Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσε τον Οκτώβριο για τρίτη φορά το βασικό της επιτόκιο για το 2024, στέλνοντας έτσι ένα ακόμη «σήμα» ενθάρρυνσης της κατανάλωσης, εις βάρος της αποταμίευσης. Το μήνυμα που έχει δοθεί από τον Ιούνιο του 2024 και απεστάλη άλλες δύο φορές από τότε, φαίνεται να το έχουν λάβει οι δανειολήπτες και να προχωρούν σε νέο δανεισμό. Τα στοιχεία που δίδονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου μπορούν να αποδείξουν την παραπάνω τάση για περίοδο μέχρι και τον Σεπτέμβρη, όμως, τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως η όρεξη για νέο δανεισμό από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις έχει σιγά-σιγά θα ανοίξει. Σημειώνουν δε, πως για τα δάνεια που αφορούν ως επί το πλείστον στεγαστικά δάνεια, οι πολίτες αναζητούν σταθερό επιτόκιο, έναντι της τάσης που υπήρχε μέχρι και το 2022 που όλα τα δάνεια ζητούνταν με επιτόκια όπως το Euribor. Μέχρι και το Φθινόπωρο του 2023, όπου σταμάτησαν να αυξάνονται τα επιτόκια και παρέμειναν σταθερά για περίπου 9 μήνες, μέχρι και τον Ιούνη του 2024 δηλαδή, το μήνυμα των εποπτών ήταν σαφές. Στόχος ήταν να ενθαρρυνθεί η αποταμίευση και να καμφθεί η κατανάλωση, ώστε να προκύψει μείωση στη ζήτηση. Στόχος, ήταν ο πληθωρισμός να τεθεί υπό έλεγχο, κάτι που επήλθε, καθώς ο πληθωρισμός τοποθετείται πλέον κάτω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ. Όπως εκτιμούν τραπεζικές πηγές, η τάση αύξησης του νέου δανεισμού θα συνεχίσει, δίχως ωστόσο να υπάρχουν τεράστιες διακυμάνσεις, καθώς πέραν της όρεξης για νέο δανεισμό, που ναι μεν μπορεί να υπάρχει, τα κριτήρια παροχής τους παραμένουν πολύ αυστηρά.
Αυτή η όρεξη για νέο δανεισμό μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται μία ακόμη μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ προς τα τέλη του 2024, που όπως γράφουν αναλυτές, μπορεί να είναι και μεγαλύτερη από τα «25άρια» που έγιναν μέχρι στιγμής από αρχές του καλοκαιριού.
Παρά το ότι στην Κύπρο, αν παρατηρήσει κανείς τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, δεν έκοψε εντελώς «φόρα» ο νέος δανεισμός, υπήρξαν μήνες που καταγράφηκε μείωση σε σχέση με τον νέο δανεισμό, αλλά από τον Μάη του 2024 ο νέος δανεισμός μόνο αυξάνεται. Τον Σεπτέμβριο τα νέα δάνεια παρουσίασαν αύξηση, όπως είχαν παρουσιάσει και τον Αύγουστο και τον Ιούλιο και τον Ιούνιο και το Μάη. Πρακτικά, από τις αρχές του χρόνου ανέφεραν οι αναλυτές πως από τον Ιούνιο θα ξεκινούσε η κάθοδος των επιτοκίων, γεγονός που ώθησε τους πολίτες να «καλοβλέπουν» τα δάνεια. Για του λόγου το αληθές, τον Σεπτέμβριο του 2024 τα συνολικά νέα δάνεια στην Κύπρο παρουσίασαν αύξηση και έφτασαν στα 667,9 εκατ., σε σύγκριση με 395,5 εκατ. τον Αύγουστο του 2024, τον Ιούλη ήταν στα 514,9 εκατ. ευρώ, τον Μάη ήταν στα 391,6 εκατ. ευρώ και τον Απρίλη ήταν στα 422,6 εκατ. ευρώ. Τον Μάρτη ήταν στα 496,4 εκατ. ευρώ, τον Φεβρουάριο του 2024 στα 575,5 εκατ. ευρώ και τον Ιανουάριο του 2024 στα 462,7 εκατ. ευρώ.
Άντεξαν οι τράπεζες
Έπειτα από πανδημία, πολέμους, ενεργειακή κρίση και πληθωρισμό, δεν επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι για επιδείνωση των χαρτοφυλακίων των κυπριακών τραπεζών λόγω αθέτησης αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες. Οι δανειολήπτες που είχαν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο (οι περισσότεροι στην Κύπρο) καλέστηκαν να δίνουν αυξημένες δόσεις δανείων ως απότοκο της πολιτικής της ΕΚΤ από το καλοκαίρι του 2022 που αύξησε τα επιτόκια. Όπως αναφέρεται στην έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητας για το 2023, παρά τις προκλήσεις που επικρατούσαν στο ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον κατά το 2023, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου του τραπεζικού τομέα της Κύπρου δεν παρουσίασε επιδείνωση, αλλά βελτίωση. Η εν λόγω βελτίωση αντικατοπτρίζεται τόσο στη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όσο και στη μείωση του ποσοστού των χορηγήσεων που φέρουν αυξημένο κίνδυνο αθέτησης και κατηγοριοποιούνται στο Στάδιο 2 σύμφωνα με το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), να παρουσιάζουν, μάλιστα, βελτίωση.
Πάντως, σύμφωνα με την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων της Κεντρικής, εντός του 2023 τα νοικοκυριά περιόρισαν τη ζήτησή τους για στεγαστικά δάνεια, κυρίως ως απόρροια των υψηλών επιτοκίων. «Παράλληλα, το 2023 καταγράφηκε σημαντική αύξηση στα καταναλωτικά δάνεια των νοικοκυριών, πιθανόν για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες ρευστότητάς τους», όπως σημείωνε η Έκθεση.
Παραμένουν προκλήσεις
Στην έκθεση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας του 2023 τονίζεται πως, η ενδεχόμενη επιδείνωση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του χρηματοοικονομικού τομέα, και κυρίως του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων, συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση, λόγω των αυξημένων δανειστικών επιτοκίων, παρά τις πρόσφατες μειώσεις, σε συνάρτηση με τις υψηλές τιμές, και τη συνεπαγόμενη αυξημένη δυσκολία, κυρίως των ευάλωτων δανειοληπτών, για αποπληρωμές. Σημειώνεται πως, μια πιθανή επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων του χρηματοοικονομικού τομέα δύναται να έχει άμεσες επιπτώσεις στην κερδοφορία και την κεφαλαιακή του επάρκεια. Παρά το ότι κατά το 2023, και μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν ενδείξεις για επιδείνωση στους ισολογισμούς του χρηματοοικονομικού τομέα στο σύνολό του, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί. «Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι προσεκτικά στις εγκρίσεις νέων χορηγήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη και κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Τέλος, αναμένεται ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις που έχουν διενεργηθεί στο νομοθετικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις, θα επιτρέψουν την αποτελεσματική εφαρμογή του πλαισίου εκποιήσεων, για σκοπούς διαχείρισης τόσο του κληροδοτημένου όγκου ΜΕΔ, όσο και των πιθανών νέων ΜΕΔ», καταλήγει.