Μπάιντεν μίλησε για «σημαντική επένδυση των ΗΠΑ» σε τρόφιμα στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. και τόνισε πως συζήτησε με τον πρωθυπουργό του Καναδά τρόπους για να αυξήσουν την παραγωγή σιτηρών στις χώρες τους.
Η πείνα απειλεί επιπλέον 13 εκατ. ανθρώπους
Του Τζακ Νίκας/The New York Times
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αρχικά προκάλεσε σοκ στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Τώρα, όμως, εξαιτίας του πολέμου ο πλανήτης αντιμετωπίζει μια βαθύτερη κρίση: ελλείψεις τροφίμων.
Μια κρίσιμη μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών, καλαμποκιού και κριθαριού παραμένει παγιδευμένη στη Ρωσία και στην Ουκρανία εξαιτίας του πολέμου, ενώ μία ακόμη μεγαλύτερη μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων έχει καθηλωθεί στη Ρωσία και στη Λευκορωσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι εκτοξεύονται οι τιμές των τροφίμων και των λιπασμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την αρχή του πολέμου τον περασμένο μήνα, οι τιμές των σιτηρών έχουν αυξηθεί κατά 21%, του κριθαριού κατά 33% και ορισμένων λιπασμάτων κατά 40%. Ο αποκλεισμός των ρωσικών και των ουκρανικών εξαγωγών συνδυάζεται, όμως, με τα μεγάλα προβλήματα που προϋπήρχαν και οδηγούσαν ήδη όχι μόνο σε εκτόξευση των τιμών, αλλά και σε μείωση των προμηθειών στην παγκόσμια αγορά: η πανδημία, το έμφραγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι δυσκολίες στις φορτώσεις των εξαγωγών, το υψηλό κόστος της ενέργειας, αλλά και οι πρόσφατες πλημμύρες, πυρκαγιές και η εκτεταμένη ξηρασία σε ορισμένες χώρες. Τώρα, οικονομολόγοι, οργανώσεις και κυβερνητικοί αξιωματούχοι προειδοποιούν πως επίκειται επισιτιστική κρίση και αύξηση της
πείνας ανά τον κόσμο.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία προσέθεσε μια νέα καταστροφή πάνω σε μιαν άλλη καταστροφή», σχολίασε ο Ντέιβιντ Μπίσλεϊ, επικεφαλής του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών που διασφαλίζει τροφή σε 25 εκατ. ανθρώπους καθημερινά. Οπως τονίζει ο ίδιος, «δεν υπάρχει προηγούμενο ή κάτι ανάλογο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Στα αγροκτήματα της Ουκρανίας δεν θα γίνει ούτε η σπορά ούτε η συγκομιδή τώρα που πλησιάζει ο καιρός. Τα ευρωπαϊκά εργοστάσια παραγωγής λιπασμάτων αρχίζουν να μειώνουν σημαντικά την παραγωγή λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας. Οι αγρότες από τη Βραζιλία μέχρι το Τέξας περιορίζουν τις αγορές λιπασμάτων θέτοντας, έτσι, σε κίνδυνο τον όγκο της επόμενης σοδειάς. Στο μεταξύ, στην Κίνα η φετινή σοδειά σιτηρών είναι η χειρότερη που έχει γνωρίσει η χώρα ύστερα από δεκαετίες, καθώς προηγήθηκαν καταστρεπτικές πλημμύρες. Και η Ινδία, που συνήθως εξάγει περιορισμένη ποσότητα σιτηρών, δυσκολεύεται ήδη να αντεπεξέλθει στην εξωτερική ζήτηση. Η πρόσφατη αυτή εκτόξευση των τιμών των τροφίμων θα οδηγήσει σίγουρα στην ένδεια και στην πείνα πολλούς από αυτούς που δυσκολεύονται ήδη να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Αφού παρέμεινε στάσιμο για πέντε χρόνια, το ποσοστό της πείνας στον κόσμο αυξήθηκε κατά περίπου 18% στη διάρκεια της πανδημίας. Σήμερα ο αριθμός των ανθρώπων που πεινάνε κυμαίνεται κάπου ανάμεσα σε 720 και 811 εκατομμύρια. Προ ημερών, ο ΟΗΕ προειδοποίησε πως ο αντίκτυπος του πολέμου στην παγκόσμια αγορά τροφίμων θα έχει συνέπεια να πεινάσουν άλλα 7,6 έως 13,1 εκατομμύρια άνθρωποι.
Κίνδυνος κοινωνικών εκρήξεων σε φτωχές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής
Ουσιαστικά όλες οι χώρες ανά τον κόσμο πρόκειται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, ορισμένες ενδέχεται να μην μπορούν να εξασφαλίσουν καθόλου τροφή για τους πληθυσμούς τους. Αρμενία, Μογγολία, Καζακστάν και Ερυθραία εισάγουν ουσιαστικά όσα σιτηρά καταναλώνουν από τη Ρωσία και την Ουκρανία και θα πρέπει τώρα να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές. Εχουν, όμως, να ανταγωνιστούν με πολύ μεγαλύτερους πελάτες όπως είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μπανγκλαντές και το Ιράν, που συνήθως εισάγουν από τις δύο εμπόλεμες χώρες πάνω από το 50% των σιτηρών τους. Και όλοι μαζί θα χρειαστεί να μοιραστούν μια μικρότερη μερίδα της παγκόσμιας παραγωγής επειδή η Κίνα, η μεγαλύτερη παραγωγός και καταναλώτρια σιτηρών στον κόσμο, θα εισάγει φέτος πολύ περισσότερα. Στις 5 Μαρτίου η Κίνα ανακοίνωσε πως αντιμετώπισε καταστρεπτικές πλημμύρες το περασμένο έτος και καθυστέρησε η σπορά για το 1/3 των σιτηρών της χώρας, με αποτέλεσμα να είναι πολύ περιορισμένη η συγκομιδή.
Η άνοδος των τιμών αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια την αιτία κοινωνικών και πολιτικών εκρήξεων στις φτωχές χώρες της Αφρικής και του αραβικού κόσμου, πολλές από τις οποίες επιδοτούν τα βασικά είδη διατροφής για να αποφύγουν τέτοιου είδους προβλήματα. Οι οικονομίες τους όμως και η δημοσιονομική τους κατάσταση βρίσκονται υπό μεγάλη πίεση εξαιτίας της πανδημίας και του υψηλού κόστους της ενέργειας, και τώρα κινδυνεύουν να λυγίσουν από το κόστος των τροφίμων. Η Τυνησία ακόμη και πριν από τον πόλεμο αγωνιζόταν να αντεπεξέλθει στο κόστος των εισαγόμενων τροφίμων και τώρα προσπαθεί να αποφύγει την οικονομική κατάρρευσή της. Ο πληθωρισμός έχει, άλλωστε, ήδη προκαλέσει ταραχές στο Μαρόκο, ενώ καλλιεργεί εντάσεις και βίαια επεισόδια στο Σουδάν. «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι απλώς θα είναι πιο ακριβά τα ψώνια τους, όμως αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά δεν τελειώνει εκεί το πρόβλημα», τονίζει ο Μπεν Ισαάκσον, αναλυτής γεωργικών θεμάτων στη Scotiabank. Από τη δεκαετία του 1970 η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή αντιμετωπίζουν επανειλημμένες κοινωνικές ταραχές και όπως τονίζει ο Ισαάκσον «αυτό που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους άρχισε με τις ελλείψεις τροφίμων και την ακρίβεια των τροφίμων».
Κάποιες άλλες χώρες όπως η Υεμένη, η Συρία, το Νότιο Σουδάν και η Αιθιοπία αντιμετωπίζουν ήδη ακραίες ελλείψεις τροφίμων που αναμένεται να επιδεινωθούν. Στο Αφγανιστάν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποιούν πως η ανθρωπιστική κρίση έχει ήδη επιδεινωθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να τραφούν τα 23 εκατ. των Αφγανών, περισσότερο από τον μισό πληθυσμό, που δεν έχουν τα μέσα για να τραφούν. Μιλώντας στους New York Times ο Ζακέρ Αχμαντί, διευθυντής της αφγανικής εισαγωγικής εταιρείας Bashir Navid Complex, που αντιμετωπίζει την άνοδο των τιμών, επισήμανε χαρακτηριστικά ότι «οι ΗΠΑ νομίζουν πως επέβαλαν κυρώσεις μόνο στη Ρωσία και στις τράπεζές της, αλλά στην πραγματικότητα επέβαλαν κυρώσεις σε όλο τον κόσμο».
Ακρίβεια παντού
Αναφερόμενος στην απαγορευτική ακρίβεια των τροφίμων, συνεπακόλουθο του πολέμου στην Ουκρανία, ο επικεφαλής της αφγανικής εισαγωγικής εταιρείας Bashir Navid Complex, Νορουντίν Ζακέρ Αχμαντί, τόνισε πως «οι ΗΠΑ νομίζουν πως επέβαλαν κυρώσεις μόνο στη Ρωσία και στις τράπεζές της, αλλά στην πραγματικότητα επέβαλαν κυρώσεις σε όλον τον κόσμο».
«Κόλαση»
«Αν νομίζετε ότι έχουμε τώρα κόλαση επί γης, ετοιμαστείτε, γιατί αν αγνοήσουμε τη βόρεια Αφρική, τότε η Αφρική θα έρθει στην Ευρώπη, αν αγνοήσουμε τη Μέση Ανατολή, τότε η Μέση Ανατολή θα έρθει στην Ευρώπη», προειδοποίησε τους Ευρωπαίους ηγέτες ο υπεύθυνος του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων του ΟΗΕ, Ντέιβιντ Μπίσλεϊς.
Μέτρα
Καθησυχαστικός ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, τόνισε πως «η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο έλλειψης τροφίμων, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακρίβειας των τροφίμων και να λάβει μέτρα για να ενισχύσει τη γεωργία της και τις εφοδιαστικές της αλυσίδες, ώστε να αντεπεξέλθει σε μελλοντικές κρίσεις».